Εκρηκτικό μείγμα δημιουργεί για τις τράπεζες η νέα στοχοθεσία για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) μεταξύ 15%-20% έως τα τέλη του 2021, από το σημερινό επίπεδο του 47,7%, σε συνδυασμό με τις αυξημένες προβλέψεις που θα πρέπει να πάρουν για τα κόκκινα δάνεια, αλλά και για τα ακίνητα που συγκεντρώνουν οι τράπεζες στους ισολογισμούς τους.
Οι νέοι φιλόδοξοι στόχοι για τους οποίους εργάζονται πυρετωδώς τα επιτελεία των τραπεζών, προκειμένου να υποβληθούν στον SSM στα τέλη Σεπτεμβρίου, προσκρούουν στην αδυναμία μέχρι σήμερα αποτελεσματικών ρυθμίσεων και οδηγούν σε μαζικές πωλήσεις και διαγραφές δανείων που ενδέχεται να πλήξουν τα κεφάλαιά τους.
Η εξίσωση πάνω στην οποία δουλεύουν αυτή την περίοδο τα πιστωτικά ιδρύματα δεν οδηγεί σε νέες κεφαλαιακές αυξήσεις, αλλά ο φόβος των επενδυτών είναι τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους οι τράπεζες, όπως είναι οι πλειστηριασμοί ακινήτων, ο εξωδικαστικός μηχανισμός και οι αλλαγές στον νόμο Κατσέλη, να μη λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Την ίδια στιγμή, σε υψηλά επίπεδα παραμένει ο ρυθμός δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων και η απουσία υγιών χρηματοδοτήσεων στερεί από το τραπεζικό σύστημα έσοδα, υπονομεύοντας τη σταθεροποίηση της κερδοφορίας τους και την υψηλή κεφαλαιακή τους βάση.
Αν και στο roadshow που διοργάνωσε το ελληνικό Χρηματιστήριο την εβδομάδα που μας πέρασε στο Λονδίνο η υψηλή κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών δεν αμφισβητήθηκε, η ανησυχία για τη δυνατότητα των τραπεζών να διαχειριστούν το κόκκινο χαρτοφυλάκιο ήταν διάχυτη στους κόλπους των επενδυτών και αποτυπώθηκε και στις εκθέσεις των διεθνών αναλυτών που ακολούθησαν τα αποτελέσματα εξαμήνου.
Βασικός παράγων ανησυχίας είναι ότι οι ρυθμίσεις δεν δουλεύουν και η επίτευξη μέχρι σήμερα των στόχων για τη μείωση των NPEs επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από τις διαγραφές δανείων. Την ίδια στιγμή, αν και σαφώς μειούμενα, τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παρέμειναν το 2018 σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα πάνω από τα 2 δισ. ευρώ ανά τρίμηνο. Απουσία υγιών χρηματοδοτήσεων και σημαντικής μεγέθυνσης της οικονομίας –δηλαδή ο παρανομαστής–, τα συνολικά δάνεια που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες, μειώνονται με ταχύτερο ρυθμό από τον αριθμητή, δηλαδή αυτά που δεν εξυπηρετούνται, και έτσι οι στόχοι ακόμη και αν επιτυγχάνονται σε απόλυτα νούμερα, αποδεικνύονται τελικά ανεδαφικοί με εποπτικούς όρους.
Οι μαζικές πωλήσεις κόκκινων δανείων που προβάλλουν ως αναγκαίο κακό προκειμένου να καθαρίσουν τα τραπεζικά χαρτοφυλάκια είναι σαφές πλέον ότι δεν συνιστούν πάντα την ενδεδειγμένη λύση. Αυτό, γιατί μπορεί η ταχεία απομόχλευση του δανειακού χαρτοφυλακίου να έχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, ενώ οι βιαστικές κινήσεις μπορεί να υποχρεώσουν τις τράπεζες να εγγράψουν ζημίες από τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων σε φθηνές τιμές. Ετσι οι μεταβιβάσεις θα πρέπει να γίνουν με φειδώ και αυτός είναι και ο λόγος που τα νέα πακέτα που βγαίνουν προς πώληση είναι μικρότερης αξίας σε σχέση με αυτά που μεταβιβάστηκαν το 2017 και στις αρχές του 2018.
Στοιχείο έντονου προβληματισμού για τα επιτελεία των τραπεζών είναι η επιμονή των κόκκινων στεγαστικών σε πολύ υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στα 28 δισ. ευρώ, χωρίς τάση αποκλιμάκωσης. Το χαρακτηριστικό αυτό που δεν εκτονώνεται, παρά το γεγονός ότι οι πλειστηριασμοί ακινήτων έχουν μπει στην καθημερινή ατζέντα, δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες για την πραγματική οικονομική δυνατότητα των νοικοκυριών να ρυθμίσουν τις οφειλές τους. Εχοντας ήδη αγοράσει οι ίδιες το 85% των ακινήτων που έχουν βγάλει στον πλειστηριασμό μέχρι σήμερα, είναι σαφές ότι η πρακτική αυτή είναι πεπερασμένη και δεν μπορεί να συνεχιστεί και το 2019, οπότε και θα βρεθούν αντιμέτωπες με τον σκληρό πυρήνα των κόκκινων στεγαστικών δανείων. Για τον λόγο αυτό οι τράπεζες έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στην άρση του τραπεζικού απορρήτου που ισχύει από τις 15 Σεπτεμβρίου για όσους έχουν προσφύγει στον νόμο Κατσέλη, διαδικασία μέσα από την οποία ευελπιστούν ότι για πρώτη φορά θα μπορέσουν να εντοπίσουν τους πραγματικούς στρατηγικούς κακοπληρωτές.