Περίληψη
Από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ και
1 και
16 του ν.
551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.
Οι διατάξεις του
άρθρου 16 παρ. 1 του ν.
551/1915, κατά τις οποίες ο παθών και τα λοιπά δικαιούμενα πρόσωπα για τις αξιώσεις τους που αφορούν εργατικό ατύχημα δικαιούνται να ασκήσουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον προαναφόμενο νόμο και εφαρμόζονται για αυτή μόνον οι γενικές διατάξεις. Επομένως, για τη θεμελίωση αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης που αφορά εργατικό ατύχημα, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας, που ορίζεται στις ως άνω διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν.
551/1915 (Ολ ΑΠ 1117/1986,
ΑΠ 133/2016, ΑΠ 1840/2011). Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Ακόμη, πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί, στην εν λόγω περίπτωση, και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς, οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφαλείας, για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 του ΑΚ, είτε η τήρηση των μέτρων αυτών από τον εργοδότη επιβάλλεται από τους νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά. Τέτοια γενικά μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες καθορίζονται με το ν.
3850/2010 “Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγιεινή και την ασφάλεια των εργαζομένων”, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, εκτός των αναφερομένων στο
άρθρο 2 παρ, 2, 3 και 4 εξαιρέσεων, για τις οποίες δεν πρόκειται στην εξεταζόμενη περίπτωση.
Ειδικότερα, στο άρθρο 42 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων, ενώ στο άρθρο 48 παρ. 1 και 2 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο εργοδότης εξασφαλίζει σε καθε εργαζόμενο κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας, ιδίως υπό μορφή πληροφοριών και οδηγιών επ’ ευκαιρία της πρόσληψης, ή τυχόν μετάθεσης ή αλλαγής καθηκόντων, ενώ η εκπαίδευση αυτή πρέπει: α) να προσαρμόζεται στην εξέλιξη των κινδύνων και στην εμφάνιση νέων κινδύνου και β) αν χρειάζεται, να επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Επίσης, μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν οι εργοδότες καθορίζονται με τα άρθρα 5 και 9 του π.δ. 395/1994 και με το άρθρο 69 του π.δ. 1073/1981. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 του ως άνω π.δ., όταν η χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας ενδέχεται να παρουσιάσει ιδιαίτερο κίνδυνο για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζόμενων, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας να χρησιμοποιείται μόνο από τους εργαζομένους στους οποίους έχει ανατεθεί η χρήση του, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 9 (“Παράρτημα II παράγραφος 3.2.4.) ορίζεται ότι οι εργασίες πρέπει να οργανώνονται με τέτοιον τρόπο, ώστε, όταν ο εργαζόμενος αγκιστρώνει ή απαγκιστρώνει ένα φορτίο με το χέρι, οι εργασίες αυτές να μπορούν να πραγματοποιούνται ασφαλώς, ιδίως δε ο εργαζόμενος αυτός να διατηρεί πάντοτε τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο.
Τέλος, με το άρθρο 69 του π.δ. 1073/1981 ορίζεται ότι απαγορεύονται, ως επικίνδυνες οι εξής ενέργειες: α)… β) η ελεύθερη αιώρηση φορτίου (χρήση σχοινιού οδηγού), γ) …, δ) η ανύψωση – καταβίβαση φορτίων με απότομη ή με μεγάλη ταχύτητα και η απότομη πέδηση, ε) …, στ) …, ζ) … η) η μεταφορά φορτίου που έχει προσδεθεί χαλαρά ή ανεπαρκώς, θ) … , ι) η παραμονή οποιουδήποτε προσώπου κάτω από αναβιβαζόμενα φορτία, συμπεριλαμβανομένου και του εκφωνούντος τα σήματα για την ανύψωση, ο οποίος πρέπει να ευρίσκεται σε ασφαλή θέση.
Αριθμός 425/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Κωνσταντίνο Πιτταρά – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.” που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λαμπρόπουλο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Γ. του Χ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Αντωνόπουλο, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/10/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 117/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 110/2017 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 9/5/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 9.5.2017 αίτηση προσβάλλεται η 110/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Με την προσβαλλομένη απορρίφθηκε η έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της 117/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου με αντικείμενο χρηματική ικανοποίηση λόγω εργατικού ατυχήματος. Η αίτηση στρέφεται κατ’ απόφασης δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, της οποίας δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε προβάλλεται, επίδοση (άρθρα 552, 553 παρ. 1, 556 παρ. 1 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επομένως , πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή και να ερευνηθούν περαιτέρω οι λόγοι που περιέχονται σ’ αυτήν ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους ( άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
II. Kατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 §3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες, ενώ ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώθηκε σαφώς, δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογιών. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 2102/2014). Ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι πάντως απαράδεκτος, αν υπό την επίφαση συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής του, πλήττεται η μη ελεγχόμενη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 1/1995, ΑΠ 384/2017, ΑΠ 600/2016).
Εξάλλου ,από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ και 1 και 16 του ν.
551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν.
551/1915, κατά τις οποίες ο παθών και τα λοιπά δικαιούμενα πρόσωπα για τις αξιώσεις τους που αφορούν εργατικό ατύχημα δικαιούνται να ασκήσουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον προαναφόμενο νόμο και εφαρμόζονται για αυτή μόνον οι γενικές διατάξεις. Επομένως, για τη θεμελίωση αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης που αφορά εργατικό ατύχημα, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας, που ορίζεται στις ως άνω διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν.
551/1915 (Ολ ΑΠ 1117/1986,
ΑΠ 133/2016, ΑΠ 1840/2011). Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114). Ακόμη, πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί, στην εν λόγω περίπτωση, και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς, οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφαλείας, για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 του ΑΚ, είτε η τήρηση των μέτρων αυτών από τον εργοδότη επιβάλλεται από τους νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά. Τέτοια γενικά μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες καθορίζονται με το ν.
3850/2010 “Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγιεινή και την ασφάλεια των εργαζομένων”, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 2 παρ, 2, 3 και 4 εξαιρέσεων, για τις οποίες δεν πρόκειται στην εξεταζόμενη περίπτωση.
Ειδικότερα, στο άρθρο 42 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων, ενώ στο άρθρο 48 παρ. 1 και 2 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο εργοδότης εξασφαλίζει σε καθε εργαζόμενο κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας, ιδίως υπό μορφή πληροφοριών και οδηγιών επ’ ευκαιρία της πρόσληψης, ή τυχόν μετάθεσης ή αλλαγής καθηκόντων, ενώ η εκπαίδευση αυτή πρέπει: α) να προσαρμόζεται στην εξέλιξη των κινδύνων και στην εμφάνιση νέων κινδύνου και β) αν χρειάζεται, να επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Επίσης, μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν οι εργοδότες καθορίζονται με τα άρθρα 5 και 9 του π.δ. 395/1994 και με το άρθρο 69 του π.δ. 1073/1981. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 του ως άνω π.δ., όταν η χρησιμοποίηση του εξοπλισμού εργασίας ενδέχεται να παρουσιάσει ιδιαίτερο κίνδυνο για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζόμενων, ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εξοπλισμός εργασίας να χρησιμοποιείται μόνο από τους εργαζομένους στους οποίους έχει ανατεθεί η χρήση του, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 9 (“Παράρτημα II παράγραφος 3.2.4.) ορίζεται ότι οι εργασίες πρέπει να οργανώνονται με τέτοιον τρόπο, ώστε, όταν ο εργαζόμενος αγκιστρώνει ή απαγκιστρώνει ένα φορτίο με το χέρι, οι εργασίες αυτές να μπορούν να πραγματοποιούνται ασφαλώς, ιδίως δε ο εργαζόμενος αυτός να διατηρεί πάντοτε τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο.
Τέλος, με το άρθρο 69 του π.δ. 1073/1981 ορίζεται ότι απαγορεύονται, ως επικίνδυνες οι εξής ενέργειες: α)… β) η ελεύθερη αιώρηση φορτίου (χρήση σχοινιού οδηγού), γ) …, δ) η ανύψωση – καταβίβαση φορτίων με απότομη ή με μεγάλη ταχύτητα και η απότομη πέδηση, ε) …, στ) …, ζ) … η) η μεταφορά φορτίου που έχει προσδεθεί χαλαρά ή ανεπαρκώς, θ) … , ι) η παραμονή οποιουδήποτε προσώπου κάτω από αναβιβαζόμενα φορτία, συμπεριλαμβανομένου και του εκφωνούντος τα σήματα για την ανύψωση, ο οποίος πρέπει να ευρίσκεται σε ασφαλή θέση.
Στην προκείμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, δέχθηκε, κατά την μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του, μεταξύ των άλλων, τα ακόλουθα ουσιώδη περιστατικά: “Δυνάμει έγκυρης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντα και της πρώτης εναγομένης, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Ε.”, ο ενάγων προσλήφθηκε στις 20-2-2007 από την εναγομένη εταιρία προκειμένου να παρέχει την εργασία του ως ανειδίκευτος εργάτης αυλής γενικών καθηκόντων. Ειδικότερα, τα καθήκοντα του συνίσταντο κυρίως στη συνδρομή του, υπό την ιδιότητα του βοηθού, σε άλλους έμπειρους τεχνίτες -μονταδόρους, μεταξύ των οποίων ήταν και ο επ’ αδελφή γαμπρός του, Φ., προκειμένου να εκτελούνται εργασίες μονταρίσματος μεταλλικών δοκών (ψαλιδιών ή και κολώνων) σε ειδικώς διαμορφωμένο χώρο, όπου υπήρχε ειδικό μηχάνημα για την εργασία αυτή. Τις απογευματινές ώρες της 16-7-2007, ο ενάγων εργαζόταν μαζί με τον Φ., εκτελώντας εργασίες μονταρίσματος μεταλλικών δοκών. Σε μικρή απόσταση από το ειδικό μηχάνημα είχαν τοποθετηθεί μεταλλικοί δοκοί σε πόστες (ομάδες) που αποτελούνταν από δέκα τεμάχια δοκών, μήκους 9,70 μέτρων, συνολικού ύψους ενός μέτρου περίπου και συνολικού βάρους 4,7 τόνων περίπου.
Η ανύψωση και τοποθέτηση των μεταλλικών δοκών στο ειδικό μηχάνημα μονταρίσματος γίνονταν με γερανογέφυρα που ήταν μόνιμα / εγκατεστημένη στην οροφή του κτιρίου. Προκειμένου να γίνει η ανύψωση και μεταφορά του φορτίου, ο ενάγων πέρασε από την πόστα τα “σαμπάνια” (εξαρτήματα για την ανύψωση, καθένα εκ των οποίων, αποτελείται από αλυσίδα που σε κάθε άκρο της είναι προσαρμοσμένο τμήμα συρματόσχοινου σε σχήμα θηλιάς για την κρέμαση) στη μέση περίπου του μήκους των δοκών, ώστε να επιτυγχάνεται ισορροπία του φορτίου κατά την ανύψωση. Με το χειριστήριο που είναι προσαρμοσμένο πάνω στο στέλεχος της γερανογέφυρας και ρυθμίζει σε δύο ταχύτητες τη λειτουργία μετακίνησης και ανύψωσης του φορτίου, ο ενάγων τοποθέτησε πάνω από το φορτίο το άγκιστρο της “μπασδέκας” (στέλεχος της γερανογέφυρας που συγκρατεί το άγκιστρο) και πέρασε τα άκρα (θηλιές) από τα “σαμπάνια”. Ακολούθως ο ενάγων, ενώ απουσίαζε από το σημείο ο Φ., ευρισκόμενος πολύ κοντά στο φορτίο που επρόκειτο να ανυψωθεί, πάτησε το δεξί του χέρι το κουμπί του χειριστηρίου προκειμένου να τεντωθούν τα συρματόσχοινα και στη συνέχεια να ανυψωθεί το φορτίο, ενώ παράλληλα με το αριστερό του χέρι επιχειρούσε να μεγαλώσει την απόσταση μεταξύ των δύο αλυσίδων που το κρατούσαν, προκειμένου να διασφαλίσει την καλύτερη δυνατή ισορροπία αυτού (φορτίου). Τότε όμως, πριν καν ανυψωθεί το φορτίο, αυτό ανατράπηκε, οι σιδηροδοκοί έπεσαν προς την πλευρά του ενάγοντα και μια εξ αυτών καταπλάκωσε το δεξιό πόδι του, με αποτέλεσμα να προκληθεί ο σοβαρός τραυματισμός του, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά στη συνέχεια. Η αιτία της ανατροπής του φορτίου αποδίδεται στο γεγονός ότι σκάλωσε το μολύβι που υπάρχει στην άκρη του συρματόσχοινου σε κάποια προεξοχή σιδηροδοκού, σε συνδυασμό με τη βίαιη ανύψωση του, λόγω της μεγάλης ταχύτητας την οποία έθεσε ο ενάγων με το χειριστήριο της γερανογέφυρας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη εταιρία και οι προστηθέντες από αυτή υπάλληλοι, Π. Α., μηχανολόγος – μηχανικός, που είχε την ιδιότητα του τεχνικού ασφαλείας της εναγομένης εταιρίας και Γ. Γ., μηχανικός παραγωγής και υπεύθυνος παραγωγής της εναγομένης, ο οποίος ανέθετε καθήκοντα εργασίας στους υπόλοιπους εργαζόμενους, ουδέποτε έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα για τη διασφάλιση της υγείας του ενάγοντα, αλλά και των λοιπών εργαζόμενων ως μονταδόρων στην επιχείρηση της. Ειδικότερα, ούτε τα ανωτέρω πρόσωπα, ούτε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργούσε για λογαριασμό της εναγομένης, είχε εκπαιδεύσει ή ενημερώσει τον ενάγοντα αναφορικά με τα μέτρα ασφαλείας που έπρεπε να λάβει στην προκειμένη περίπτωση και συγκεκριμένα: α) ότι δεν επιτρέπονταν να επιχειρήσει μόνος του την ανύψωση και μεταφορά του φορτίου, καθώς επρόκειτο για εκτέλεση εργασίας που δεν ανταποκρίνονταν στην εκπαίδευση, τις ικανότητες και την εμπειρία του, αλλά θα έπρεπε να αναμένει τον παλαιότερο τεχνίτη Φ., β) ότι, σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας από το φορτίο και όχι πολύ κοντά σε αυτό και γ) ότι εφόσον αγκιστρώνει ή απαγκιστρώνει ένα φορτίο με το χέρι του, θα έπρεπε πάντοτε να διατηρεί τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του φορτίου, κατά παράβαση των όσων ορίζονται στις ανωτέρω εκτιθέμενες διατάξεις των
άρθρων 42 παρ.1 και
48 παρ.1, 2 του ν.
3850/2010, 5 και 9 (Παράρτημα II παρ. 3.2.4.) του π.δ. 395/1994 και 69 περ. β’, δ’, η’ και ι’ του π.δ. 1073/1981. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται πλήρως από: 1) Την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/104/12-9-2007 έκθεση αυτοψίας που ενήργησαν στον τόπο του ατυχήματος, οι Τεχνικοί Επιθεωρητές του Υπουργείου Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας, υπάλληλοι στο ΚΕΠΕΚ …, Β. Σ. και Κ. Κ., στην οποία αναγράφεται σαφώς ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τηρήθηκαν οι γενικές αρχές πρόληψης ατυχημάτων, δηλαδή η αποφυγή -καταπολέμηση του κινδύνου, η εκτίμηση του κινδύνου και η ανάθεση καθηκόντων στον εργαζόμενο λαμβάνοντας υπόψη τις ικανότητες και την εκπαίδευση αυτού, με την παροχή κατάλληλων οδηγιών, καθώς και τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 5 και του Παραρτήματος II παρ. 3.2.4. και τη διάταξη του άρθρου 69 του π.δ. 1073/1981. 2) Την από 20-2-2008 προανακριτική ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Φ. και την από 16-2-2008 προανακριτική ένορκη κατάθεση του ενάγοντα, οι οποίες (καταθέσεις) συμπεριλαμβάνονται στην ποινική δ1κογραφία που σχηματίστηκε. Από τις ανωτέρω ένορκες καταθέσεις, αποδεικνύεται: 1) ότι η εναγομένη εταιρία ουδέποτε εκπαίδευσε, συστηματικά και επαρκώς, όχι μόνο τον ενάγοντα, που απασχολούνταν πέντε μήνες στην επιχείρηση της, αλλά και τον Φ. στην ορθή και ασφαλή χρήση της γερανογέφυρας, αλλά αρκούνταν σε όσα έδειχναν οι παλαιότεροι εργαζόμενοι στους νεώτερους, πιστεύοντας ότι με την πρακτική και μόνο εμπειρία θα μπορούν να εκτελέσουν τη συγκεκριμένη εργασία χωρίς κίνδυνο και 2) ότι ο ενάγων, είχε εκτελέσει επανειλημμένα στο παρελθόν μόνος του μεταφορά φορτίου με τη γερανογέφυρα, εν γνώσει του τεχνικού ασφαλείας και του εργοδηγού της εναγομένης, χωρίς κανείς εξ αυτών να του καταστήσει σαφές ότι η ενέργεια αυτή δεν επιτρεπόταν. Οι ισχυρισμοί της εναγομένης εταιρίας περί του ότι τα καθήκοντα που είχε αναθέσει στον ενάγοντα περιορίζονταν μόνο στην προετοιμασία για την ανύψωση του φορτίου και συγκεκριμένα στο πέρασμα των αλυσίδων – συρματόσχοινων κάτω από τις δοκούς και στο τέντωμα των συρματόσχοινων, εργασία που δεν απαιτεί ειδικές γνώσεις και εξειδίκευση, ότι το ατύχημα δεν έγινε κατά τη μεταφορά του φορτίου, αλλά οφείλεται αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του ενάγοντα, καθώς εκτέλεσε πλημμελώς τα ως άνω καθήκοντα που του ανατέθηκαν, με αποτέλεσμα να ανατραπεί το φορτίο και να τραυματιστεί ο ίδιος, ότι υπεύθυνος χειριστής της γερανογέφυρας ήταν ο Φ., ότι η ίδια επιμελείται γα την εκπαίδευση των τεχνιτών που χειρίζονται τη γερανογέφυρα, ότι ουδέποτε είχε γίνει ανεκτό από την ίδια να εκτελεί ο ενάγων εργασίες ανύψωσης και μεταφοράς φορτίων με τη γερανογέφυρα και ότι ο ίδιος επιχείρησε αυτοβούλως τη μεταφορά του φορτίου από υπερβάλλοντα ζήλο, δεν αποδείχθηκαν και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Ειδικότερα, τα όσα κατέθεσαν προς υποστήριξη των ως άνω ισχυρισμών της εναγομένης οι μάρτυρες Π. Α. (τεχνικός ασφαλείας της εναγομένης), Γ. Γ. (εργοδηγός της εναγομένης) και Χ. Χ. (τεχνίτης – μονταδόρος της εναγομένης), ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ο πρώτος εξ αυτών), στην υπ’ αριθμ. …/3-11-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου … Α. Φ. (οι δεύτερος και τρίτος εξ αυτών), στις από 16-2-2008 και 11-3-2008 ένορκες προανακριτικές καταθέσεις τους (οι τρίτος και πρώτος αντίστοιχα), αλλά και ενώπιον του ακροατηρίου του Β’ Τριμελούς Πλημ/κείου Πατρών, κατά την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης, με κατηγορούμενο τον δεύτερο εναγόμενο Κ. Λ. για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια σε βάρος του ενάγοντα, δεν κρίνονται πειστικά, ιδίως διότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα συμπεράσματα της ανωτέρω αναγραφόμενης Έκθεσης Αυτοψίας και τις ως άνω ένορκες προανακριτικές καταθέσεις του ενάγοντα και του μάρτυρα Φ.. Ειδικότερα δε ως προς τον ισχυρισμό της εναγομένης, περί αυτόβουλης ενέργειας του ενάγοντα να ενεργήσει τη μεταφορά του φορτίου από υπερβάλλοντα ζήλο, αφού η ίδια, μέσω των αρμόδιων προστηθέντων υπαλλήλων της, του είχαν απαγορεύσει να εκτελεί μόνος του τη συγκεκριμένη εργασία μεταφοράς, δεν κρίνεται πειστικός και διότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ένας νέος ανεκπαίδευτος εργαζόμενος, όπως ήταν ο ενάγων, δεν θα είχε το θάρρος να παρακούσει τις εντολές των προϊσταμένων του και να προβεί αυτοβούλως σε ενέργειες που ρητά του είχαν απαγορεύσει να εκτελεί. Εξάλλου, για να συντρέχει στο πρόσωπο του ενάγοντα υπαίτια συμπεριφορά, δεν αρκεί η παραδοχή ότι επιχείρησε να μεταφέρει το φορτίο με τη γερανογέφυρα με δική του πρωτοβουλία και χωρίς να ενημερώσει κανένα, αλλά θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι παραβίασε ρητή και μάλιστα έγγραφη εντολή που συνοδεύτηκε από οδηγίες και πληροφορίες για την επικινδυνότητα της συγκεκριμένης εργασίας (
ΑΠ 81/2013 δημ. στην ΤΝΠ “ΝΟΜΟΣ”), γεγονός που δεν αποδείχθηκε στην προκειμένη περίπτωση. Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι το ατύχημα δεν έγινε κατά τη μεταφορά του φορτίου, αλλά κατά το τέντωμα των συρματόσχοινων που το συγκρατούσαν, πέραν του ότι αυτός δεν αποδείχθηκε, όπως προεκτέθηκε, πρέπει να επισημανθεί η αντίφαση του με τον έτερο ισχυρισμό της, ότι ο ενάγων επιχείρησε αυτοβούλως από υπερβάλλοντα ζήλο τη μεταφορά του φορτίου. Επομένως, αποκλειστικά υπαίτια για την πρόκληση του ένδικου εργατικού ατυχήματος είναι η εναγομένη εταιρία, η οποία αμέλησε υπαιτίως να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για τη διασφάλιση της υγείας του ενάγοντα, να τον εκπαιδεύσει και να τον ενημερώσει αναφορικά με τα μέτρα ασφαλείας που έπρεπε να λάβει κατά την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας, εφόσον επρόκειτο για ανειδίκευτο εργάτη σύμφωνα με τα όσα αναλυτικά εκτείνεται ανωτέρω…”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 914, 932 του ΑΚ και 1, 16 του ν.
551/1915, που εφαρμόστηκαν, ιδιαίτερα ως προς το εριζόμενο ζήτημα της υπαιτιότητας στην πρόκληση του ατυχήματος και τον τραυματισμό του ενάγοντος, απαντώντας ειδικά στον ισχυρισμό της εναγομένης ότι αυτοβούλως ο ενάγων ενήργησε την μεταφορά του επίμαχου φορτίου και ότι από δική του υπαιτιότητα άλλως συνυπαιτιότητα προκλήθηκε το ατύχημα. Οι αιτιάσεις, περί παραλείψεως της προσβαλλομένης να καθορίσει και χαρακτηρίσει τις εργασίες που εκτελούσε κατά τον επίδικο χρόνο ο ενάγων – αναιρεσίβλητος και να λάβει θέση στο ζήτημα αν απαιτείται ή όχι γι’ αυτές εκπαίδευση, για να κριθεί περαιτέρω αν το ατύχημα οφείλεται σε έλλειψη εκπαίδευσης του ενάγοντος ή, όπως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, σε αμέλειά του, ουσιαστικά ανάγονται στην εκτίμηση από το Εφετείο των αποδείξεων και είναι συνεπώς απαράδεκτες. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι οι ως άνω εργασίες περιγράφονται στην προσβαλλομένη και σημειώνεται περαιτέρω σ’ αυτήν ότι, για να συντρέχει στο πρόσωπο του ενάγοντος υπαίτια συμπεριφορά, δεν αρκεί η παραδοχή ότι επιχείρησε να μεταφέρει το φορτίο με τη γερανογέφυρα με δική του πρωτοβουλία και χωρίς να ενημερώσει κανένα αλλά θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι παραβίασε ρητή και μάλιστα έγγραφη εντολή που συνοδεύτηκε από οδηγίες και πληροφορίες για την επικινδυνότητα της συγκεκριμένης εργασίας. Εξάλλου, ουδεμία αντίφαση δημιουργείται ανάμεσα στην παραδοχή της προσβαλλομένης ότι το φορτίο ανατράπηκε “πριν καν ανυψωθεί” και στην απόρριψη ακολούθως ως αναπόδεικτου του ισχυρισμού της εναγομένης ότι το ατύχημα δεν έγινε κατά την μεταφορά του φορτίου αλλά κατά το τέντωμα των συρματόσχοινων που το συγκρατούσαν. Και τούτο διότι, όπως σαφώς προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης, το ένδικο ατύχημα σύμφωνα με τις παραδοχές της (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το ότι στην πρόκληση του ατυχήματος συνετέλεσε και η “βίαιη ανύψωση” του φορτίου) προκλήθηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας ανύψωσης του φορτίου και πριν αυτό ανυψωθεί. Άλλωστε, αν το φορτίο δεν είχε καθόλου μετακινηθεί, δεν θα ήταν λογικά δυνατόν να επακολουθήσει, όπως περαιτέρω η προσβαλλομένη δέχθηκε και δεν αμφισβητείται, ανατροπή του φορτίου και καταπλάκωση του ποδιού του ενάγοντος. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθ. 335, 338, 339 340 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, για να σχηματίσει την κρίση του σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτών. Παράβαση δε της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ’ ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, για την στοιχειοθέτηση του οποίου αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς την λήψη υπόψη συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου. Ο παραπάνω πάντως λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος κατ’ ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει με την απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος, ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς να γίνεται μνεία και χωριστή αξιολόγησή τους, εκτός αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης και ιδίως από τις αιτιολογίες καταλείπονται αμφιβολίες για την συνεκτίμηση όλων ή συγκεκριμένων εγγράφων (ΑΠ 496/2016, ΑΠ 1417/2010, ΑΠ 1204/2008, ΑΠ 532/2008, ΑΠ 2191/2007). Όσον αφορά τις γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις ( άρθρο 390 ΚΠολΔ), όπως είναι και οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων (άρθρο 392 § 3 ΚΠολΔ), δεν είναι ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο αλλά έγγραφο με ειδική ρύθμιση από τον νόμο, που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο, χωρίς να απαιτείται η αντιδιαστολή του από τα άλλα έγγραφα και η ειδική μνεία του. Επομένως, η μνεία της απόφασης ότι “λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα” καλύπτει και αυτές και η παράλειψη συνακόλουθα ειδικής αναφοράς τους στην απόφαση δεν ιδρύει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο από το άνω άρθρο 559 αρ. 11 (Ολ. ΑΠ 8/2005, Ολ. ΑΠ 12/2005, ΑΠ 1025/2014).
Στην προκείμενη υπόθεση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης ισχυρίζεται ότι επικαλέστηκε και προσκόμισε νόμιμα στο Εφετείο τα κατωτέρω αναφερόμενα έγραφα και ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, πλην όμως το Εφετείο δεν τα έλαβε καθόλου υπόψη. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι προσκόμισε και επικαλέστηκε α) την 789/2013 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, με την οποία ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο σε βάρος του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, β) τις περιεχόμενες στην απόφαση αυτή ένορκες καταθέσεις της Β. Σ., Επιθεωρήτριας της Επιθεώρησης Εργασίας Δυτικής Ελλάδος, και του Φ., εργαζομένου – μονταδόρου στη επιχείρηση της αναιρεσείουσας και γ) την από 19.5.2012 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Γ. Κ., μηχανολόγου μηχανικού, τεχνικού συμβούλου της αναιρεσείουσας. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και ιδίως από τη διαβεβαίωση αυτής ότι έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, τις αναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις και όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το υπόλοιπο περιεχόμενό της και κυρίως τις αιτιολογίες της, όπως αυτές εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, τα ανωτέρω έγγραφα και καταθέσεις λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και της ουσιαστικής του κρίσης για την επίδικη διαφορά, δεδομένου μάλιστα ότι γίνεται σαφής αναφορά στην συναφή ποινική δίκη, η οποία διεξήχθη ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, και σε καταθέσεις μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου (φύλλο 6ο στην αρχή). Αναφορικά, άλλωστε, με την ανωτέρω ποινική απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης – αναιρεσείουσας, πρέπει να σημειωθεί ότι ουσιαστικά δεν υιοθετεί διαφορετική, από την προσβαλλόμενη εδώ απόφαση, εκδοχή για τις συνθήκες του επίδικου ατυχήματος και την ευθύνη για την μη λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας, αφού η αναιρεσιβαλλομένη έκρινε ότι το ατύχημα οφείλεται στις προπεριγραφόμενες παραλείψεις των κατονομαζόμενων ανωτέρω προστηθέτων υπαλλήλων της εναγομένης – αναιρεσείουσας (μηχανικών) και δεν επέρριψε ευθύνη ατομικά στον νόμιμο εκπρόσωπό της, ως προς τον οποίο η αγωγή είχε ήδη απορριφθεί από τον πρώτο βαθμό. Επίσης, όπως προεκτέθηκε δεν απαιτείται να γίνεται ειδική αναφορά της έκθεσης του τεχνικού συμβούλου, διότι δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Μετά τις ανωτέρω σκέψεις, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της στα οριζόμενα στο διατακτικό δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 106, 176, 183 και 189 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κρινόμενη από 9.5.2017 αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕ” για αναίρεση της 110/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στα χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ