Από την πρόγευση στο κύριο πιάτο. Αν οι εξελίξεις των αμέσως προηγούμενων ετών, όπως η δρομολόγηση του Brexit και η ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, μας προδιέθεταν για κλυδωνισμούς στη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων που επικρατούσε τις τελευταίες δεκαετίες, το 2018 αποδείχθηκε ότι αυτό που συντελείται πραγματικά δεν είναι τίποτε λιγότερο από μιαν “αλλαγή παραδείγματος”.
Στο οικονομικό πεδίο, η επιστροφή των εμπορικών πολέμων, στο φόντο της σπασμωδικής προσπάθειας του Αμερικανού προέδρου να αναστηλώσει την εγχώρια παραγωγική βάση των ΗΠΑ και να ανακόψει την ανάδυση των Κινέζων ανταγωνιστών, αλλά και οι ολοένα και μεγαλύτερες αντιδράσεις που προκαλεί το ζήτημα της μετανάστευσης, δείχνουν ότι η τάση εξαφάνισης των συνόρων κάθε άλλο παρά αποτελεί την τελευταία λέξη της Ιστορίας. Ταυτόχρονα, η ανησυχία των αγορών, παρά τις υψηλές αποτιμήσεις, και το μήνυμα αμηχανίας που εκπέμπει η ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ υπενθυμίζουν ότι ούτε η κρίση αποτελεί παρελθόν, ενώ το φάσμα της επιβράδυνσης συναντά την εξάντληση της αποτελεσματικότητας των εργαλείων που αξιοποιήθηκαν από το 2008 και εξής.
Στο πολιτικό πεδίο, η έλλειψη ηγεσίας είναι εμφανής. Η Ουάσιγκτον μοιάζει αθεράπευτα απορροφημένη από τις διαμάχες που ακολούθησαν την ανάδειξη του Τραμπ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ατζέντα του ενοίκου του Λευκού Οίκου δεν προχωρά, διαμορφώνοντας μάλιστα δεδομένα που δύσκολα θα μπορούν στο μέλλον να αντιστραφούν. Η Ευρώπη, πάλι, που πρόβαλλε ως το αντίπαλο δέος και ως ο θεματοφύλακας της πολυμερούς διεθνούς αρχιτεκτονικής, μοιάζει εγκλωβισμένη σε πολλαπλά αδιέξοδα, όπως καταδεικνύει η χαοτική διαπραγμάτευση του Brexit, η πολιτική μιζέρια της Γερμανίας και η θεαματική “προσγείωση” του Εμανουέλ Μακρόν. Το δέλεαρ του αυταρχισμού και ενός αναζωογονημένου φοβικού συντηρητισμού δεν είναι υπόθεση μόνο της Ρωσίας του Πούτιν ή της Τουρκίας του Ερντογάν, αλλά διαπερνά και την Ε.Ε., τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ανατολικό τμήμα της, που προέκυψε από την πτώση του Τείχους.
Τέλος, στο γεωπολιτικό πεδίο, η κλιμάκωση των εξοπλισμών, η πολιτική των κυρώσεων και η αποδυνάμωση των διεθνών συμφωνιών προοιωνίζονται ένα μέλλον με πολύ περισσότερα ρίσκα και απροσχημάτιστους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων.
Brexit: Πορεία στο άγνωστο
Το 2018 ξεκίνησε ως το έτος όπου θα ολοκληρωνόταν η προετοιμασία για την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τελειώνει με την όλη διαδικασία να βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα.
Το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς αφιερώθηκε στο έργο της διαπραγμάτευσης, κατά την οποία αποδείχθηκε ότι η υπό τον Μισέλ Μπαρνιέ ευρωπαϊκή διαπραγματευτική ομάδα ήταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένη και πιο ικανή να επιβάλει τους δικούς της όρους.
Η βρετανική πλευρά ανέδειξε σε όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης την αντίφαση που διαπερνούσε εξαρχής την τακτική της. Μην έχοντας επιλέξει το “σκληρό” Brexit και προσβλέποντας στη διατήρηση μιας κάποιας ειδικής σχέσης με την Ε.Ε., όπως επιθυμούσε και το City, βρέθηκε στη θέση να κάνει μεγαλύτερες παραχωρήσεις από αυτές που μπορούσε να αποδεχθεί το τμήμα εκείνο του Συντηρητικού Κόμματος που είχε ηγηθεί της καμπάνιας του “Leave”.
Αυτό αναδείχθηκε ιδιαίτερα το καλοκαίρι, όταν το “σχέδιο Τσέκερς”, που σχηματοποιήθηκε σε ειδική συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στη θερινή πρωθυπουργική κατοικία, οδήγησε στην παραίτηση του αρμόδιου για το Brexit υπουργού, Ντέιβιντ Ντέιβις, και του υπουργού Εξωτερικών, Μπόρις Τζόνσον, που το θεώρησαν υπερβολικά συμβιβαστικό.
Το τελικό σχέδιο συμφωνίας, που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Νοέμβριο, συνάντησε και πάλι αρνητικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της Βρετανίας. Η αιχμή της αντιπαράθεσης ήταν η ιρλανδική “δικλίδα ασφαλείας” (backstop), δηλαδή η πρόβλεψη ότι, για να διατηρηθεί το ανοιχτό σύνορο ανάμεσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τη Βόρειο Ιρλανδία, βάσει της ειρηνευτικής διαδικασίας του 1998, το κοινοτικό δίκαιο και οι προβλέψεις του θα ισχύουν και μετά την αποχώρηση της Βρετανίας και μέχρι τη διαμόρφωση μιας νέας σχέσης, διαμορφώνοντας τον κίνδυνο η Θάλασσα της Ιρλανδίας να μετατραπεί σε εσωτερικό σύνορο εντός του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το αποτέλεσμα των αντιδράσεων ήταν να υπάρξει μια ευθεία αμφισβήτηση της Τερέζα Μέι από μερίδα βουλευτών. Η ίδια κέρδισε τη σχετική εσωκομματική ψηφοφορία, αλλά αναγκάστηκε να αναβάλει την ψηφοφορία στη Βουλή των Κοινοτήτων για την έγκριση της συμφωνίας, ζητώντας βελτίωση της συμφωνίας, παρά τη σαφή απροθυμία της ευρωπαϊκής πλευράς, όπως καταγράφηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 13ης Δεκεμβρίου. Καθόλου τυχαία, και τα δύο μέρη προετοιμάζονται και για το ενδεχόμενο μιας εξόδου της Βρετανίας χωρίς συμφωνία (No deal Brexit).
Μακρόν: Το τέλος του ονείρου
Όταν εξελέγη, ο Εμανουέλ Μακρόν θεωρήθηκε η μεγάλη ελπίδα να δοθεί νέα πνοή στον χώρο του Κέντρου, δεδομένης και της κρίσης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Ταυτόχρονα, με την ιδιότυπη συγκρότηση του κινήματός του, που θύμιζε περισσότερο μια διαφημιστική καμπάνια παρά έναν κλασικό κομματικό μηχανισμό, κατέδειξε, κατά πολλούς, τη δυνατότητα ενός εναλλακτικού δρόμου για τη συγκρότηση νέων κομμάτων.
Ωστόσο, δεν έλειψαν και εκείνοι που υπογράμμιζαν ότι ο τραπεζίτης που έγινε πολιτικός ήταν απλώς μια λύση “μικρότερου κακού” μπροστά στον κίνδυνο της εκλογής της Μαρίν Λεπέν στην προεδρία.
Σε πρώτη φάση, ο ένοικος των Ηλυσίων φάνηκε να κερδίζει το στοίχημα. Κατάφερε να περάσει σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μέτρων λιτότητας, οδηγώντας σε ήττα μεγάλα συνδικάτα, όπως αυτά των σιδηροδρομικών. Ταυτόχρονα, διεκδίκησε ξανά για τη Γαλλία έναν ρόλο “μεγάλης δύναμης” στη διεθνή σφαίρα, μέσα από τον πολύ προσεκτικό, πολιτικά και επικοινωνιακά, χειρισμό των συναντήσεων κορυφής που είχε με τον Ντόναλντ Τραμπ αλλά και τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ως προς την ευρωπαϊκή πολιτική του, εκπροσώπησε ένα αίτημα και όραμα μεταρρύθμισης και εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και αναστήλωσης του γαλλογερμανικού άξονα, που τα τελευταία χρόνια είχε μετατραπεί σε μια ιδιαίτερα άνιση υπέρ της Γερμανίας σχέση. Εντούτοις, ο τελικός απολογισμός υπήρξε μάλλον πενιχρός.
Παρότι οι γενικές του διακηρύξεις για την Ευρώπη και τη δημοκρατία, μια εκδοχή των οποίων ακούσαμε και την ομιλία του στην Πνύκα, προκάλεσαν τη συμπάθεια επιφανών διανοουμένων, όπως του Γιούργκεν Χάμπερμας, ελάχιστα πράγματα προωθήθηκαν ως προς τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις στην ίδια την αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όμως η μεγαλύτερη αποτυχία του Εμανουέλ Μακρόν είναι αυτή που βιώνει τις τελευταίες εβδομάδες. Τα “κίτρινα γιλέκα”, ένα κίνημα απρόβλεπτο, αυθόρμητο και χωρίς συγκροτημένη δομή, κατάφεραν να φέρουν στο προσκήνιο την εκτεταμένη και βαθιά δυσαρέσκεια ενός μεγάλου μέρους της γαλλικής κοινωνίας για τις πολιτικές της λιτότητας, του περιορισμού του κοινωνικού κράτους, της ολοένα και μεγαλύτερης εργασιακής επισφάλειας.
Απέναντι σε αυτό ο Μακρόν, που είδε τη δημοτικότητά του να καταρρέει, αποδείχθηκε αμήχανος και αδύναμος, ταλαντευόμενος ανάμεσα σε παραχωρήσεις που δεν κατάφερναν να κάμψουν τους διαδηλωτές και μια επίδειξη αστυνομικής πυγμής που μάλλον επέτεινε την πολιτική κρίση.
Η δύση της ισχυράς κυρίας της Ευρώπης
Το 2018 δεν είχε ξεκινήσει πολύ καλά για την Άνγκελα Μέρκελ. Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017 η Γερμανία είχε βρεθεί σε μια παρατεταμένη πολιτική κρίση, πρωτόγνωρη για τα γερμανικά δεδομένα.
Η αρχική προσπάθεια για μια κυβέρνηση συνασπισμού ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες, τους Φιλελεύθερους και τους Πρασίνους (συνασπισμός τύπου “Τζαμάικα”) είχε καταρρεύσει.
Μπροστά στον φόβο ότι νέες εκλογές θα σήμαιναν ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση της ακροδεξιάς “Εναλλακτικής για τη Γερμανία”, προκρίθηκε ακόμα μία κυβέρνηση “μεγάλου συνασπισμού” με τους Σοσιαλδημοκράτες, παρά τις έντονες αντιδράσεις της κομματικής βάσης των τελευταίων.
Έκτοτε η χρονιά κύλησε εν μέσω ιδιότυπης αμφισβήτησης της πολιτικής (και της κληρονομιάς) της Μέρκελ, πρώτα και κύρια στο εσωτερικό των Χριστιανοδημοκρατών, που θεωρούν ότι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της απειλής από την άνοδο της ακροδεξιάς είναι η μετατόπιση σε πιο σκληρές θέσεις για το μεταναστευτικό, έστω και εάν οι κρατιδιακές αναμετρήσεις σε Βαυαρία και Έσση κατέδειξαν την ύπαρξη και ισχυρού αντίρροπου ρεύματος, από το οποίο επωφελήθηκαν οι Πράσινοι, κατοχυρώνοντας μια κρίσιμη θέση στο πολιτικό Κέντρο.
Κατά μία παράδοξη στροφή της Ιστορίας, αυτή που κάποτε έδειχνε κυρίαρχη στο πολιτικό παιχνίδι όχι μόνο της Γερμανίας, αλλά και της Ευρώπης συνολικά και στην οποία ο Μπαράκ Ομπάμα παρέδωσε κατά την αποχαιρετιστήρια ευρωπαϊκή περιοδεία του το “δαχτυλίδι” του θεματοφύλακα της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, πλέον αντιμετωπιζόταν από το γερμανικό πολιτικό σύστημα ως βάρος και εμπόδιο στην αναγκαία προσαρμογή του σε νέα δεδομένα.
Η ίδια, πάντως, προτίμησε τη σταδιακή έξοδό της από την κεντρική πολιτική σκηνή, ανακοινώνοντας ότι δεν θα επιδιώξει την επανεκλογή της στο τέλος της θητείας της στην καγκελαρία, επιλέγοντας να κλείσει έτσι ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη γερμανική αλλά και την ευρωπαϊκή ιστορία.
Ωστόσο, φρόντισε να εξασφαλίσει τη συνέχεια της δικής της πολιτικής αντίληψης μέσα στη γερμανική Χριστιανοδημοκρατία με την εκλογή στην ηγεσία της της Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, προσφέροντας, έτσι, και στον αιώνιο εσωκομματικό της αντίπαλο, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, άλλη μία ήττα.
Ιταλία: Το πείραμα μιας κυβέρνησης λαϊκιστών
Στην Ιταλία το 2018 ήταν μια χρονιά μεγάλων αλλαγών. Οι εκλογές της 4ης Μαρτίου, στον απόηχο της απόρριψης του σχεδίου συνταγματικής αναθεώρησης του 2016, έφεραν στην πρώτη θέση των μεμονωμένων κομμάτων το Κίνημα Πέντε Αστέρων και των συνασπισμών της Κεντροδεξιάς, με κυρίαρχη δύναμη, όμως, στο εσωτερικό της την ακροδεξιά Λέγκα.
Μια μακρά περίοδος διαπραγματεύσεων κατέδειξε ότι ο μόνος εφικτός κυβερνητικός συνασπισμός ήταν αυτός ανάμεσα στο Κίνημα Πέντε Αστέρων και τη Λέγκα, διαμορφώνοντας για πρώτη φορά μια κυβέρνηση που δεν στηριζόταν στα παραδοσιακά κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα, αλλά σε δυνάμεις που είχαν διατυπώσει και ευρωσκεπτικιστικές απόψεις.
Η ίδια η διαμόρφωση της κυβέρνησης Κόντε αποδείχθηκε περιπετειώδης, εφόσον ο Ιταλός πρόεδρος, Σέρτζιο Ματαρέλα, αρνήθηκε να υπογράψει την τοποθέτηση του ευρωσκεπτικιστή Πάολο Σαβόνα στη θέση του υπουργού Οικονομικών. Η κρίση δεν επιλύθηκε παρά έπειτα από συμφωνία των δύο κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού να μετακινήσουν τον Σαβόνα στο υπουργείο Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.
Με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε ένα ιδιότυπο κυβερνητικό πείραμα, τόσο ως προς τη μορφή, εφόσον ο πρωθυπουργός Κόντε περιστοιχίζεται από τους δύο ηγέτες των Πέντε Αστέρων και της Λέγκας, που κατέχουν θέση αντιπροέδρων, όσο και σε σχέση με το κυβερνητικό πρόγραμμα.
Η νέα κυβέρνηση προσπάθησε να εφαρμόσει μια πιο αυστηρή πολιτική στα θέματα της μετανάστευσης, ιδίως από τη στιγμή που ο ηγέτης της Λέγκας, Ματέο Σαλβίνι, ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο των Εσωτερικών. Επέμεινε, όμως, και σε μια πολιτική μεγαλύτερων ελλειμμάτων, προκειμένου να υλοποιήσει δύο βασικές δεσμεύσεις του προγράμματός της, που αφορούσαν την καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και μια μερική μείωση των ορίων συνταξιοδότησης.
Ως αποτέλεσμα, το σχέδιο Προϋπολογισμού θα φέρει την ιταλική κυβέρνηση σε σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που απείλησε ότι θα ενεργοποιήσει για την Ιταλία τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος, με τις κυρώσεις που αυτή επισείει, πριν τελικά βρεθεί ένας συμβιβασμός ως προς τους στόχους του Προϋπολογισμού για το έλλειμμα (από το 2,4% στο 2,04%).