Ο χρόνος ήδη κυλάει “ανάποδα”, όπως υποστηρίζεται από Έλληνες τραπεζίτες, για τις κρίσιμες αποφάσεις του ΔΣ της ΕΚΤ που αφορούν στην εξαιρετικά ευνοϊκή χρηματοδότηση των τραπεζών με το πακέτο των T-Ltros που αρχίζουν να λήγουν τον επόμενο χρόνο.
Οι ελληνικές τράπεζες, στο πολύ δύσκολο χρηματοδοτικά περιβάλλον των τελευταίων ετών είχαν ενταχθεί στο πρόγραμμα της ΕΚΤ απορροφώντας περί τα 8 δισ. ευρώ, όπως προκύπτει από τους ισολογισμούς της ΤτΕ, από τα μηδενικού κόστους δάνεια στο πλαίσιο του προγράμματος των T-Ltros.
Το πρόγραμμα αυτό αφορά σε δάνεια τετραετούς διάρκειας που άρχισε να δίνει η ΕΚΤ το 2016 (εις αντικατάσταση των Ltros) στο πλαίσιο της χαλάρωσης της νομισματικής της πολιτικής, παράλληλα και σε συνδυασμό με το QE.
Τα δάνεια αυτά με μηδενικό ή και με αρνητικό επιτόκιο δόθηκαν με την προϋπόθεση ότι το μεγαλύτερο μέρος τους θα κατευθυνθεί σε δανεισμό επιχειρήσεων και νοικοκυριών προκειμένου να στηριχθεί η επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας.
Μαζί με το QE αποτέλεσαν τον ισχυρό βραχίωνα στήριξης των οικονομιών της Ευρωζώνης τα τελευταία χρόνια.
Για την Ελλάδα μάλιστα που βρισκόταν εκτός των “παροχών” του QE το σκέλος αυτό είχε αποτελέσει τον φθηνότερο δανεισμό “ever”!
Βέβαια η εξασφάλισή του – επειδή τα κρατικά ομόλογα ήταν και παραμένουν non investment grade – έγινε με εγγυήσεις covered bonds και άλλα assets που οι ελληνικές συστημικές τράπεζες είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους.
Από το 2020 τα δάνεια αυτά αρχίζουν να λήγουν με αποτέλεσμα να έχει πάρει “φωτιά” σε ολόκληρη την Ευρωζώνη το θέμα της αναχρηματοδότησής τους ή τέλος πάντων της συνέχειας που θα δώσει στην “παροχή” αυτή η ΕΚΤ.
Διαφορετικά και για όσο καθυστερεί το ΔΣ της ΕΚΤ να διευκρινίζει τις προθέσεις του, οι ευρωτράπεζες μαζί και οι ελληνικές θα πρέπει να συγκεντρώνουν κεφάλαια που θα καλύψουν τις λήξεις των δανείων αυτών. Και επειδή οι όροι παροχής αυτών των δανείων είναι σχεδόν αρνητικοί όσον αφορά το κόστος τους, κάθε μορφή υποκατάστασής τους θα αποτελεί μια πρόσθετη κεφαλαιακή εκροή για τις τράπεζες. Και αυτό βέβαια δεν είναι “καλά νέα” για το ευρωσύστημα.
Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής “ιδέες” που έχουν διαρρεύσει στο ευρύτερο περιβάλλον της Φρανκφούρτης, οι σκέψεις που υπάρχουν στο ΔΣ της ΕΚΤ κινούνται σε δύο εναλλακτικές κατευθύνσεις, είτε την αναχρηματοδότηση των δανείων αυτών αλλά σε μικρότερες διάρκειες (τριετία ή διετία) με τους ίδιους όρους, είτε με την αντικατάσταση του προγράμματος των T-Ltros με άλλα δάνεια των οποίων τα χαρακτηριστικά θα είναι περισσότερο “δεμένα” με την επενδυτική τους στόχευση, αλλά θα παραμένουν μηδενικού ή σχεδόν μηδενικού κόστους.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με συζητήσεις που έχουν γίνει στο περιβάλλον του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, η κατάργηση του QE προς το παρόν τουλάχιστον δεν πρέπει να οδηγήσει σε συρρίκνωση της ρευστότητας στο ευρω-σύστημα, σε ένα οικονομικό περιβάλλον που οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης έχουν αρχίσει να συναντούν προβλήματα με τον στόχο της διατήρησης των αναπτυξιακών ρυθμών των προηγούμενων ετών.
Για τον λόγο αυτό θεωρείται περισσότερο από βέβαιο ότι το πρώτο ΔΣ του Μαρτίου θα δείξει, είτε έμμεσα, είτε άμεσα, ότι η αλλαγή γραμμής όσον αφορά την νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν θα θέσει σε κίνδυνο την επάρκεια ρευστότητας στο τραπεζικό ευρωσύστημα.
Tα T-Ltros άλλωστε αποτελούν κεντρικό βραχίωνα αυτής της στήριξης παράλληλα και σε συνδυασμό με την επανεπένδυση των κεφαλαίων που θα προκύπτουν από τις λήξεις των τίτλων του χαρτοφυλακίου της ΕΚΤ από το QE.