Οταν έχουμε να κάνουμε με την κρίση, δεν θα διστάσουμε να εφαρμόσουμε αντισυμβατικά μέτρα, όπως οι καθαρές αγορές δημόσιου και ιδιωτικού χρέους (σ.σ. QE). Στο φως της ανάκαμψης (της οικονομίας) σταματήσαμε το QE. Αλλά τα επιτόκια εξακολουθούν να είναι χαμηλά και η νομισματική μας πολιτική θα παραμένει “χαλαρή” για αρκετό καιρό, καθώς περνάμε μια περίοδο αβεβαιότητας…”. Με τη δήλωσή του αυτή ο αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Λουίς Ντε Γκουίντος, πριν από λίγες ημέρες στο πλαίσιο μιας συνέντευξης, επιχείρησε να καθησυχάσει τις αγορές χρέους αλλά κυρίως συναλλάγματος για τις προθέσεις της ΕΚΤ μπροστά στη βέβαιη πλέον επιβράδυνση της ευρω-οικονομίας.
Στο πλαίσιο της δήλωσής του όμως ο Ισπανός αντιπρόεδρος της ΕΚΤ παραδέχθηκε ότι η ΕΚΤ έχει ήδη χάσει το ισχυρότερο εκ των “εργαλείων” της νομισματικής πολιτικής, τη δυνατότητα μείωσης των επιτοκίων.
Αντίθετα η Fed, η αμερικάνικη ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα, έχει μέσα στα τελευταία τρία χρόνια αυξήσει σταδιακά τα επιτόκιά της, αγγίζοντας πλέον το 2,5%.
Η διαφορά μεταξύ της Fed και της ΕΚΤ είναι ότι ενώ και οι δύο μπορούν ανά πάσα στιγμή να αγοράσουν ιδιωτικό και δημόσιο χρέος ενισχύοντας τις οικονομίες τους εν τούτοις μόνο η Fed μπορεί να κάνει τη διαφορά “μειώνοντας” το κόστος χρήματος, καθώς στην Ευρωζώνη “τα επιτόκια εξακολουθούν να είναι χαμηλά…” όπως παραδέχθηκε ο κ. ντε Γκουίντος. Ήδη η αμερικάνικη οικονομία τα τελευταία 2 χρόνια λειτουργεί με χαμηλά μεν αλλά θετικά επιτόκια, ενώ η ευρωπαϊκή οικονομία ήταν και παραμένει συνδεδεμένη με τον “ορό” των μηδενικών ή ακόμα και αρνητικών επιτοκίων…
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ΕΚΤ είναι χωρίς εργαλεία για να αντιμετωπίσει μία κρίση χρέους και ρευστότητας στην Ευρωζώνη.
Τα “εργαλεία” που διαθέτει είναι αρκετά, αλλά πολλά εξ αυτών “σκοντάφτουν” στις εσωτερικές πολιτικές αντιφάσεις της Ευρωζώνης αλλά και τις μεγάλες ανισομέρειες.
Το “εργαλείο” που ο ίδιος ο Ντράγκι χρησιμοποίησε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο είναι “λεκτικό” αλλά πολύ εύστοχο.
Το 2012 με μία πρωτοφανούς διάστασης δήλωσης “Forward Guidance” βεβαίωσε τις αγορές ότι η ΕΚΤ θα κάνει “whatever it takes” για να στηρίξει το χρέος σε ευρώ. Και το έκανε με μια μικρή καθυστέρηση ενός – δύο ετών στη συνέχεια, με την δραματική μείωση των επιτοκίων και τις πράξεις παροχής ρευστότητας.
Το δεύτερο ισχυρό εργαλείο του ήταν τα δάνεια χαμηλού ή και αρνητικού κόστους στο τραπεζικό σύστημα, τα περιβόητα LTRO’s στην αρχή και τα TLTRO’s στη συνέχεια. Μόνο οι ιταλικές και ισπανικές τράπεζες έχουν απορροφήσει μερικές εκατοντάδες δισ. ευρώ σε τέτοια δάνεια, ενώ οι ελληνικές τράπεζες έχουν ελάχιστα ποσά, περί τα 6 δισ. ευρώ. Το πρόβλημα είναι ότι τα δάνεια αυτά λήγουν το 2020 – 22 και η ΕΚΤ θα πρέπει να ανακοινώσει το αργότερο μέχρι τον Μάιο τις προθέσεις ανανέωσής τους όπως επίσης και των όρων που θα γίνει αυτό.
Σε κάθε περίπτωση Ιταλία – Ισπανία αλλά και πολλές γερμανικές κατά δεύτερο λόγο τράπεζες “κρέμονται” κυριολεκτικά από τις αποφάσεις της ΕΚΤ όσον αφορά τη χρήση του εργαλείου αυτού, γιατί διαφορετικά θα πρέπει να δεσμεύσουν τα κεφάλαιά τους στην αποπληρωμή των δανείων αυτών, προκαλώντας ασφυξία στις οικονομίες τους…
Ένα ακραίο και ενδεικτικό της σοβαρότητας της επερχόμενης κρίσης θα είναι το αν η ΕΚΤ αποφασίσει να επαναφέρει το QE, ή να αλλάξει προς το χαλαρότερο τους όρους επανεπένδυσης των assets που λήγουν και θα μπορεί να επανεπενδύσει τα κεφάλαιά τους.
Ακραία επίσης θα ήταν η επαναφορά του προγράμματος στοχευμένης αγοράς κρατικού χρέους, το περιβόητο OMT, που τόσες αντιδράσεις είχε ξεσηκώσει στις αρχές της κρίσης. Η δυνατότητα αγοράς χρέους μιας χώρας εφόσον η ίδια το ζητήσει θα μπορεί να γίνει από την ΕΚΤ με την προϋπόθεση ότι η χώρα αυτή θα δεχθεί να εφαρμόσει σε συνεργασία με τον ESM, ένα πρόγραμμα (μνημόνιο) δημοσιονομικής εξυγίανσης…
Βέβαια η ΕΚΤ έχει και άλλο ένα “εργαλείο” στη διάθεσή της, την αγορά μετοχών με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ένα τέτοιο μέτρο όμως αν εφαρμοσθεί σε μία οικονομική περιοχή στην οποία τα εθνικά σύνορα παραμένουν βασικό στοιχείο της οικονομικής και πολιτικής της πραγματικότητας έχει τόσες δυσκολίες πολιτικές και οικονομικές που θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοσθεί χωρίς όρους που θα το έκαναν πολύ “αποκρουστικό”…
Μία κίνηση που επίσης θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα περισσότερο χαλαρό πλαίσιο νομισματικής πολιτικής ώστε να διευκολύνει τη χρήση των επιμέρους εργαλείων, θα ήταν να αλλάξει η ΕΚΤ το όριο/στόχο του πληθωρισμού, επεκτείνοντάς το από το ισχύον “2% και έως ελαφρά χαμηλότερο του 2%” σε ένα σταθερό 2%. Αλλά μια τέτοια αλλαγή θα μπορούσε να προκαλέσει ισχυρούς τριγμούς στην ευρωζώνη και κατά πως φαίνεται είναι μάλλον αδόκιμο να περιμένει κανείς μια τέτοια συζήτηση πριν από την αντικατάσταση του Μάριο Ντράγκι στην ηγεσία της ΕΚΤ τον ερχόμενο Οκτώβριο.