Απαλλοτρίωσαν τεμάχιο γης από το 1987 και ύστερα από 31 χρόνια ο ιδιοκτήτης του κατάφερε να ακυρώσει το διάταγμα απαλλοτρίωσης αφού, ανάμεσα σε άλλα, η Κυβέρνηση δεν προχώρησε στην κατασκευή δρόμου, όπως ήταν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης.
Το τεμάχιο που βρίσκεται στα Λατσιά, απαλλοτριώθηκε με σκοπό να κατασκευαστεί τμήμα του περιμετρικού δρόμου πρωταρχικής σημασίας που θα ενώσει τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας – Παλαιχωρίου με τον παλιό δρόμο Λευκωσίας – Λάρνακας ενώ θα συνδέσει και τους Δήμους Λακατάμειας και Λατσιών με τον Δήμο Γερίου.
Στην απόφαση του Δικαστή του Διοικητικού Δικαστηρίου Γ. Σεραφείμ αναφέρεται πως «έχει παρέλθει, μετά από 30 χρόνια, κάθε ακραίο όριο ευλόγου χρόνου για την πραγμάτωση του σκοπού της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του τεμαχίου, η πραγμάτωση του οποίου παραμένει, μέχρι και σήμερα, χρονικά ασαφής και απροσδιόριστη».
Στην απόφαση προστίθεται πως: «Η Κυβέρνηση υπείχε δέσμιας αρμοδιότητας να ικανοποιήσει το αίτημα των αιτητών και να ανακαλέσει το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη, ως άρνηση ικανοποίησης ή απόρριψης του αιτήματος των αιτητών για επιστροφή του τεμαχίου είναι παράνομη, ως εκ του προαναφερθέντος λόγου».
Ο Δικαστής σχολιάζοντας τη θέση της κυβερνητικής πλευράς, ότι το έργο δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά υλοποιείται σταδιακά, υποδεικνύει πως αποτελεί γεγονός ότι είναι άγνωστο πότε αυτό ακριβώς προβλέπεται να εκτελεσθεί δεδομένου ότι η θέση της κυβερνητικής πλευράς είναι ότι ο χρόνος υλοποίησης του έργου «θα εξαρτηθεί από τη δημοσιονομική κατάσταση της Δημοκρατίας», γεγονός που από μόνο του δεν αποτελεί σαφή και επαρκή χρονικό προσδιορισμό του χρόνου υλοποίησης. Στην απόφαση αναφέρεται επίσης πως στις 8/4/2008 το Δικαστήριο καθόρισε την καταβλητέα αποζημίωση για το τεμάχιο η οποία, ωστόσο, δεν έχει, μέχρι σήμερα καταβληθεί.
Ο ιδιοκτήτης ζήτησε στις 2/12/2011 την ανάκληση του διατάγματος απαλλοτρίωσης με το σκεπτικό ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη εφικτός εντός τριών ετών (όπως προβλέπεται). Η εν λόγω επιστολή παρέμεινε αναπάντητη.
Η κυβερνητική πλευρά υποστήριξε ενώπιον του δικαστηρίου πως τυχόν ακύρωση της απαλλοτρίωσης θα έθετε τους ιδιοκτήτες «σε μοίρα σαφώς χειρότερη από αυτή που είναι σήμερα, αφού αν τυχόν υλοποιείτο η επίδικη απαλλοτρίωση μετά από τόσες δεκαετίες που εκκρεμεί, οι αιτητές θα λάμβαναν την αποζημίωσή τους με τόκο υπερημερίας από το 1987».
Η πλευρά των ιδιοκτητών απάντησε πως το ποσόν της αποζημίωσης δεν αποτελεί συμφέρουσα προσφορά δεδομένου ότι καθορίστηκε με βάση τις τιμές του έτους 1987, οι οποίες, έκτοτε, έχουν αλλάξει άρδην και, ως εκ τούτου, το ποσό της αποζημίωσης θα είναι πολύ μεγαλύτερο, αν καθοριστεί με απαλλοτρίωση σύγχρονη και με τιμές σύγχρονες του χρόνου που ενδέχεται να εκτελεστεί το έργο, εάν ποτέ αυτό εκτελεστεί.