Δικαστήριο ΕΕ: Η άσκηση του εν λόγω εκτάκτου ενδίκου μέσου περιορίζεται μόνο σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ ή ενός εκ των πρωτοκόλλων της
Με τη δημοσιευθείσα στις 24-10-2018 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, δεν επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να επεκτείνει σε περιπτώσεις παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου του εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, μόνο σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ ή ενός εκ των πρωτοκόλλων της, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας περατωθείσας με απόφαση εθνικού δικαστηρίου που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, τέτοια περίπτωση παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης συνιστά η προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος «ne bis in idem» (δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη), όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και στο άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν (σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα).
Ιστορικό της υπόθεσης
Το 2012, η εισαγγελία του καντονίου του St. Gallen κίνησε έρευνα για φοροδιαφυγή κατά των XC, YB και ZA, για τους οποίους υπήρχαν υπόνοιες ότι, μέσω εσφαλμένων δηλώσεων προς τις ελβετικές φορολογικές αρχές, είχαν λάβει επιστροφές ΦΠΑ συνολικού ποσού 835.374,17 ελβετικών φράγκων (CHF) (περίπου 716.000 ευρώ). Η ανωτέρω εισαγγελία απηύθυνε στις αυστριακές δικαστικές αρχές αιτήσεις δικαστικής συνδρομής σε ποινική υπόθεση, προκειμένου να διεξαχθεί ακρόαση των ενδιαφερομένων από τη Staatsanwaltschaft Feldkirch (εισαγγελία του Feldkirch, Αυστρία).
Οι XC, YB και ZA άσκησαν στην Αυστρία πλείονα μέσα παροχής ένδικης προστασίας κατά της διεξαγωγής των ζητηθεισών ακροάσεων, προβάλλοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η ύπαρξη ποινικών διαδικασιών που είχαν περατωθεί στη Γερμανία και το Λιχτενστάιν το 2011 και το 2012 απέκλειε, λόγω της αρχής non bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, την κίνηση εις βάρους τους νέων ποινικών διώξεων σε σχέση με υπόνοιες για ποινικά αδικήματα που διεπράχθησαν εις βάρος των ελβετικών φορολογικών αρχών. Με διάταξη της 9ης Οκτωβρίου 2015, το Oberlandesgericht Innsbruck (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Innsbruck, Αυστρία), αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν παράβαση του άρθρου 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν.
Ενώ η εν λόγω διάταξη είχε καταστεί αμετάκλητη, οι XC, YB και ZA υπέβαλαν, βάσει του άρθρου 363a του αυστριακού κώδικα ποινικής δικονομίας, αίτηση επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου), προβάλλοντας ότι το γεγονός ότι είχαν γίνει δεκτές οι επίμαχες αιτήσεις δικαστικής συνδρομής συνιστούσε προσβολή ορισμένων δικαιωμάτων τους που δεν κατοχυρώνονται μόνο στην ΕΣΔΑ, αλλά επίσης στη Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία του, η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας είναι δυνατή μόνο σε περίπτωση προσβολής δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, η οποία διαπιστώνεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή, πριν ακόμη από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης του εν λόγω δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται τέτοια προσβολή, από το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο). Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας επιβάλλουν να διατάσσεται η επανάληψη της ποινικής διαδικασίας και σε περίπτωση προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης, έστω και αν τούτο δεν προβλέπεται ρητώς στο νομοθέτημα που διέπει το εν λόγω ένδικο μέσο.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ερωτήσει, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο, αν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να επεκτείνει στις περιπτώσεις παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως στις περιπτώσεις προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου του εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ ή ενός εκ των πρωτοκόλλων της, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας περατωθείσας με απόφαση εθνικού δικαστηρίου που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με αυτή την απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, καταρχάς, την πάγια νομολογία του κατά την οποία ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών να ορίσει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Ακόμα, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3 ΣΕΕ, οι δικονομικοί κανόνες σχετικά με μέσα παροχής ένδικης προστασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια εσωτερικής φύσεως μέσα παροχής ένδικης προστασίας (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας).
Το Δικαστήριο προσθέτει, με βάση τη νομολογία του, ότι, οι απορρέουσες από τις ανωτέρω αρχές απαιτήσεις ισχύουν τόσο για τον καθορισμό των δικαστηρίων τα οποία είναι αρμόδια να εκδικάζουν τα ένδικα βοηθήματα που στηρίζονται στο δίκαιο αυτό όσο και για τον καθορισμό των δικονομικών προϋποθέσεων ασκήσεως των εν λόγω ενδίκων βοηθημάτων. Εξάλλου, η τήρηση των εν λόγω απαιτήσεων πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη της σημασίας των οικείων κανόνων στην όλη διαδικασία, του τρόπου διεξαγωγής της και των ιδιαιτεροτήτων των κανόνων αυτών ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ερευνά εάν πληρούται εν προκειμένω η απαίτηση της ισοδυναμίας και συγκεκριμένα, αν η αίτηση επανάληψης της ποινικής διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί παρόμοια προς ένα ένδικο μέσο που αποσκοπεί στη διαφύλαξη του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως στην προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που το τελευταίο κατοχυρώνει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου, της αιτίας, καθώς και των ουσιωδών στοιχείων των ενδίκων αυτών μέσων.
Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, όπως προκύπτει από την ενώπιον του δικογραφία, το έκτακτο ένδικο μέσο που προβλέπεται στον αυστριακό κώδικα ποινικής δικονομίας δικαιολογείται από αυτή καθεαυτήν τη φύση της ΕΣΔΑ και, όπως έχει προβλεφθεί από τον Αυστριακό νομοθέτη, συνδέεται στενά σε λειτουργικό επίπεδο με τη διαδικασία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πράγματι, το ένδικο αυτό μέσο προβλέφθηκε προκειμένου να εφαρμόζονται οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η δε πρόθεση του Αυστριακού νομοθέτη ήταν να συμμορφωθεί, με τον τρόπο αυτό, με την υποχρέωση που προβλέπει το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο συμπεραίνει ακόμα ότι λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου, της αιτίας και των ουσιωδών στοιχείων της διαδικασίας του εν λόγω εκτάκτου ενδίκου μέσου του αυστριακού κώδικα ποινικής δικονομίας δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί παρόμοια με ένδικο μέσο που αποσκοπεί στην προάσπιση θεμελιώδους δικαιώματος διασφαλιζόμενου από το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως από τον Χάρτη, τούτο δε λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών σε σχέση με την ίδια τη φύση του δικαίου αυτού.
Προς τον σκοπό αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει την πάγια νομολογία του περί της υπεροχής και της αυτονομίας, και του αμέσου αποτελέσματος του δικαίου της Ένωσης, στον πυρήνα του οποίου βρίσκονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως έχουν αναγνωρισθεί με τον Χάρτη, καθώς και περί του ιδιαιτέρου δικαιοδοτικού συστήματος, το οποίο έχουν καθιερώσει οι Συνθήκες, με σκοπό τη διασφάλιση της συνοχής και της ενότητας κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως έχουν ειδικότερα αναγνωρισθεί από τον Χάρτη.
Σύμφωνα δε με το Δικαστήριο, το ως άνω συνταγματικό πλαίσιο διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να επιτύχει την αποτελεσματική προάσπιση των δικαιωμάτων που του απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης, πριν ακόμη εκδοθεί απόφαση εθνικού δικαστηρίου που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
Εξ αυτών, το Δικαστήριο καταλήγει ότι, η αρχή της ισοδυναμίας δεν επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να επεκτείνει, στις περιπτώσεις προβαλλόμενης προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως στον Χάρτη, το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου του εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ ή ενός εκ των πρωτοκόλλων της, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας περατωθείσας με απόφαση εθνικού δικαστηρίου που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
Επιπλέον, το Δικαστήριο ελέγχει εάν πληρούται η απαίτηση της αποτελεσματικότητας στην υπόθεση εν προκειμένω, και ιδίως αν το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να ζητηθεί, βάσει του αυστριακού κώδικα ποινικής δικονομίας, η επανάληψη μιας ποινικής διαδικασίας περατωθείσας με απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, λόγω της προβαλλόμενης προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος που διασφαλίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτό που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, καθιστά στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης.
Το Δικαστήριο, στηριζόμενο στη νομολογία του για τη σημασία της ισχύς του δεδικασμένου τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, διαπιστώνει ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνάγεται ότι στην αυστριακή έννομη τάξη δεν υπήρχαν μέσα παροχής ένδικης προστασίας που να διασφαλίζουν αποτελεσματικά την προάσπιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το άρθρο 50 του Χάρτη και από το άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν. Αντίθετα, κατά το Δικαστήριο, δεν αμφισβητείται ότι οι αιτούντες της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων προσβολής των αιτήσεων δικαστικής συνδρομής της εισαγγελίας του καντονίου του St. Gallen, είχαν κάθε δυνατότητα να προβάλουν παράβαση των διατάξεων αυτών και ότι τα εν λόγω δικαστήρια εξέτασαν τις αιτιάσεις αυτές. Ο δε αυστριακός κώδικας ποινικής δικονομίας παρέχει στους ενδιαφερομένους πλείστες δυνατότητες προκειμένου να προασπίσουν τα δικαιώματα που τους απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το πλαίσιο αυτό διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, χωρίς να είναι αναγκαίο να προστεθεί σε αυτό και το προβλεπόμενο στον αυστριακό κώδικα ποινικής δικονομίας έκτακτο ένδικο μέσο που καθιστά δυνατή την προσβολή εθνικών αποφάσεων που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
Ωστόσο, το γεγονός αυτό, σημειώνει το Δικαστήριο, δε σημαίνει ότι είναι δυνατόν οι ιδιώτες να στερηθούν τη δυνατότητα να ζητήσουν τη διαπίστωση της ευθύνης του Δημοσίου προκειμένου να επιτύχουν με τον τρόπο αυτό τη νομική προστασία των δικαιωμάτων τους, σε περίπτωση εκδόσεως αποφάσεως δικαιοδοτικού οργάνου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό, λόγω, ιδίως, του γεγονότος ότι η προσβολή, με μια τέτοια απόφαση, των δικαιωμάτων που αντλούνται από το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί κανονικά πλέον να αρθεί.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι δεν επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να επεκτείνει στις περιπτώσεις παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως στις περιπτώσεις προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου του εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, μόνο σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ ή ενός εκ των πρωτοκόλλων της, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας περατωθείσας με απόφαση εθνικού δικαστηρίου που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA