Όταν την περασμένη Δευτέρα ο Μάριο Ντράγκι δήλωσε στους ευρωβουλευτές πως “αν τα πράγματα πάνε πολύ άσχημα, μπορούμε πάντα να χρησιμοποιήσουμε κάποια από τα εργαλεία μας…” κανείς από το ακροατήριό του δεν αισθάνθηκε περισσότερο ανακουφισμένος.
Και αυτό γιατί ο κ. Ντράγκι με τον τρόπο αυτό αποδέχθηκε με έμμεσο τρόπο ότι η Ευρωζώνη βρίσκεται μπροστά στο ενδεχόμενο απειλής όχι απλά μιας οικονομικής επιβράδυνσης αλλά μιας οικονομικής κάμψης στα όρια της “ύφεσης” και μάλιστα στο τέλος του QE.
Ηδη η Ιταλία βρίσκεται και επίσημα σε ύφεση, ενώ η ατμομηχανή της Ευρωζώνης, η γερμανική οικονομία, επιβραδύνει τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της σε επιπεδα που δεν είχε σημειώσει τα τελευταία έξι χρόνια, με τους δείκτες επιχειρηματικής εμπιστοσύνης να βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας, ήτοι από τις ημέρες της κρίσης του 2008. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και άλλες ισχυρές οικονομίες, όπως αυτή της Ολλανδίας.
Όχι χωρίς λόγο, όλα τα μάτια στρέφονται προς την ΕΚΤ, καθώς πίσω από τις μέχρι την άνοιξη του 2018 αισιόδοξες προβλέψεις και προσδοκίες φαίνεται πλέον έμπρακτα ότι βρισκόταν το αποτέλεσμα των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης των 2,6 τρισ. ευρώ που διοχέτευσε στις ευρωοικονομίες και στο τραπεζικό σύστημα με το QE. H διακοπή του QE στις 31/12/2018 πολύ γρήγορα έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε ανησυχία και αβεβαιότητα τόσο στις αγορές όσο και στην οικονομία καθώς κανείς –ούτε ή ίδια η διοίκηση της ΕΚΤ– δεν γνωρίζει αν υπό τις παρούσες συνθήκες θα προχωρήσει και πότε στην αναστροφή της νομισματικής της πολιτικής με αύξηση επιτοκίων και στη συνέχεια σταδιακή απόσυρση από την επανεπένδυση των 2,6 τρισ. ευρώ σε τίτλους που στο μεταξύ θα λήγουν.
Αντέχει η οικονομία της Ευρωζώνης, που ήδη παρουσιάζει σημάδια κάμψης, να λειτουργήσει σε ενα περιβάλλον συρρίκνωσης της διαθέσιμης ρευστότητας; Αντέχουν οι τράπεζες με τα τουλάχιστον 780 δισ. ευρώ “κόκκινα” δάνεια στα χαρτοφυλάκιά τους μια τέτοια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας; Οι απαντήσεις ήδη είναι αρνητικές από την πλειονότητα των οικονομικών αναλυτών, που περιμένουν μόνο τις εκτιμήσεις του Δ.Σ. της ΕΚΤ τον Μάρτιο για να μιλήσουν με βεβαιότητα.
Το πρόβλημα όμως δεν εστιάζεται μόνο στη συρρίκνωση της ρευστότητας που έχει προέλθει από το QE. To ερώτημα επίσης για το αν η ΕΚΤ θα ανανεώσει τα δάνεια τετραετούς που είχε παράσχει με αρνητικά σε πολλές περιπτώσεις επιτόκια στις τράπεζες (T-Ltros) και τα οποία λήγουν το 2020 και 2021 με στόχο τη δανειοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ακόμα δεν έχει απαντηθεί. Αν οι τράπεζες δεν μπορούν από τώρα να υπολογίζουν στην ανανέωσή τους, τότε θα πρέπει να αρχίσουν άμεσα να “αποταμιεύουν” κεφάλαια απομειώνοντας τη ρευστότητά τους.
Οι δύο αυτοί λόγοι αρκούν για να πολλαπλασιάσουν τις πιέσεις στο τραπεζικό σύστημα και μέσω αυτού στις οικονομίες της Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων οι τρεις από τις πλέον εξωστρεφείς, η γερμανική, η ολλανδική και η ιταλική –οι δύο σε επιβράδυνση και η μία σε ύφεση– οι οποίες εξαρτώνται ολοκληρωτικά από τη “φθηνή” και “άφθονη” ρευστότητα…
Το ενδιαφέρον είναι ότι μία μερίδα αναλυτών υποστηρίζει από τώρα πως η διοίκηση της ΕΚΤ πολύ δύσκολα θα αλλάξει τη ρότα της πολιτικής που έχει χαράξει μέχρι τώρα. Και ότι κατά συνέπεια η αύξηση του κόστους του χρήματος μέσα στο 2019 θα πρέπει να θεωρείται περισσότερο πιθανή από το ενδεχόμενο να παραταθεί η χρονική περίοδος στην οποία η ΕΚΤ θα διατηρήσει το ισχύον status quo. Αυτό εν μέρει οφείλεται και στο γεγονός οτι η Bundesbank επιμένει ότι η “επιβράδυνση” της γερμανικής οικονομίας είναι προσωρινό φαινόμενο και ότι η γερμανική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται…
Με τον κ. Βάϊντμαν, πρόεδρο της Bundesbank, να είναι ενας από τους βασικούς υποψήφιους για τη θέση του κ. Ντράγκι τον Οκτώβριο, γίνεται φανερό οτι οι προβλέψεις για την πολιτική της ΕΚΤ δεν αποκλείουν την επανάλειψη κινήσεων όπως αυτής του Ζαν Κλοντ Τρισέ το 2011, ο οποίος εν μέσω κρίσης επέλεξε να προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων, πανικοβάλλοντας τις αγορές και την ευρωοικονομία πυροδοτώντας την κρίση κρατικού και τραπεζικού χρέους. Αυτή που ο Ντράγκι επιχείρησε να αντιμετωπίσει τον Ιούλιο του 2012 δηλώνοντας οτι η ΕΚΤ “θα κάνει ό,τι και αν χρειασθεί…” για να στηρίξει το ευρώ και το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Τον Οκτώβριο όμως ο κ. Ντράγκι θα αφήσει τη θέση του στον διάδοχό του. Και το μόνο που μπορεί να κάνει μέχρι τότε είναι να “παγώσει” την κατάσταση, τίποτα περισσότερο…