Μπορεί τα μνημονιακά προγράμματα να έχουν τελειώσει, αλλά οι συνέπειές τους, αναφορικά με την ιδιοκτησία των στοιχείων ενεργητικού της ελληνικής οικονομίας, αποκαλύφθηκαν με τον πλέον καθαρό τρόπο κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, βεβαίως, οι ανακόλουθες, αποσπασματικές, ασαφείς και πλήρεις ιδεολογισμών πρακτικές των ελληνικών κυβερνήσεων, οι οποίες οδηγούν τις ελληνικές επιχειρήσεις να περάσουν σε άλλα χέρια.
Ειρήσθω εν παρόδω όλα τα παραπάνω δρουν απολύτως σωρευτικά. Σιγά αλλά σταθερά, λοιπόν, μέσω των μηχανισμών που έχουν διαμορφωθεί με αποφάσεις των δανειστών, γινόμαστε μάρτυρες της μεταφοράς των στοιχείων ενεργητικού της ελληνικής οικονομίας σε ξένους. Έχει προηγηθεί η δραστική μείωση της αξίας τους με ευθύνη του επιβληθέντος προγράμματος.
Είναι γνωστοί οι οργανισμοί-μηχανισμοί που έχουν αναλάβει αυτή τη διαδικασία: το Υπερταμείο Διαχείρισης της Δημόσιας Περιουσίας, που έχει υπό την εποπτεία του το ΤΧΣ (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας), το ΤΑΙΠΕΔ και τον οργανισμό που έχει υπό την ιδιοκτησία του όλες τις συμμετοχές του Δημοσίου στις άλλοτε ΔΕΚΟ. Επί της ουσίας, οι δανειστές ελέγχουν και κατευθύνουν, σε μεγάλο βαθμό, τις μελλοντικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία. Παρά τις όποιες ενστάσεις ακούγονται από την παρούσα κυβέρνηση Τσίπρα, σε μια προσπάθεια να προστατευτούν οι ιδεολογικές αναφορές της στην Αριστερά, η αδήριτη πραγματικότητα περί άλλων τυρβάζει.
Ο πλήρης έλεγχος του ΤΧΣ φανερώνει ακριβώς την απώλεια ελέγχου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Η πλήρης απώλεια του ελέγχου του ΤΧΣ είναι το αποτέλεσμα της ανακεφαλαιοποίησης που απαιτήθηκε στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έπειτα από την πρώτη περίοδο διαχείρισης της οικονομίας από την κυβέρνηση Τσίπρα. Χωρίς αμφιβολία, οι ελληνικές τράπεζες ανήκουν πλέον στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στους ξένους μετόχους.
Η ελληνική κυριαρχία επί των τραπεζών μας έχει χαθεί. Και μαζί της χάνεται και η κυριαρχία συνολικά επί της ελληνικής οικονομίας. Μέσω της διαχείρισης των κόκκινων δανείων, αλλά και των νέων αρχών που θα επικρατήσουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μέσω του Υπερταμείου, η ελληνική οικονομία αλλάζει χέρια. Η επόμενη περίοδος θα χαρακτηριστεί από ένα κύμα εξαγορών, συγχωνεύσεων και αναδιαρθρώσεων, στις οποίες κυρίαρχο ρόλο θα έχουν οι ελεγχόμενες από τους ξένους διοικήσεις των τραπεζών και των κρατικών επιχειρήσεων.
Ο λύκος και τα πρόβατα
Μετά από τα χρόνια εφαρμογής Μνημονίων, υπό το βάρος των επισφαλών δανείων των επιχειρήσεων και των κινδύνων που προκύπτουν για το τραπεζικό σύστημα, η κυβέρνηση εξαναγκάζεται να προχωρήσει στην εφαρμογή όσων έχει υπογράψει και να ασχοληθεί με την «αναδιάρθρωση» του επιχειρηματικού ιστού της χώρας. Αναθέτει, μάλιστα, την επίλυση του τεράστιου αυτού προβλήματος στις τράπεζες! Ως εμπλεκόμενες, όμως, οι τράπεζες έχουν συμφέρον να προχωρήσουν σε λύσεις, οι οποίες συνάδουν με τη μεγαλύτερη δυνατή εξασφάλιση των συμφερόντων τους. Αυτό θα έπραττε, άλλωστε, ο καθένας που θα βρισκόταν σε παρόμοια θέση.
Στην παρούσα φάση, η αναμενόμενη «αναδιάρθρωση» ουσιαστικά σημαίνει ένα μεγάλο downsizing της υπάρχουσας παραγωγικής βάσης μέσω εξαγορών, συγχωνεύσεων και κλεισίματος επιχειρήσεων, ώστε η εκκαθάριση των αγορών να συμβεί στο κατώτατο σημείο. Οι συνέπειες τόσο στην αξία φυσικού κεφαλαίου όσο και στην αγορά εργασίας θα είναι περαιτέρω αρνητικές. Δυστυχώς, η επικρατούσα λογική της γραμμικής και σταδιακής αντιμετώπισης των προβλημάτων αποδεικνύεται λανθασμένη, αναποτελεσματική και με υψηλότατο κόστος.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι στα επόμενα χρόνια θα έχουμε μεγαλύτερα επιχειρηματικά σχήματα, οι ξένοι μέτοχοι θα παίζουν κεντρικό ρόλο στην ελληνική επιχειρηματικότητα και η ελληνική πολιτική θα έχει περιορισμένη επιρροή στην εγχώρια οικονομία. Με άλλα λόγια, η ελληνική πολιτική θα πάψει να έχει τον έλεγχο στα μεγαλύτερα και πιο δυναμικά κομμάτια της οικονομίας. Το έργο της θα περιορίζεται στη διοίκηση του στενού κράτους και στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών.
Αλλά και σε αυτά τα πεδία θα ετεροκαθορίζεται από προκαθορισμένους στόχους και συγκεκριμένες επιδιώξεις που θα εξασφαλίζουν τη δημοσιονομική σταθερότητα. Το δυστύχημα είναι ότι η ελληνική πολιτική δεν συνειδητοποιεί τη μεταβολή των συνθηκών και σε κάθε περίπτωση βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τα τεκταινόμενα στην οικονομία.
Κόκκινα δάνεια
Εμβληματικές επιχειρήσεις, leader άλλοτε στον κλάδο τους, έχουν κατά τη διάρκεια της κρίσης συσσωρεύσει τεράστια δάνεια, τα οποία δεν εξυπηρετούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) των επιχειρήσεων διαμορφώνονται σε δεκάδες δισ. ευρώ ενώ τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα NPEs (περιλαμβάνονται και τα δάνεια με καθυστέρηση και κάτω από 90 ημέρες) διαμορφώθηκαν είναι ακόμα περισσότερα.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες σε διατραπεζικό επίπεδο σύστησαν το 2016 (εκτός πλαισίου της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών) το NPLs Forum με στόχο την από κοινού αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων. Είχε καταρτιστεί λίστα 75 επιχειρήσεων, τα κόκκινα δάνεια των οποίων ανέρχονται σε αρκετά δισ. ευρώ. Αυτή η λίστα με κωδικό «Μεγάλες Υποθέσεις» περιλαμβάνει επιχειρήσεις από όλους τους κλάδους. Για να ενταχθεί μια εταιρεία στη λίστα αυτή έπρεπε να έχει κοινή έκθεση δανείων σε τουλάχιστον τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Στόχος της διατραπεζικής αυτής συνεργασίας ήταν εντός του 2018 οι συγκεκριμένες υποθέσεις, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να έχουν διευθετηθεί. Ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις δανείων, πώληση σε τρίτους, ανάληψη ελέγχου, ρευστοποίηση εξασφαλίσεων, διαγραφές, αλλά και αντικατάσταση μη συνεργαζόμενων διοικήσεων είναι ορισμένες από τις πρωτοβουλίες που σχεδιάζονταν.
Οι δεσμεύσεις των ελληνικών τραπεζών έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πρόβλεπαν τη μείωση κατά 40 δισ. του συνόλου των κόκκινων δανείων (στεγαστικά, καταναλωτικά, επιχειρηματικά) έως το 2019. Εξ αυτών, τα 23 δισ. (βάσει του σχεδιασμού) θα προέλθουν από την επιχειρηματική πίστη και ακόμη πιο συγκεκριμένα τα 6,5 δισ. από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Όπως γνωρίζει από την ειδησεογραφία ο αναγνώστης το πρόβλημα των κόκκινων δανείων είναι ακόμα σε μεγάλο βαθμό άλυτο.