Η ευρωπαϊκή χώρα με τον πιο γερασμένο πληθυσμό θα είναι η Ελλάδα έως το 2030 σύμφωνα με νέα έρευνα της εταιρείας ερευνών αγοράς Euromonitor σκαρφαλώνοντας από την τρίτη θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έρευνα, αυτή τη στιγμή οι πέντε χώρες με τον πιο γερασμένο πληθυσμό είναι κατά σειρά η Ιαπωνία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Φινλανδία και η Πορτογαλία.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις η Ελλάδα θα πάρει τη θέση της Ιταλίας και θα είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη, καθώς η μερίδα του πληθυσμού με ηλικία άνω των 65 ετών ως προς το σύνολο του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας (15-65 ετών) θα υπερβεί αυτό της Ιταλίας, ασκώντας μεγάλες πιέσεις τόσο στο συνταξιοδοτικό σύστημα και θα οδηγήσει σε συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού.
Σε ό,τι αφορά την Πορτογαλία, μπήκε πρόσφατα στη λίστα παίρνοντας τη θέση της Γερμανίας ως η πέμπτη πιο «γερασμένη χώρα» παγκοσμίως. Πρόκειται για μια χώρα που έχει χαλαρώσει τη μεταναστευτική της πολιτική σε μια προσπάθεια να προσελκύσει μετανάστες και να ανατρέψει την τάση της μείωσης του πληθυσμού, παρόλα αυτά αναμένεται να δει μεγάλη αύξηση στον πληθυσμό ηλικίας άνω των 65 ετών έως το 2030.
Η λύση της αποδοχής μεγάλου αριθμού μεταναστών στην οποία στρέφονται ορισμένες χώρες, είναι μια από τις εναλλακτικές οδούς που μπορεί να ακολουθήσει μια χώρα, η οποία όμως συναντά σε πολλές περιπτώσεις έντονες κοινωνικές αντιδράσεις.
Σε ό,τι αφορά την Ιταλία οι ηλικιωμένοι άνω των 65 εκτιμάται ότι θα φτάσουν έως το 2030 τα 16,2 εκατομμύρια. Δεδομένου του ποσοστού γονιμότητας που είναι 1,4 γέννηση ανά γυναίκα πολύ πιο κάτω από το 2,1 που απαιτείται με στόχο τη φυσική ανανέωση του πληθυσμού, η μετανάστευση αποτελεί μια μορφή ανακούφισης απέναντι στη μείωση του πληθυσμού.
Οι μετανάστες, που στην πλειοψηφία τους είναι σε ηλικία εργασίας, είναι ο μόνος παράγοντας με οφέλη σε ό,τι αφορά το δημογραφικό. Μάλιστα εκτιμάται ότι οι ξένοι πολίτες θα αποτελούν έως το 2030 το 9,9% του συνολικού πληθυσμού στην Ιταλία όταν η αναλογία ανθρώπων άνω των 65 ετών ως ποσοστό επί του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας προβλέπεται ότι θα ανέλθει το 2030 στο 44,3%.