Νέες διατάξεις για τον “Έλληνα Ευρωπαίο Εισαγγελέα” και το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης
Την τροποποίηση του Νόμου 3251/2004 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, καθώς και την εισαγωγή νέων διατάξεων σχετικά με τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τις αρμοδιότητες του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα, τη διαδικασία και τα προσόντα επιλογής των υποψηφίων και τις αρμοδιότητες των Ευρωπαίων εντεταλμένων Εισαγγελέων, προβλέπει, μεταξύ άλλων το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που βρίσκεται στη Βουλή.
Ειδικότερα, με τις διατάξεις του Κεφαλαίου για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, εισάγονται τροποποιήσεις στον Νόμο 3251/2004, οι οποίες είναι αναγκαίες προκειµένου η Ελλάδα να συµµορφωθεί µε την απόφαση – πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συµβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 .
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, κοινός στόχος των τροποποιήσεων που εισάγονται είναι η παροχή σαφών και κοινών βάσεων που θα επιτρέπουν την άρνηση αναγνώρισης αποφάσεων, οι οποίες έχουν εκδοθεί σε δίκες κατά τις οποίες ο εκζητούµενος δεν εµφανίστηκε αυτοπροσώπως.
Ειδικότερα, με τη νέα διάταξη του άρθρου 11 καθιερώνεται υποχρέωση του Εισαγγελέα που εκδίδει το ΕΕΣ να διαβιβάζει στην αρµόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης αντίγραφο της απόφασης που επιβάλλει ποινή ή µέτρο ασφαλείας που στερούν την ελευθερία, εφόσον αυτή δεν έχει επιδοθεί στον εκζητούµενο. Η διαβίβαση αυτή διασφαλίζει στην αρχή εκτέλεσης την ικανοποίηση του δικαιώµατος του εκζητουµένου να λάβει αντίγραφο της ως άνω απόφασης. Το δικαίωµα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 4α παράγραφος 2 της Απόφασης – Πλαίσιο.
Προβλέπεται, παράλληλα, ότι για τη διαβίβαση ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης συµπληρώνεται στο εξής το νέο υπόδειγµα που προσαρτάται ως Παράρτηµα του νοµοσχεδίου, το οποίο αντικαθιστά το προγενέστερο υπόδειγµα.
Με το άρθρο 12 εισάγεται νέος δυνητικός λόγος άρνησης εκτέλεσης του ΕΕΣ. Η Ελλάδα θα έχει δυνατότητα (όχι υποχρέωση) να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ που της διαβιβάζεται από άλλο κράτος – µέλος της ΕΕ, αν ο εκζητούµενος µε σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή µέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας δεν εµφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης. Αυτός ο λόγος άρνησης διασφαλίζει ότι η Ελλάδα δεν θα συµπράττει στην εκτέλεση αποφάσεων που ενδεχοµένως έχουν εκδοθεί κατά παραβίαση του δικαιώµατος του κατηγορουµένου να εµφανίζεται αυτοπροσώπως στη δίκη. Το δικαίωµα αυτό αποτελεί µέρος του δικαιώµατος σε δίκαιη δίκη που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Ωστόσο η δυνατότητα αυτή δεν θα υπάρχει στην περίπτωση που συντρέχει µια από τις τέσσερις υποπεριπτώσεις (i έως iv) της περίπτωσης στ΄ που αναφέρονται στην προτεινόµενη διάταξη. Επί συνδροµής µιας από τις περιπτώσεις αυτές, κρίνεται ότι δεν συντρέχει προσβολή του ως άνω δικαιώµατος αυτοπρόσωπης εµφάνισης σε δίκη.
Με το άρθρο 13 καταργείται η πρώτη παράγραφος του άρθρου 13 του ν. 3251/2004. Η παράγραφος αυτή, που ρύθµιζε την εκτέλεση από την Ελλάδα ΕΕΣ που αφορούσαν ερήµην αποφάσεις, στερείται πεδίου εφαρµογής µετά την αναλυτική ρύθµιση του ζητήµατος µε το άρθρο 11 του νοµοσχεδίου.
Το άρθρο 14 διασφαλίζει την ικανοποίηση του δικαιώµατος του εκζητουµένου να λάβει αντίγραφο της απόφασης που επιβάλλει ποινή ή µέτρο ασφαλείας που στερούν την ελευθερία, εφόσον αυτή δεν του έχει επιδοθεί.
Το δικαίωµα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 4α παράγραφος 2 της απόφασης – πλαίσιο. Ενώ µε τη ρύθµιση του άρθρου 10 του νοµοσχεδίου διευκολύνεται η ικανοποίηση του δικαιώµατος στις περιπτώσεις που η Ελλάδα εκδίδει το ΕΕΣ, µε την παρούσα διάταξη εξασφαλίζεται η ικανοποίηση αυτού στις περιπτώσεις που η Ελλάδα εκτελεί το ΕΕΣ.
Με το άρθρο 15 διασφαλίζεται η δυνατότητα του εκζητουµένου, που παραδίδεται στις ελληνικές αρχές, να ζητήσει την αναστολή ή τη διακοπή εκτέλεσης της εις βάρος του απόφασης που έχει εκδοθεί ερήµην του και δεν του έχει επιδοθεί. Η υποβολή τέτοιας αίτησης προϋποθέτει την άσκηση ενδίκου µέσου, που παρέχεται από το ελληνικό δίκαιο και διέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας ή τις τυχόν ειδικές ρυθµίσεις που αφορούν την αναστολή εκτέλεσης ή τη διακοπή της ποινής.
Εφαρμογή Διατάξεων του Κανονισμού 2017/1939 σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας
Στο Κεφάλαιο Δ του σχεδίου Νόμου προβλέπεται η εφαρμογή διατάξεων του Κανονισμού 2017/1939 σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Με το άρθρο 3 του Κανονισµού συστήνεται η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ως όργανο της Ένωσης, ενώ στο άρθρο 4 ορίζεται ότι «η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρµόδια για την έρευνα, τη δίωξη και την παραποµπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιοποίνων πράξεων, καθώς και των συνεργών σε αξιόποινες πράξεις, οι οποίες θίγουν τα οικονοµικά συµφέροντα της Ένωσης, που προβλέπονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 και καθορίζονται από τον Κανονισµό.
Για τον σκοπό αυτόν, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διενεργεί έρευνες, εκτελεί πράξεις δίωξης και ασκεί εισαγγελικά καθήκοντα στα αρµόδια δικαστήρια των κρατών-µελών έως την οριστική περάτωση της υπόθεσης».
Στις διατάξεις των άρθρων 14, 16 και 17 του Κανονισµού, καθορίζονται τα τυπικά προσόντα των µελών της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τα οποία πρέπει να είναι «ενεργά µέλη της εισαγγελικής αρχής ή του δικαστικού σώµατος των κρατών-µελών».
Η διάκριση ανάµεσα σε µέλη της εισαγγελικής αρχής και του δικαστικού σώµατος γίνεται προκειµένου να διευκολυνθούν εκείνα τα κράτη-µέλη, που στο εθνικό τους σύστηµα προβλέπουν τη δυνατότητα εναλλαγής µεταξύ των ρόλων εισαγγελέα και δικαστή, ενόψει του ότι οι δικαστικοί λειτουργοί (δικαστές και εισαγγελείς) έχουν αυτή τη θεσµική δυνατότητα, περιοδικά, κατόπιν επιλογής τους ή για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών του δικαστικού συστήµατος (π.χ. Ιταλία, Γαλλία, Γερµανία).
Εποµένως, οι προαναφερόµενες διατάξεις του Κανονισµού σχετίζονται και αφορούν αποκλειστικά τους εισαγγελικούς λειτουργούς για όσα κράτη-µέλη, όπως στην Ελλάδα, δεν υφίσταται η θεσµική δυνατότητα εναλλαγής του ρόλου δικαστή και εισαγγελέα.
Κατά το στάδιο της νοµοπαρασκευαστικής επεξεργασίας του Κανονισµού και προς επίρρωση της άποψης αυτής είχε αναφερθεί, ότι αυτά τα κράτη-µέλη, όπως η Ελλάδα, δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του Κανονισµού, αφού το κεντρικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (συλλογικό όργανο) αποτελείται από δικαστές και το αποκεντρωµένο, σε εθνικό επίπεδο από εισαγγελείς, εφόσον στο εθνικό δικονοµικό δίκαιο η άσκηση της ποινικής δίωξης ανατίθεται σε εισαγγελείς.
Με το άρθρο 16 του νόµου προσαρµόζονται στην εγχώρια έννοµη τάξη οι διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του Κανονισµού, οι οποίες αφορούν τον διορισµό και στην παύση των Ευρωπαίων Γενικών Εισαγγελέων, καθώς και των αναπληρωτών τους. Συγκεκριµένα, στην παράγραφο 4 του άρθρου 16, προβλέπεται η χορήγηση ειδικής κανονικής άδειας χωρίς αποδοχές, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 6 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισµού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α΄ 35), προκειµένου ο Ευρωπαίος Γενικός Εισαγγελέας να προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 96 παράγραφος 1 εδάφιο β του Κανονισµού.
Με τα άρθρα 17 και 18 προσαρµόζεται στην εγχώρια έννοµη τάξη η διάταξη του άρθρου 16 του Κανονισµού για τον διορισµό και την παύση των Ευρωπαίων Εισαγγελέων.
Ενόψει του ότι ο υποψήφιος πρέπει να διαθέτει τα προσόντα, που απαιτούνται για το διορισµό σε ένα τόσο υψηλό εισαγγελικό ή δικαστικό αξίωµα, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 18 του παρόντος νόµου, αποτυπώνονται ρητά τα προσόντα που πρέπει να κατέχει και τα κριτήρια που πρέπει να πληροί ο υποψήφιος κατά τον χρόνο υποβολής αίτησης.
Προκειµένου να υλοποιηθεί η υπόδειξη τριών υποψηφίων για τη θέση του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα, προτείνεται η έναρξη της διαδικασίας για την υποβολή αιτήσεων των ενδιαφεροµένων να γίνεται µε πρωτοβουλία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ως προς την τήρηση τόσο της προθεσµίας υποβολής των αιτήσεων όσο και του περιεχοµένου του σχετικού φακέλου των υποψηφίων, όπως αυτά αποτυπώνονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 18.
Σύµφωνα µε την παράγραφο 5 του άρθρου 18, η συντέλεση της διαδικασίας µε την πρόταση του Ανωτάτου Δικαστικού Συµβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης σχετικά µε τους τρεις (3) υποψηφίους γίνεται, όταν διαβιβαστούν οι αιτήσεις και οι φάκελοι των υποψηφίων, δια του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωµάτων στην αρµόδια ευρωπαϊκή υπηρεσία για να ακολουθήσει η κατά το άρθρο 16 του Κανονισµού επιλογή και διορισµός του Έλληνα Ευρωπαίου Εισαγγελέα.
Στο άρθρο 19 του νόµου, καθορίζονται οι αρµοδιότητες και τα καθήκοντα των Ευρωπαίων εντεταλµένων εισαγγελέων.
Στο άρθρο 20 του νόµου, προσδιορίζεται η εθνική αρχή που αποφασίζει ως προς την ανάθεση της αρµοδιότητας σε περίπτωση διαφωνίας µεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των εθνικών Εισαγγελικών Αρχών, σχετικά µε το αν η αξιόποινη συµπεριφορά εµπίπτει στο πεδίο εφαρµογής του άρθρου 22 παράγραφος 2 ή 3 του Κανονισµού ή του άρθρου 25 παράγραφος 2 ή 3, οι εθνικές αρχές, που είναι αρµόδιες να αποφασίσουν σχετικά µε την ανάθεση αρµοδιοτήτων για τη δίωξη σε εθνικό επίπεδο, αποφασίζουν ποιος πρέπει να είναι αρµόδιος για τη διερεύνηση της υπόθεσης.
Ενόψει της σκέψης 62 του προοιµίου του Κανονισµού, σύµφωνα µε την οποία: «σε περίπτωση διαφωνίας επί ζητηµάτων που αφορούν την άσκηση αρµοδιότητας, οι αρµόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να αποφασίζουν σχετικά µε την ανάθεση αρµοδιότητας» και «ως αρµόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να νοούνται οποιεσδήποτε δικαστικές αρχές έχουν αρµοδιότητα να αποφασίσουν σχετικά µε την ανάθεση αρµοδιότητας σύµφωνα µε το εθνικό δίκαιο», προτείνεται η σχετική αρµοδιότητα για την επίλυση της διαφωνίας µεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και των εθνικών εισαγγελικών αρχών να χορηγηθεί στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, το οποίο συνεδριάζοντας σε Συµβούλιο, κατόπιν πρότασης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αποφασίζει σχετικά.
Στο άρθρο 21 του νόµου, προβλέπεται η ακώλυτη παροχή συνδροµής στον Έλληνα Ευρωπαίο Εντεταλµένο Εισαγγελέα από τους Εισαγγελείς Οικονοµικού Εγκλήµατος και Εγκληµάτων Διαφθοράς, την Αρχή Καταπολέµησης της Νοµιµοποίησης Εσόδων από Εγκληµατικές Δραστηριότητες, την αρµόδια αρχή για τον συντονισµό της καταπολέµησης της απάτης (AFCOS), σύµφωνα µε την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του Κανονισµού (EE, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθµ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 11ης Σεπτεµβρίου 2013, σχετικά µε τις έρευνες που πραγµατοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέµησης της Απάτης (OLAF), τους δηµόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους και όλους τους δηµόσιους οργανισµούς και αρχές συµπεριλαµβανοµένων και των ανεξάρτητων αρχών.
Ύστερα από δεσµευτική παραγγελία του Έλληνα Ευρωπαίου Εντεταλµένου Εισαγγελέα, ο Γενικός Επιθεωρητής Δηµόσιας Διοίκησης και πρόεδρος του Συντονιστικού Οργάνου Επιθεώρησης και Ελέγχου (Σ.Ο.Ε.Ε) ορίζει επιθεωρητές που υπηρετούν στον ίδιο ή επιθεωρητές ή ελεγκτές υπαλλήλους που υπηρετούν στα σώµατα ελέγχου ή στις υπηρεσίες που συµµετέχουν στο Σ.Ο.Ε.Ε., οι οποίοι όµως διαθέτουν τα ειδικά οριζόµενα στην διάταξη προσόντα, για να τον βοηθήσουν στα πλαίσια των ερευνών που αρµοδίως διενεργεί, είτε ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι κατά την διεξαγωγή –πάντοτε υπό την εποπτεία του– προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή συγκεκριµένων ανακριτικών πράξεων, είτε ως εµπειρογνώµονες για την ενέργεια ελέγχων (φορολογικών, τραπεζικών κ.λ.π.), για την σύνταξη πραγµατογνωµοσύνης ή έκθεσης – πορίσµατος επί ειδικών ζητηµάτων ή ακόµη για την παροχή µαρτυρικής κατάθεσης σύµφωνα µε το άρθρο 205 Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας.
Δείτε αναλυτικά το σχέδιο νόμου και την αιτιολογική του έκθεση.