Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες είναι αντιμέτωπες και με τα δικά τους εγχώρια προβλήματα –όπως η χαμηλή κερδοφορία, τα αδύναμα έσοδα από τόκους και οι πολύ φιλόδοξοι στόχοι μείωσης των μη εξυπηρετουμένων δανείων για την επόμενη τριετία–, παραμένουν “εγκλωβισμένες” στον κλοιό των διεθνών πιέσεων.
Η πτώση των ελληνικών τραπεζών, που ξεπερνά το 40% σε επίπεδα κεφαλαιοποίησης από τις αρχές της χρονιάς, έχει βρεθεί στο επίκεντρο της αγοράς το τελευταίο διάστημα, προκαλώντας αντιδράσεις, δηλώσεις και συσκέψεις από την πλευρά τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και πολλών Ελλήνων αξιωματούχων. Είναι σημαντικό σε αυτό το “κάδρο” να αποτυπωθεί και η εικόνα που παρουσιάζουν οι μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης και η οποία κάθε άλλο παρά δίχως προβλήματα είναι.
Οι μετοχές των τραπεζών συνεχίζουν να αποτελούν “βαρίδι” για το Χ.Α. και όσο δεν υπάρχει ορατότητα για το πώς θα επιλυθούν τα προβλήματα γύρω από τα αδύναμα έσοδα, καθώς και των υψηλών NPLs, οι επενδυτές δύσκολα θα πεισθούν να αυξήσουν την έκθεσή τους στον κλάδο.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, δεν υπάρχει εύκολη λύση: τα λεφτά τελειώνουν και η εμπιστοσύνη των επενδυτών μειώνεται. Αλλά φαίνεται όλο και περισσότερο ότι η σταδιακή προσέγγιση που προωθείται από την Αθήνα και την Ευρωζώνη, χάνει έδαφος με τις ελληνικές τράπεζες να φέρουν ακόμη τα σημάδια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Είναι αλήθεια πως υπάρχουν διαφορές στην υγεία των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών.
Οι επενδυτές όμως δεν έχουν χρόνο για τέτοιες λεπτές διαφορές: το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρειάζεται αλλαγή ταχύτητας ή κινδυνεύει να παραμείνει ευάλωτο σε οποιαδήποτε μελλοντική κρίση προσθέτοντας πως υπάρχουν διάφορες εναλλακτικές, σημειώνει το Bloomberg. Η Αθήνα, όπως αναφέρει, πρέπει να λάβει πιο δραστικά μέτρα, στη μορφή μιας λεγόμενης προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης. Αυτό θα υποχρέωνε σε ζημίες τους κατόχους ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης και θα κόστιζε λεφτά στην κυβέρνηση, αλλά θα διόρθωνε τον πιο αδύναμο κρίκο στο σύστημα. Επίσης μία λύση θα ήταν η δημιουργία μιας bad bank, αλλά και αυτό θα σήμαινε απώλειες για τις τράπεζες, αφού οι πωλήσεις θα γίνονταν σε τιμή αγοράς.
Όπως καταλήγει, είναι απαραίτητο να κοπούν οι δεσμοί με το παρελθόν – και εάν απαιτηθεί, μία “ένεση” δημοσίων κεφαλαίων και μία πιο ευέλικτη χρήση των κανόνων κρατικής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μόνο τότε οι επενδυτές μπορεί να δελεαστούν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Τι ειπώθηκε στο Μπαλί
Η ελληνική κυβέρνηση επεξεργάζεται διάφορους τρόπους ενίσχυσης των τραπεζών, όπως η αύξηση του ορίου των ελληνικών ομολόγων που μπορούν να έχουν στους ισολογισμούς τους. Σύμφωνα με την J.P. Morgan, η οποία βρέθηκε στη Σύνοδο του ΔΝΤστο Μπαλί, οι Έλληνες αξιωματούχοι κατά τις συναντήσεις τους με επενδυτές και ξένους αξιωματούχους είπαν ότι βραχυπρόθεσμα η κυβέρνηση επιδιώκει να επεκτείνει την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να αγοράσουν ελληνικά κρατικά ομόλογα για την ενίσχυση της ρευστότητας. Το 2015, η ΕΚΤ επέβαλε ανώτατο όριο στο ποσό των ελληνικών ομολόγων που μπορούν να διατηρούν οι τράπεζες, το οποίο συνδεόταν με το ποσό των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν οι τράπεζες εκείνη τη στιγμή.
Δεδομένου ότι η χώρα είναι εκτός QΕ, το να επιτραπεί στις τράπεζες να αγοράσουν περισσότερα ελληνικά ομόλογα είναι λογικό, και αυτό συζητείται εποικοδομητικά με τους Ευρωπαίους αξιωματούχους. Μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα επεξεργάζεται ένα σχέδιο για τις τράπεζες (asset protection scheme) το οποίο θα βοηθήσει στην εκκαθάριση των ισολογισμών τους από τα “κόκκινα” δάνεια, κάτι που προτιμάται από τη λύση της “bad bank”. Όπως αποκάλυψαν οι Έλληνες αξιωματούχοι, οι σχετικές λεπτομέρειες θα δοθούν στη δημοσιότητα έως τα Χριστούγεννα. Παράλληλα επεσήμαναν ότι η προσέγγισή τους κάνοντας πολλές μικρές παρεμβάσεις, όπως η ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου, ο πτωχευτικός κώδικας, οι πωλήσεις ενεργητικού και η οικονομική ανάπτυξη, αποτελούν την απάντηση στην ανάγκη ενίσχυσης του τραπεζικού συστήματος, αντί να βασιστούν σε ένα μέτρο όπως η “bad bank”.