Αντισυνταγματική κρίθηκε πως ήταν η πρόνοια του νόμου, δυνάμει του οποίου το Γενικό Λογιστήριο, μετά την αφυπηρέτηση γυναίκας Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απέκοψε από το εφάπαξ που εδικαιούτο ποσό €13.404.
Η Δικαστής αφυπηρέτησε στις 14/1/2014, σε ηλικία 68 χρονών. Όταν διαπίστωσε την αποκοπή του ποσού, ζήτησε διευκρινίσεις και της λέχθηκε ότι επρόκειτο για αναδρομική εφαρμογή πρόνοιας του προϋπολογισμού του 2013, βάσει της οποίας της απεκόπη για κάθε μήνα από 1/1/13 μέχρι την αφυπηρέτηση, ποσό 1.117 ευρώ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τέρμα οι αποκοπές στις συντάξεις πρώην δημοσίων υπαλλήλων
Σύμφωνα με τη νομοθεσία που ίσχυε πριν ψηφιστεί ο επίμαχος νόμος (σ.σ. ο προϋπολογισμός του 2013) η εν λόγω Δικαστής εδικαιούτο, μετά τη συμπλήρωση του 63ου έτους της ηλικίας της και μέχρι την αφυπηρέτηση της από τη θέση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να λαμβάνει προσθετικά τόσο τον προβλεπόμενο (σε ύψος) μισθό όσο και σύνταξη των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, χωρίς οποιουσδήποτε περιορισμούς ή μειώσεις, αποκοπές ή συμψηφισμό των πιο πάνω.
Θεμέλιο για την ασκηθείσα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, η οποία εξετάστηκε από την Ολομέλεια του Σώματος, ήταν η συνταγματική πρόνοια σύμφωνα με την οποία «η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας οιουδήποτε δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν δύναται να μεταβληθούν δυσμενώς μετά τον διορισμό αυτού».
Υπενθυμίζεται ότι η εν λόγω πρόνοια του Συντάγματος έτυχε εξέτασης από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 2013, στο πλαίσιο εξέτασης αριθμού προσφυγών που ασκήθηκαν από Δικαστές των Επαρχιακών Δικαστηρίων, οι οποίοι προσέβαλαν τις αποκοπές των μισθών τους.
Επικαλούμενο την εν λόγω απόφαση το Διοικητικό Δικαστήριο σημείωσε ότι «είναι η επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη να εξαιρέσει τη Δικαστική Υπηρεσία από οποιαδήποτε μέτρα μείωσης της αντιμισθίας των Δικαστών, για ευνόητους λόγους. Η συνταγματική πρόνοια εκφράζει την απαραίτητη προϋπόθεση της ευρύτερης αρχής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, άρρηκτα συνδεδεμένης με την ύπαρξη και λειτουργία της Δικαστικής Εξουσίας σε κράτος δικαίου».
Στη βάση αυτών των δεδομένων, στην περίπτωση της αφυπηρετήσασας Δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η εφαρμογή της πρόνοιας του νόμου και κατ’ επέκταση η αποκοπή ποσού από το εφάπαξ που εδικαιούτο η Δικαστής ήταν αντισυνταγματική «καθότι συνιστά ανεπίτρεπτη δυσμενή μεταβολή της αντιμισθίας της αιτήτριας».
Υπό αυτά τα δεδομένα, η επίδικη απόφαση με την οποία αποκόπηκε ποσό της τάξης των €13.404 από το εφάπαξ που εδικαιούτο η πρώην Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώθηκε.