Έντεκα χρόνια μετά από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αρκετές χώρες εξακολουθούν να μην μπορούν να ανακάμψουν πλήρως. Ενώ οι πολιτικές εντάσεις έχουν οδηγήσει σε μεγάλη συζήτηση αναφορικά με την αρχή της δημοσιονομικής σύνεσης και οι ανησυχίες για τον “ηθικό κίνδυνο” που περιλαμβάνεται στα κριτήρια χρέους και ελλείμματος της Συνθήκης του Μάαστριχτ, καθώς και η ρήτρα της “μη διάσωσης” στη Συνθήκη της Λισσαβόνας, δεν έχει δοθεί προσοχή στους λόγους για τους οποίους οι κυβερνήσεις ήταν τόσο απροετοίμαστες για να απαντήσουν.
Συγκεκριμένα, μία από θεμελιώδεις πηγές της τωρινής κατάστασης, απουσιάζει από τις συζητήσεις: η απουσία σε πολλά κράτη μιας κατάλληλης κουλτούρας δημόσιας χρηματοπιστωτικής διοίκησης. Πολλές οικονομίες της ΕΕ έχουν στην πραγματικότητα υποθηκεύσει τη μελλοντική κατανάλωση και την ανάπτυξη και έχουν μεταβιβάσει το φορτίο του χρέους στις μελλοντικές γενιές χωρίς να δημιουργούν την βάση για την βιώσιμη ανάπτυξη που είναι απαραίτητη για να φέρουν εις πέρας τέτοιου είδους υποχρεώσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο και σε μια αδύναμη πολιτική ένωση, χωρίς υπερεθνική δημοσιονομική ικανότητα και με αμοιβαία δυσπιστία, η ποσοτική χαλάρωση και η δημοσιονομική λιτότητα ήταν οι μόνες λύσεις τις οποίες ήταν σε θέση να προτείνει ή κάποιες φορές να επιβάλλει η ΕΕ. Για να διασωθεί η ατελής αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, διάφορες κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να προβούν σε μαζικές διορθώσεις, οι οποίες έχουν υπονομεύσει σοβαρά την κοινωνική συνοχή σε συγκεκριμένες χώρες.
Μια πρόσφατη μελέτη του CEPS που αξιοποιεί τα αποτελέσματα και τη μεθοδολογία του Κέντρου για τη δημόσια χρηματοπιστωτική διοίκηση Καζαριαν, εκτιμά ότι τα συνολικά χρηματοοικονομικά και μη assets των κυβερνήσεων ανά τα κράτη της ΕΕ το 2017, ανερχόταν σε 15 τρισ. ευρώ, ενώ οι χρηματοπιστωτικές και μη υποχρεώσεις σε 29 τρισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει 29.600 ευρώ σε κρατικά assets και 58.200 σε υποχρεώσεις ή μια αρνητική καθαρή αξία ύψους 28.100, για κάθε Ευρωπαίο πολίτη.
Ως αποτέλεσμα, οι πολίτες άρχισαν να βιώνουν μια επιδείνωση των δημοσίων υπηρεσιών μαζί με αύξηση της φορολόγησης και αύξηση του δημόσιου χρέους. Οι φορείς χάραξης πολιτικής, οι δημοσιογράφοι, ακόμη και το ευρύ κοινό, άρχισαν να εστιάζουν στη δυναμική του χρέους σε διάφορες χώρες της ΕΕ. ωστόσο, το δημόσιο χρέος είναι ένα μόνο κομμάτι σε έναν κρατικό ισολογισμό. Από μόνο του το χρέος δεν είναι αντιπροσωπευτικό της κατάστασης των λογαριασμών του δημοσίου. Πραγματικά, τα χρηματοοικονομικά assets και οι υποχρεώσεις αντιστοιχούν σε μόλις 30% των ισολογισμών του δημοσίου.
Η μελέτη του CEPS υποστηρίζει ότι τα κυβερνητικά οικονομικά στατιστικά στοιχεία είναι βαθιά ριζωμένα σε ιστορικές πρακτικές που δεν αντιπροσωπεύουν την οικονομική πραγματικότητα της κυβέρνησης και της χώρας. Οι περισσότερες κυβερνήσεις της ΕΕ για παράδειγμα, δεν δημοσιεύουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Τα μη χρηματοπιστωτικά assets και οι υποχρεώσεις συχνά δεν αναφέρονται με ακρίβεια ή λείπουν εντελώς από την εικόνα, συμπεριλαμβανομένων και στοιχείων όπως οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις του δημοσίου τομέα. Οι περισσότεροι κυβερνητικοί λογαριασμοί δεν περιλαμβάνουν μη χρηματοπιστωτικά assets, όπως φυσικούς πόρους, κτήρια και γη, οδηγώντας στην κακοδιαχείρισή τους και στη δημιουργία κόστους παρά στη δημιουργία αξίας. Αυτό έχει προκύψει από την αποτυχία διαφόρων κυβερνήσεων να βρουν τα κατάλληλα λογιστικά συστήματα και αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης assets.
Καθώς οι κυβερνήσεις διαχειρίζονται σχεδόν το 50% του ετήσιου ΑΕΠ, η έλλειψη καταγραφής και διαχείρισης των assets μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές απώλειες και σοβαρές συνέπειες για την κοινωνία. Παρόλα αυτά, η Ευρώπη δεν χρειάζεται να ανακαλύψει εκ νέου τον τροχό. Οι σύγχρονες τεχνικές διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών -βασισμένες στη λογιστική και στον προϋπολογισμό- υπάρχουν και μπορούν να χρησιμοποιούν για να επιφέρουν σημαντικές βελτιώσεις στην χρηματοπιστωτική θέση της κυβέρνησης. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι λογαριασμοί του προϋπολογισμού της ΕΕ χρησιμοποιούν τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, αναφέρουν τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις στο σύνολό τους -μια μέθοδο που ζητούν τα κράτη μέλη που δεν χρησιμοποιούν τα ίδια αυτά τα πρότυπα. Η εισαγωγή τους έχει συνοδευτεί από μια ραγδαία βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας της χρηματοπιστωτικής διαχείρισης, που υποτιμούνται ευρέως.
Δεν είναι μόνο δυνατό αλλά και απαραίτητο να συνδυαστεί η βιώσιμη και αειφόρος οικονομική ανάπτυξη με την υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να υιοθετήσουν τα σύγχρονα λογιστικά συστήματα για να αρχίσουν να αντλούν αξία από τα δημόσια assets και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τις υποχρεώσεις τους. Αυτό θα επιτρέψει επίσης στις κυβερνήσεις να παράγουν μια κοινωνική και οικονομική αξία στην οικονομία, που υπερβαίνει την αξία των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν κατά την εφαρμογή των λειτουργιών τους.