Το δημοψήφισμα που θα πραγματοποιηθεί στην ΠΓΔΜ την επόμενη Κυριακή φέρνει τη γειτονική χώρα σε ένα σταυροδρόμι, το οποίο θα κρίνει πολλά για τη βραχυπρόθεσμη πορεία της, αλλά και το μέλλον των ευρωατλαντικών θεσμών στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων. Για μια χώρα με πληθυσμό μικρότερο των δύο εκατομμυρίων, εθνοτικές διαφορές, μάλλον ασήμαντη οικονομία και υποτυπώδη στρατιωτική ισχύ, η περιοδεία τόσο πολλών και ισχυρών δυτικών παραγόντων αναδεικνύει το ευρύτερο γεωπολιτικό πόκερ που παίζεται, αυτή τη φορά με επίκεντρο τα Σκόπια. Το δημοψήφισμα της 30ής Σεπτεμβρίου κρίνει αφενός την ευρωατλαντική πορεία της ΠΓΔΜ, αφετέρου τη δυνατότητα της Δύσης να επιτύχει τη στεγανοποίηση μιας χώρας από την επιρροή τρίτων παραγόντων. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται, κατά κύριο λόγο, η Ρωσία, ωστόσο από την προσοχή των δυτικών δεν έχει ξεφύγει και η εντεινόμενη προσπάθεια της Τουρκίας να αυξήσει την παρουσία της στα Σκόπια.
Ακόμα και για «μία Μακεδονία» έφτασε να κάνει λόγο ο Ζάεφ στην κορύφωση του προεκλογικού αγώνα – δήλωση που στη συνέχεια ανασκευάστηκε.
Βασικός φόβος των Δυτικών είναι, αφενός, η διασπορά ψευδών ειδήσεων και η επιχείρηση παραπληροφόρησης που διεξάγεται εδώ και μήνες στην ΠΓΔΜ, αφετέρου δε, η επιρροή που φαίνεται να έχουν οι Ρώσοι σε τοπικό επίπεδο. Παρότι συχνά διαφεύγει την προσοχή των περισσότερων αναλυτών, το κύριο αντιπολιτευτικό κόμμα, το VMRO-DPMNE, ανασυστάθηκε το 1991 με συμμετοχή και αρκετών εκ των πρώην στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας (προφανώς του «μακεδονικού» παραρτήματος) και ορισμένοι δεσμοί παραμένουν. Η συγκεκριμένη πραγματικότητα εξηγεί εν μέρει την επαμφοτερίζουσα στάση του VMRO, το οποίο πελαγοδρομεί, ανάμεσα στον πρόεδρο της χώρας Γκιόργκι Ιβάνοφ, που αποφεύγει τις δημόσιες τοποθετήσεις, τον πρόεδρο Χρίστιαν Μίτσκοσκι, που αφήνει ανοιχτή τη στήριξη, υπό προϋποθέσεις, όταν έλθει η ώρα της συνταγματικής αναθεώρησης, και τα χαμηλόβαθμα στελέχη που κινούνται με βάση το τοπικό, προσωπικό και μικροκομματικό συμφέρον. Μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ παραμένει η πίεση των ομογενών οι οποίοι είναι σχεδόν συλλήβδην κατά της συμφωνίας των Πρεσπών. Είναι ενδεικτική η δήλωση του πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ από την Ουάσιγκτον για «μία Μακεδονία», που εν συνεχεία ανασκευάστηκε. Πάντως, έως τώρα έχουν εγγραφεί να ψηφίσουν μόλις 3.500 ομογενείς, ως εκ τούτου το εκλογικό αποτύπωμά τους αναμένεται μικρό για το δημοψήφισμα, αν και η επιρροή τους είναι πολλαπλάσια, κυρίως λόγω της οικονομικής ισχύος τους. Η γενικότερη συμμετοχή είναι και το βασικό στοίχημα για τον κ. Ζάεφ, καθώς το 50% θεωρείται ποσοστό-κλειδί τόσο για το «Ναι» όσο και για τη δημιουργία πολιτικής συναίνεσης ενόψει των συνταγματικών αλλαγών. Δεδομένης της δημογραφικής απίσχνανσης της ΠΓΔΜ, ο στόχος των 900.000 ψηφοφόρων (επί 1,8 εκατ. εγγεγραμμένων) δεν είναι διόλου δεδομένο ότι μπορεί να επιτευχθεί.
Το μορατόριουμ
Η Αθήνα παρακολουθεί, βεβαίως, με ενδιαφέρον την εξέλιξη των πραγμάτων στα Σκόπια. Η συνάντηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του προέδρου των ΑΝΕΛ Πάνου Καμμένου την Παρασκευή κατέληξε στο βασικό σενάριο, δηλαδή την εκ νέου ενασχόληση με τη συμφωνία των Πρεσπών τον Μάρτιο –οπότε αναμένεται να φθάσει στην Ελλάδα η ενδεχόμενη κύρωσή της– για τις απαραίτητες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτό το μορατόριουμ «Πρεσπολογίας» θα επιτρέψει στον κ. Τσίπρα να αναδείξει τα υπόλοιπα, συνδεδεμένα με την οικονομία και το τέλος του προγράμματος, θέματα. Ο κ. Τσίπρας θεωρεί ότι υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την έγκριση της συμφωνίας των Πρεσπών. Ο επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης έχει ταχθεί υπέρ της συμφωνίας, αλλά αναλόγως έχουν εκφραστεί και μεμονωμένοι βουλευτές του κόμματος. Είναι, ωστόσο, ασαφές εάν το μορατόριουμ ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μπορεί να αντέξει έως τον Μάρτιο. Το κόμμα του κ. Καμμένου δέχεται ασφυκτικές πιέσεις και, τουλάχιστον δημοσκοπικά, εμφανίζεται να κινείται περί το 1%, επίδοση που δεν μπορεί να το οδηγήσει στη Βουλή.