Τίτλοι τέλους έπεσαν σήμερα στην πολύκροτη υπόθεση της πρώην Λαϊκής Τράπεζας με την ανακοίνωση των ποινών από τον δικαστήριο για τα τέσσερα ισχυρά στελέχη της πρώην Λαϊκής Ευθύμιο Μπουλούτα, Παναγίωτη Κουννή, Νεοκλή Λυσάνδρου και Μάρκο Φόρο.
Το Κακουργιοδικείο επέβαλε χρηματική ποινή στους κατηγορούμενους μόνο στη δεύτερη κατηγορία. Συγκεκριμένα, 150 χιλιάδες ευρώ στον Ευθύμιο Μπουλούτα, 120 χιλιάδες στους άλλους τρεις.
Οι χρηματικές ποινές στους 2 κατηγορούμενους που διαμένουν στην Ελλάδα να γίνουν άμεσα καταβλητέες, ανέφερε το Κακουργιοδικείο.
Ο συνήγορος υπεράσπισης του Παναγιώτη Κουννή ζητά το ποσό του πελάτη να καταβληθεί σε έξι μηνιαίες δόσεις των 20 χιλιάδων ευρώ.
Ο πρόεδρος του Κακουργιοδικείου κατά την ανακοίνωση της απόφασης υπογράμμισε ότι η ευθύνη των τεσσάρων πηγάζει από τη θέση τους στην τράπεζα, ενώ σχετικά με τον Ευθύμιο Μπουλούτα έγινε αναφορά για το σημαίνοντα ρόλο του σε σχέση με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους.
Αναφορικά με την κατηγορία που αντιμετωπίζουν για τη διάδοση των πληροφοριών αυτή έγινε μέσω των τραπεζικών καταστάσεων η οποία όπως αναφέρθηκε, είναι ο καθρέφτης της Τράπεζας.
Σημειώθηκε ότι η αξιόποινη συμπεριφορά των τεσσάρων στελεχών διήρκησε για μερικούς μήνες ενώ ,ουδείς των κατηγορουμένων δεν αποκόμισε όφελος, παράγοντας που αποκτά σημαντική βαρύτητα, όπως ανέφερε το Κακουργιοδικείο.
Η πάροδος μεγάλου διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την ποινή διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, τόνισε το Κακουργιοδικείο.
Με πλήρη σεβασμό στο δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα ως προς τη δίωξη κάποιων σε σχέση με κάποιους άλλους, αλλά ο κατηγορούμενος Παναγίωτης Κουννής κατηγορήθηκε ενώ ο Μάρτυρας Κατηγορίας 9 που είχε την ιδία θέση δεν διώχθηκε ποινική αλλά μπήκε μάρτυρας.
Υπενθυμίζεται ότι τέσσερις κρίθηκαν ένοχοι για την υπόθεση της Λαϊκής στις 12 Οκτωβρίου και στις δυο κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Οι κατηγορίες αγφορούν χειραγώγηση της αγοράς και η δεύτερη κατηγορία αφορά ψευδή η παραπλανητικά στοιχεία και πληροφορίες.
Σύμφωνα με την ομόφωνη και πολυσέλιδη απόφαση του δικαστηρίου, «η μη συμπερίληψη της απομείωσης της υπεραξίας στις οικονομικές καταστάσεις της τράπεζας δεν ήταν κάποια απροσεξία ή σφάλμα ή καλόπιστη παράλειψη αλλά μια πλήρως συνειδητή, σκόπιμη και στοχευμένη ενέργεια ή ορθότερα παράλειψη στην οποία συμμετείχαν όλοι οι κατηγορούμενοι».