Οι εντονότατες διαφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών, που επιβεβαιώθηκαν και στην πρόσφατη συζήτηση προσανατολισμού στο Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε., καθιστούν ανέφικτη πλέον την επίτευξη ακόμη και προκαταρκτικής συμφωνίας για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της περιόδου 2021-2027 πριν από τις ευρωεκλογές του προσεχούς Μαΐου, κάτι που ζητούσε επίμονα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Παρά το γεγονός ότι οι τεχνικές συζητήσεις είχαν ξεκινήσει μέσα στο πρώτο εξάμηνο επί βουλγαρικής προεδρίας και συνεχίστηκαν με την αυστριακή προεδρία σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, δεν έχουν οδηγήσει σε καμία σύγκλιση ή έστω πρόοδο, ώστε να μπορέσουν οι υπουργοί να μπουν σε πολιτικές διαπραγματεύσεις.
Το αδιέξοδο οφείλεται στην άρνηση μιας μεγάλης ομάδας χωρών, κυρίως του Βορρά, να καλύψει έστω και μερικώς την «τρύπα» που θα προκαλέσει η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απορρίπτουν όλες τις εναλλακτικές προτάσεις της Κομισιόν.
Μάλιστα, το Brexit δεν απειλεί με μείωση το ΠΔΠ της περιόδου 2021-2027, αλλά και το τωρινό ΠΔΠ (2014-2020), γιατί στην περίπτωση μη συμφωνημένης εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου, τότε θα υπάρξει πρόβλημα με τη χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού μέχρι το 2020. Το Λονδίνο, αν αποχωρήσει χωρίς συμφωνία στο τέλος Μαρτίου 2019, είναι προφανές ότι δεν πρόκειται να πληρώσει τον «λογαριασμό» της εξόδου, που εκτιμάται σε περίπου 50 δισ. ευρώ.
Η διαπραγμάτευση γίνεται πιο δύσκολη και εξαιτίας του πολύ κακού πολιτικού κλίματος που επικρατεί σήμερα εντός της Ε.Ε., κυρίως εξαιτίας του προσφυγικού, αλλά και της παραβίασης του κράτους δικαίου από κυβερνήσεις χωρών, της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, ενώ και η άνοδος των λαϊκιστών στην εξουσία στην Ιταλία περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Διατεθειμένη να πληρώσει η Γερμανία
Πάντως, το θετικό είναι πως η Γερμανία, που πληρώνει και τα περισσότερα στον κοινοτικό προϋπολογισμό, δεν ζητάει μείωση των δαπανών, αντίθετα αναγνωρίζει ότι το Brexit θα αφήσει μια πολύ μεγάλη τρύπα (γύρω στα 100 δισ. ευρώ στα 7 χρόνια), και εμφανίζεται διατεθειμένη να αυξήσει τη συνεισφορά της.
Η συνολική πρόταση της Κομισιόν, που αποτελεί και τη βάση της συζήτησης, προβλέπει έναν προϋπολογισμό ύψους 1.135 δισ. ευρώ σε αναλήψεις υποχρεώσεων (σε τιμές του 2018) για την περίοδο 2021-2027, που ισοδυναμεί με το 1,11% του ΑΕΠ της Ε.Ε. των 27. Στα επιμέρους σημεία προβλέπει τη μείωση των δαπανών, στις δύο βασικές κοινές κοινοτικές πολιτικές, της συνοχής κατά 7% και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής κατά 5%.
Οι πιο εχθρικές χώρες
Από τις χώρες με καθαρή συνεισφορά στον προϋπολογισμό (δίνουν περισσότερα από όσα εισπράττουν), οι πιο εχθρικές στην πρόταση της Επιτροπής είναι, κυρίως η Ολλανδία, και κατά δεύτερο λόγο η Σουηδία, η Δανία, η Αυστρία και η Φινλανδία.
Το βασικό επιχείρημα των παραπάνω χωρών είναι ότι μετά την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου, τον Μάρτιο του 2019, η Ε.Ε. θα μικρύνει και συνεπώς πρέπει να μειωθεί ανάλογα και ο κοινοτικός προϋπολογισμός.
Η αυστριακή προεδρία θα συνεχίσει τις διαβουλεύσεις με τα κράτη-μέλη τόσο σε τεχνικό όσο και σε υπουργικό επίπεδο, ενώ η επόμενη καθοριστική συζήτηση για το ΠΔΠ προβλέπεται να γίνει στη σύνοδο κορυφής στις 14-15 Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες, όπου θα διαφανούν και οι προοπτικές σχετικά με το χρονοδιάγραμμα και την τελική έκβαση της διαπραγμάτευσης.
Έκκληση Γιούνκερ
Η Κομισιόν και ο πρόεδρος Γιούνκερ προσωπικά κάνουν συνεχείς εκκλήσεις στα κράτη-μέλη να υπάρξει μια καταρχήν συμφωνία πριν από τις ευρωεκλογές, στη συνέχεια να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2019 και να υπάρξει ο χρόνος να εγκριθούν οι επιμέρους κανονισμοί, ώστε να μη σημειωθούν καθυστερήσεις ανάλογες με εκείνες του 2014. Τα προγράμματα που θα έχουν άμεσο πρόβλημα χρηματοδότησης σε περίπτωση μη έγκαιρης ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης είναι εκείνα της έρευνας και της κινητικότητας των σπουδαστών (Έρασμος+).
Η πρόταση για την Ελλάδα
Από τις προτάσεις της Κομισιόν προκύπτει ότι στη χώρα μας αναλογούν χρηματοδοτήσεις 35-36 δισ. ευρώ σε τιμές 2018, δηλαδή που λαμβάνουν υπ’ όψιν και τον πληθωρισμό. Από το παραπάνω ποσό περίπου 19 δισ. ευρώ θα προέρχονται από τα διαρθρωτικά ταμεία (συνοχή) και 16 δισ. ευρώ από την Κοινή Αγροτική Πολιτική.
Η πρόταση για την Ελλάδα είναι εξαιρετικά θετική και σ’ αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξε η παρατεταμένη οικονομική κρίση, η οποία μείωσε σωρευτικά το ΑΕΠ, πάνω από 20% από το 2010, με αποτέλεσμα όλες οι ελληνικές Περιφέρειες να εμφανίζονται φτωχές με βάση τα κοινοτικά κριτήρια και να έχουν γίνει ξανά επιλέξιμες για μαζικές χρηματοδοτήσεις από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. Επιπλέον, η Κομισιόν προτείνει να προστεθούν στα κριτήρια προσδιορισμού του οικονομικού επιπέδου μιας Περιφέρειας η ανεργία των νέων και η υποδοχή προσφύγων, κάτι που ευνοεί ιδιαίτερα την Ελλάδα, χώρα με τη μεγαλύτερη νεανική ανεργία και με μεγάλο αριθμό προσφύγων.
Κερδισμένες εκτός της Ελλάδας είναι και άλλες χώρες και Περιφέρειες του κοινοτικού Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, νότια Ιταλία), ενώ σαφώς λιγότερα χρήματα σε σύγκριση με το προηγούμενο πακέτο της περιόδου 2014-2020 θα πάρουν οι ανατολικές χώρες (Πολωνία, Ουγγαρία, Εσθονία, Λιθουανία, Τσεχία). Συνολικά εκτιμάται ότι από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αφαιρούνται σε σχέση με το πακέτο της περιόδου 2014-2020 περίπου 30 δισ. ευρώ. Φυσικά, το παραπάνω ποσό δεν είναι αυτήν τη στιγμή εξασφαλισμένο λόγω των αβεβαιοτήτων που προαναφέρθηκαν, οι οποίες σε συνδυασμό με μια μη συμφωνία για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου θα μπορούσαν να περιορίσουν σημαντικά την τελική χρηματοδότηση.