Απόφαση ΔΕΕ στην υπόθεση C‑260/17 της 25.10.2018 με άρωμα Ελλάδας…
Η αίτηση προδικαστικής παραπομπής υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ της Ανοδική Services ΕΠΕ, αφενός, και του ΓΝΑ Ο Ευαγγελισμός – Οφθαλμιατρείο Αθηνών – Πολυκλινική και του Γενικού Ογκολογικού Νοσοκομείου Κηφισιάς – (ΓΟΝΚ) «Οι Άγιοι Ανάργυροι», αφετέρου, σχετικά με αποφάσεις που έλαβαν τα διοικητικά συμβούλια των εν λόγω δημόσιων νοσοκομείων περί συνάψεως ατομικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την κάλυψη των αναγκών τους στους τομείς της εστιάσεως, της σιτίσεως και της καθαριότητας.
Με αποφάσεις που έλαβαν τον Νοέμβριο του 2016, τα διοικητικά συμβούλια του ΓΝΑ Ευαγγελισμός και του ΓΟΝΚ Άγιοι Ανάργυροι συνήψαν ορισμένο αριθμό ατομικών συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, βάσει του άρθρου 63 Ν. 4430/2016, προκειμένου να καλύψουν τις αντίστοιχες ανάγκες εστιάσεως, σιτίσεως και καθαριότητας στα νοσοκομεία τα οποία διαχειρίζονται.
Η Ανοδική Services προσέφυγε κατά των εν λόγω αποφάσεων ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η εταιρία αυτή υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αφορούν περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών που θα έπρεπε να αποτελούν το αντικείμενο διαλαμβανομένων στην οδηγία 2014/24 διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Επισημαίνει συναφώς ότι η αξία των συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο των ιδίων αυτών αποφάσεων, η οποία κυμαίνεται συγκεκριμένα μεταξύ 1894402,56 ευρώ και 2050418,16 ευρώ για 24 μήνες στην περίπτωση της αποφάσεως του ΓΝΑ Ευαγγελισμός και ανέρχεται σε ποσό 550000 ευρώ ετησίως στην περίπτωση της αποφάσεως του ΓΟΝΚ Άγιοι Ανάργυροι, υπερβαίνει τα σχετικά κατώτατα όρια εφαρμογής που καθορίζονται με το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής.
Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν συμβάσεις όπως οι διαλαμβανόμενες στις αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων του ΓΝΑ Ευαγγελισμός και του ΓΟΝΚ Άγιοι Ανάργυροι εμπίπτουν στην έννοια «συμβάσεις απασχόλησης», κατά το άρθρο 10, περίπτωση ζʹ, της οδηγίας 2014/24, με συνέπεια οι δημόσιες συμβάσεις με αντικείμενο τη σύναψή τους να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.
Συναφώς, το ΔΕΕ επάγεται στην απόφασή του τα εξής:
Αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2014/24 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναθέτουν σε τρίτους ή εν γένει σε εξωτερικούς φορείς την παροχή υπηρεσιών που επιθυμούν να παρέχουν τα ίδια ή να οργανώνουν με άλλα μέσα πλην της συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, και ότι η παροχή υπηρεσιών που βασίζεται σε νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή σε συμβάσεις απασχόλησης δεν θα πρέπει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Συνεπώς, η σύναψη συμβάσεων απασχόλησης αποτελεί για τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών μέσο ώστε να παρέχουν οι ίδιες υπηρεσίες και, ως εκ τούτου, εξαιρείται από τις υποχρεώσεις σχετικά με τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων που διαλαμβάνονται στην εν λόγω οδηγία.
Αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Ανοδική Services στις γραπτές παρατηρήσεις της, η δυνατότητα αυτή των δημοσίων αρχών να καλύπτουν οι ίδιες ορισμένες από τις ανάγκες τους διά της συνάψεως συμβάσεων απασχόλησης δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στην τελευταία περίοδο της αιτιολογικής σκέψεως 5. Συναφώς, το γεγονός ότι στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται, όσον αφορά τη δυνατότητα αυτή που θα έπρεπε να έχουν οι δημόσιες αρχές, ότι «αυτό μπορεί να συμβαίνει, επί παραδείγματι, με» τις υπηρεσίες που απαριθμούνται μετά τη φράση αυτή καταδεικνύει επαρκώς ότι η απαρίθμηση έχει ενδεικτικό χαρακτήρα.
Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σύναψη συμβάσεως απασχόλησης δημιουργεί, ως εκ της φύσεώς της, σχέση εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη. Εντός του ευρύτερου πλαισίου του δικαίου της Ένωσης, κατά πάγια νομολογία, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της σχέσεως εργασίας συνίσταται στο ότι ένα πρόσωπο παρέχει, επί ορισμένο χρονικό διάστημα, προς όφελος άλλου προσώπου και υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1986, Lawrie-Blum, 66/85, EU:C:1986:284, σκέψη 17, και της 19ης Ιουλίου 2017, Abercrombie & Fitch Italia, C‑143/16, EU:C:2017:566, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται ότι η έννοια «συμβάσεις απασχόλησης», κατά το άρθρο 10, περίπτωση ζʹ, της οδηγίας 2014/24, αφορά όλες τις συμβάσεις βάσει των οποίων δημόσια αρχή προσλαμβάνει φυσικά πρόσωπα προκειμένου να παρέχει η ίδια υπηρεσίες και οι οποίες δημιουργούν σχέση εργασίας στο πλαίσιο της οποίας τα πρόσωπα αυτά παρέχουν, επί ορισμένο χρονικό διάστημα, προς όφελος της δημοσίας αρχής και υπό τη διεύθυνσή της, υπηρεσίες έναντι αμοιβής.
Για τον ορισμό αυτό, ο τρόπος προσλήψεως των εν λόγω προσώπων στερείται σημασίας. Ειδικότερα, μολονότι, βεβαίως, μια σχέση εργασίας μπορεί να στηρίζεται, όπως επισημαίνει η Ανοδική Services στις γραπτές παρατηρήσεις της, σε σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, ουδόλως συνάγεται ότι μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται βάσει υποκειμενικών κριτηρίων ως προς τα πρόσωπα που προσλαμβάνονται, αποκλειομένων εκείνων που συνάπτονται κατόπιν επιλογής βάσει αμιγώς αντικειμενικών κριτηρίων, αποτελούν «συμβάσεις απασχόλησης», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
Επιπλέον, καθόσον, σύμφωνα με τον υπομνησθέντα στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως ορισμό της «σχέσεως εργασίας», ο εργαζόμενος παρέχει υπηρεσίες προς όφελος του εργοδότη του, υπό τη διεύθυνσή του και «επί ορισμένο χρονικό διάστημα», οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν μπορούν να εξαιρεθούν από την έννοια των «συμβάσεων απασχόλησης», κατά το άρθρο 10, περίπτωση ζʹ, της οδηγίας 2014/24, για τον λόγο ότι η διάρκεια της σχέσεως εργασίας που δημιουργούν είναι χρονικώς περιορισμένη.
Συνεπώς, το ΔΕΕ καταλήγει ότι: «Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 10, περίπτωση ζʹ, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2015/2170 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, η έννοια «συμβάσεις απασχόλησης», κατά τη διάταξη αυτή, καταλαμβάνει συμβάσεις εργασίας όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, συγκεκριμένα δε ατομικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσες με πρόσωπα τα οποία επελέγησαν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως είναι ο χρόνος ανεργίας, η προηγούμενη πείρα και ο αριθμός των συντηρούμενων από τα πρόσωπα αυτά ανηλίκων τέκνων».