Αντέχει η ευρωζώνη ένα τρίτο σοκ μέσα σε μία δεκαετία; Τα στοιχεία που δημοσιοποιούνται τα τελευταία 24ωρα δείχνουν ότι οι “μηχανές” της ανάπτυξης έχουν φρενάρει τόσο στον Νότο, όσο και στον Βορρά της Γηραιάς Ηπείρου.
Η ιταλική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση εδώ και έξι μήνες: συρρικνώθηκε κατά 0,1% το τρίτο τρίμηνο του 2018 και κατά 0,2% το επόμενο.
Η Γερμανία βρίσκεται σε επιβράδυνση, με τον χαμηλότερο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ εδώ και έξι χρόνια. Η νέα εκτίμηση για το 2019 διαμορφώνεται στο 1%, ποσοστό υποδιπλάσιο αυτού της προηγούμενης πρόβλεψης.
Τα εκ πρώτης όψεως θετικά στοιχεία της Γαλλίας για το 2018 συνιστούν στην πραγματικότητα αναπροσαρμογή προς τα κάτω των αρχικών προβλέψεων (από τουλάχιστον 1,8% σε 1,5%), με το φρενάρισμα να έχει ξεκινήσει πριν από την απεργία των σιδηροδρομικών και την εμφάνιση του κινήματος των “κίτρινων γιλέκων”.
Ο μεταποιητικός δείκτης PMI της Markit υποχώρησε για έκτο κατά σειρά μήνα τον Ιανουάριο στις 50,5 μονάδες (από 51,4 μονάδες τον Δεκέμβριο), ήτοι στο όριο της ύφεσης και στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2014.
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat η ευρωζώνη αναπτύχθηκε κατά μόλις 1,8% πέρσι, ήτοι με τον χαμηλότερο ρυθμό από το 2013 – με τα δύο τελευταία τρίμηνα να καταγράφουν καθήλωση στο 0,2%
Σε μεγάλο βαθμό αυτή η ετήσια επίδοση οφείλεται στα θετικά δεδομένα της Ισπανίας, όπου ακολουθήθηκε λελογισμένα επεκτατική πολιτική.
Η σύγκριση με τις ΗΠΑ, που κατέγραψαν ρυθμό ανάπτυξης περί το 3% και διατηρούν την ανεργία στο 4% (έναντι 7,9% της ευρωζώνης) είναι χαρακτηριστική.
Το ΔΝΤ προσάρμοσε τις προβλέψεις του για τη ζώνη των “19” στο 1,6%, από 1,9% στις προβλέψεις Οκτωβρίου. Ο Μάριο Ντράγκι δηλώνει ετοιμότητα ακόμη και για ενδεχόμενη επιστροφή στην “ποσοτική χαλάρωση”.
Δεν είναι δύσκολο να εντοπισθούν τα αίτια αυτής της δυσπραγίας. Η ευρωζώνη υστερεί σε επενδύσεις – και η αβεβαιότητα ως προς το Brexit και τον επαπειλούμενο σινοαμερικανικό εμπορικό πόλεμο ασφαλώς δεν ενθαρρύνει επενδυτικές κινήσεις. Το “πακέτο Γιούνκερ”, πάλι, υπήρξε απλώς ένα παιχνίδι εντυπώσεων.
Οι μερκαντιλιστικές πολιτικές δείχνουν τα όριά τους. Χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, ακόμη και η Ιταλία μπόρεσαν να υπερασπισθούν τις εξαγωγές τους: όμως η υποχώρηση της εγχώριας ζήτησης κάνει αισθητές τις επιπτώσεις της.
Νομισματικά εργαλεία δεν προσφέρονται, όταν το επιτόκιο βρίσκεται στο 0,4% και η Fed κινείται στον αστερισμό της αύξησης του κόστους δανεισμού. Υπάρχει ανάγκη για κινητοποίηση αντικυκλικών δημοσιονομικών εργαλείων, όμως οι περιοριστικές πολιτικές κατέχουν στην ευρωζώνη απαραβίαστο ιερού κανόνα.
Οι πολιτικές επιπτώσεις είναι ήδη εμφανείς. Στη Γερμανία, ο “μεγάλος συνασπισμός” αδυνατεί να πάρει πρωτοβουλίες, καθώς οι μεν Σοσιαλδημοκράτες πιέζουν για την αύξηση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή, οι δε Χριστιανοδημοκράτες για την μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Στην Ιταλία, οι τυχόν ευεργετικές για τη ζήτηση επιπτώσεις από την καθιέρωση του “εισοδήματος του πολίτη” δείχνουν να αναιρούνται από την αντιστροφή της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης. Ο ισχυρός άνδρας της κυβέρνησης και ηγέτης της Λέγκα, Ματέο Σαλβίνι αναμένει τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών για να κρίνει πότε θα απαλλαγεί από το συγκυβερνών Κίνημα Πέντε Αστέρων (κατεξοχήν θιασώτη της επεκτατικής πολιτικής) για να προκαλέσει εκλογές, όπου θα εμφανισθεί ως ηγέτης μιας επανενωμένης κεντροδεξιάς, με αιχμή τις φοροαπαλλαγές και την αντιμεταναστευτική ρητορική.
Στην Γαλλία, προσδοκούν πλέον τον θετικό αναπτυξιακό αντίκτυπο (+0,5%) των παροχών ύψους 11 δισ. ευρώ, που εξήγγειλε ο Εμανουέλ Μακρόν υπό την πίεση του κινήματος των “κίτρινων γιλέκων”.
Είναι αυτό το τοπίο στο οποίο θα ξεδιπλωθούν, με όλο και πιο δυσμενείς προοπτικές, οι ελληνικές φιλοδοξίες για “επιστροφή στην ανάπτυξη και την κανονικότητα”…