Σε προχωρημένο στάδιο βρίσκονται οι συζητήσεις μεταξύ κοινωνικών εταίρων, εργοδοτικών οργανώσεων και ΓΣΕΕ για τη δημιουργία ενός εθνικού πολυ-επαγγελματικού ταμείου, με στόχο την παροχή συμπληρωματικής ασφάλισης σε περίπου 2 εκατομμύρια εργαζομένους, μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Βάσει του τελευταίου σχεδίου που επεξεργάζονται οι κοινωνικοί φορείς, προκειμένου να ενταχθεί ως βασικός όρος στη νέα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η ασφάλιση στον Β΄ Πυλώνα θα είναι υποχρεωτική και συμπληρωματική των παροχών που χορηγούνται από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης (Α΄ Πυλώνας).
Θα λειτουργεί με κεφαλαιοποιητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών και η τελική παροχή θα εξαρτάται από τις αποδόσεις που θα επιτυγχάνονται. Θα χορηγείται δε, κατ’ επιλογήν του εργαζομένου, είτε εφάπαξ είτε μηνιαίως, με τη μορφή σύνταξης.
Σύμφωνα με τους κοινωνικούς εταίρους, ακόμη και με μια εισφορά της τάξης του 2% (1%+1% για κάθε μέρος) θα συγκεντρωθούν κατά τη φάση ωρίμανσης του ταμείου ιδιαίτερα σημαντικά κεφάλαια, που θα ενισχύσουν τις παραγωγικές επενδύσεις και την αναπτυξιακή δυναμική
Τα αγκάθια
Βέβαια, το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Το κεντρικό αλλά ουσιώδες εμπόδιο που δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί, είναι η χρηματοδότηση από τους εργοδότες και τους εργαζομένους. Ηδη, οι εργοδοτικοί φορείς ζητούν ρεαλιστικές ελαφρύνσεις στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών της κοινωνικής ασφάλισης, με στόχο τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Αλλά και οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, σε ποσοστά δραματικά υψηλά, αμείβονται με έως 500 ευρώ τον μήνα, υποαπασχολούνται ή και εργάζονται ως «φαντάσματα» για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, με μαύρη – ανασφάλιστη απασχόληση.
Συνεπώς, ακόμη και μια συμμετοχή της τάξης του 1% με 2% επιπλέον, για την επαγγελματική ασφάλιση, αναμένεται να αποτελέσει σημαντική επιβάρυνση. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι οι εκπρόσωποι των εργοδοτών, κατά τις συζητήσεις με τους εκπροσώπους της ΓΣΕΕ, έχουν θέσει ξεκάθαρα το πρόβλημα, επισημαίνοντας ότι απαιτείται σημαντική κυβερνητική παρέμβαση, καθόσον δεν εκτιμάται ότι υπάρχει σήμερα χώρος για πρόσθετη επιβάρυνση του μη μισθολογικού κόστους.
Παθογένειες δεκαετιών αλλά και οι κοινωνικοασφαλιστικές παρεμβάσεις των τριών μνημονίων που οδηγούν στη συρρίκνωση των συντάξεων, σε συνδυασμό με τη δραματική διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης, δημιουργούν εύλογα την ανάγκη αναζήτησης διεξόδων με αποτέλεσμα να επανέρχεται στο προσκήνιο η συζήτηση για τη λειτουργία των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) και στη χώρα μας.
Το θεσμικό πλαίσιο υπάρχει από το 2002, όμως μέσα σε 17 χρόνια υπάρχουν 18 εν λειτουργία ΤΕΑ, με συνολικά υπό διαχείριση κεφάλαια μόλις 1,4 δισ. ευρώ και 121.000 μέλη. Την ίδια στιγμή, στον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο ο αριθμός των επαγγελματικών ταμείων αγγίζει τις 155.441 και τα συνολικά υπό διαχείριση κεφάλαιά τους ξεπερνούν τα 3,8 τρισ. ευρώ, αποτελώντας το 24% του ΑΕΠ των χωρών αυτών. Σε ορισμένες χώρες μάλιστα, όπως η Ιρλανδία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ολλανδία, τα υπό διαχείριση κεφάλαια των επαγγελματικών ταμείων αντιπροσωπεύουν πολύ υψηλά ποσοστά του ΑΕΠ, που κυμαίνονται από 34%, 68% έως και 184% αντίστοιχα.
Στο τέλος του 2019
Στόχος, που μάλιστα κρίνεται εφικτός από το σύνολο των εργοδοτικών οργανώσεων και της ΓΣΕΕ, είναι το ταμείο που θα αποτελέσει αντικείμενο ειδικής Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ώστε και η διαδικασία διαπραγματεύσεων μεταξύ των εταίρων να αποκτήσει περιεχόμενο αλλά και οι συνδικαλιστικοί φορείς λόγο… ύπαρξης στο νέο μεταμνημονιακό περιβάλλον), να είναι έτοιμο στο τέλος του 2019 και να λειτουργήσει από τις αρχές του 2020.
Η ΓΣΕΕ
Αν και οι εργοδοτικοί φορείς επιμένουν πως οι τακτικές εισφορές θα πρέπει να καταβάλλονται ισόποσα από τον εργοδότη και τον εργαζόμενο (π.χ. 1% του μισθού για κάθε πλευρά), από την πλευρά της ΓΣΕΕ εκτιμάται ότι αρχικά θα μπορούσε το σχήμα να λειτουργήσει με ένα προς δύο, ήτοι για παράδειγμα με 0,5% για τους εργαζομένους και 1% για τους εργοδότες. Στο ταμείο θα λειτουργούν ατομικές μερίδες, μέσω των οποίων κάθε εργαζόμενος θα μπορεί να παρακολουθεί την πορεία του συνταξιοδοτικού του λογαριασμού. Οι τακτικές εισφορές θα υπολογίζονται ως ποσοστό επί των μεικτών τακτικών αποδοχών. Εισφορές θα καταβάλλονται και στα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και στο επίδομα αδείας, ενώ οι συντάξεις θα καταβάλλονται σε 12μηνη βάση (αν δεν επιλεγεί η λύση της εφάπαξ παροχής).
Δυνητικά, θα προβλέπονται και έκτακτες εισφορές τόσο από τους εργοδότες όσο και από τους εργαζομένους, ενώ εάν κάποια εταιρεία επιθυμεί, θα μπορεί να καταβάλλει και υψηλότερα ποσοστά ασφάλισης για τους εργαζομένους της κατά τα οριζόμενα στο καταστατικό. Η ασφάλιση θα αρχίζει από την πρώτη ημέρα έναρξης της εργασιακής σχέσης. Στην περίπτωση, δε, αποχώρησης για οποιονδήποτε λόγο από την εργασία, οι ασφαλισμένοι θα έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν προαιρετικά την ασφάλισή τους (σαν μιας μορφής αυτασφάλιση). Θα προβλέπεται εξαίρεση υπαγωγής για εργαζομένους που ήδη υπάγονται σε ένα από τα 18 εν λειτουργία επαγγελματικά ταμεία, ενώ σε ισχύ θα είναι και τα φορολογικά κίνητρα που ήδη προβλέπονται (αφορολόγητες εισφορές και παροχές).
Το δικαίωμα για λήψη παροχής θα θεμελιώνεται με ενιαίες προϋποθέσεις, που όμως δεν θα συσχετίζονται με τις προϋποθέσεις του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης του Α΄ Πυλώνα. Εδώ, οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς επισημαίνουν πως στην περίπτωση που δεν ισχύουν ασφαλιστικές προϋποθέσεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος μετατροπής του ταμείου (όπως και των άλλων ΤΕΑ) σε φορέα νομιμοποίησης της φοροδιαφυγής.
Βάσει του σχεδιασμού, ΓΣΕΕ και εργοδότες εκτιμούν ότι μεταξύ των προϋποθέσεων θα πρέπει να είναι η συμπλήρωση συγκεκριμένου ορίου ηλικίας (π.χ. το 55ο έτος) με ενημέρωση του ταμείου δύο έτη νωρίτερα. Το δικαίωμα θα κληρονομείται.