Σύμφωνα με την Επιτροπή, η Ελλάδα αναμένεται να φτάσει υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης το επόμενο διάστημα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, “βοηθούμενη από τις βελτιώσεις στην εσωτερική ζήτηση”, ενώ την περασμένη χρονιά κατέγραψε ανάπτυξη 1,9% που βασίστηκε κυρίως στην «έντονη εξαγωγική δραστηριότητα».
«Το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης σημείωσε πλεόνασμα το 2018 για τρίτη συνεχόμενη χρονιά και η Ελλάδα προβλέπεται να επιτύχει τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους το 2019 και το 2020. Σε αυτό το πλαίσιο, το δημόσιο χρέος αναμένεται να αρχίσει μια καθοδική πορεία , αν και οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι πρέπει να ελέγχονται», επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «με την πραγματική αύξηση των εξαγωγών στο 8,7%, η Ελλάδα κατάφερε να ενισχύσει το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά τόσο στα αγαθά όσο και στις υπηρεσίες, ενώ οι εισαγωγές παρέμειναν υποτονικές».
Ως εκ τούτου, εξηγείται πως «η ιδιωτική κατανάλωση διατήρησε το μομέντουμ και συνέβαλε περαιτέρω στην ανάπτυξη του ετήσιου ΑΕΠ». Ωστόσο, σημειώνεται πως οι επενδύσεις κατέγραψαν σημαντική οπισθοδρόμηση, κυρίως λόγω της υποχρησιοποίησης του προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις», ενώ «η υποεκτέλεση του πορϋπολογισμού λειτούργησε επίσης ανασταλτικά για τη δημόσια κατανάλωση και επομένως το ΑΕΠ».
Σε ό,τι αφορά τo 2019, οπότε η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται να ενδυναμωθεί στο 2,2%, η Επιτροπή επισημαίνει πως «η επιβράδυνση του εξωτερικού περιβάλλοντος θα έχει αρνητικό αλλά περιορισμένο αντίκτυπο στην εξαγωγική απόδοση της Ελλάδας, λόγω της χαμηλής ελαστικότητας που χαρακτηρίζει τη ζήτηση των βασικών εξαγωγικών αγαθών της Ελλάδας».
«Ο ανασταλτικός αυτός παράγοντας από την εξωτερική πλευρά θα αντισταθμιστεί από την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία κατέγραψε βραχυπρόθεσμη άνοδο μέσω της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Αντιστοίχως, αναφέρεται πως με δεδομένο ότ ο προϋπολογισμός θα εκτελεστεί πλήρως, «η δημόσια κατανάλωση και οι δημόσιες επενδύσεις θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη, ενώ η ανάπτυξη των ιδιωτικών επενδύσεων θα παραμείνει υποτονική». Ωστόσο, «η αναμενόμενη αύξηση στην ιδιωτική κατανάλωση και το σύνολο των επενδύσεων αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση εισαγωγών, και επομένως να μειωθεί η συμβολή των καθαρών εξαγωγών στην ανάπτυξη».
Το 2020 η Επιτροπή προβλέπει πως θα σημειωθεί ανάκαμψη στις ιδιωτικές επενδύσεις, «παρ’ όλο που το αυξανόμενο κόστος εργασίας θα συμπιέσει το περιθώριο κερδών κάποιων εταιριών, περιορίζοντας άρα την προοπτική επενδύσεων χωρίς επιπρόσθετη εξωτερική χρηματοδότηση».
Αυτή η αύξηση στο κόστος εργασίας, συνεχίζει η Επιτροπή, προβλέπεται να μεταφραστεί σε «κάποιες απώλειες στην ανταγωνιστικότητα». «Η Ελλάδα, παρ’ όλ’ αυτά αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνει το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά σε ο,τι αφορά τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών», επισημαίνεται.
Οι συντάκτες της έκθεσης εξηγούν, ωστόσο, πως ενώ η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας “συνεχίστηκε το 2018”, “αναμένεται κάποια επιβράδυνση, λόγω της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού”. Υπογραμμίζεται, παρ’ όλ’ αυτά πως “η απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,5% το 2019 και 1,3% το 2020, μειώνοντας το ποσοστό ανεργίας στο 16,8% το 2020.”
Συνεχίζοντας, αναφέρεται, πως “παρά τις χαμηλές τιμές του πετρελαίο, ο πληθωρισμός προβλέπεται να απαραμείνει στο 0,8% το 2019 και το 2020”, ενώ “η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να έχει ένα μέτριο πληθωριστικό αντίκτυπο τόσο το 2019 όσο και το 2020”.
Εξάλλου, εξηγείται πως “παρ’όλο που υπάρχει το ενδεχομένο θετικότερων των αναμενόμενων εξελίξεων (π.χ. η βελτίωση του τραπεζικού δανεισμού να υποστηρίξει περισσότερο τις ιδιωτικές επενδύσεις), οι προβλέψεις κυριαρχούνται από κινδύνους που σχετίζονται κυρίως με την επαναλαμβανόμενη υποχρησιμοποίηση του προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις και την πιθανότητα οι επιβράδυνση στους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στις εξαγωγές”.
Σε ό,τι αφορά το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης, σημειώνεται πως έφτασε το 1,1% του ΑΕΠ το 2018, καταγράφοντας πλεόνασμα για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. “Χτίζοντας στη δημοσιονομική προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια, το αποτέλεσμα για το 2018 επωφελείται από την σταθερή ανάπτυξη του ΑΕΠ, τη διευρυμένη ανάκαμψη στα φορολογητέα κέρδη και την περαιτέρω μείωση των λειτουργικών και επενδυτικών δαπανών”.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η Ελλάδα προβλέπεται να πετύχει τους συμφωνημένους στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα το 2019 και το 2020. Τα κύρια χαρακτηριστικά των προβλεπόμενων πρωτωγενών πλεονασμάτων είναι, όπως αναφέρεται, “το ακόμα μεγάλο κενό παραγωγικότητας, τα αυξανόμενα οφέλη των προηγούμενων ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων και τα ανώτατα όρια στις δαπάνες υγείας και στις προσλήψεις, που βοηθούν να παραμένει η δυναμική των δαπανών υπό έλεγχο”.
Επιπρόσθετα επισημαίνεται ότι ενώ “οι συνεχιζόμενες βελτιώσεις στη συλλογή φορολογικών χρεών και οι φιλόδοξοι στόχοι των αρχών για την εκκαθάριση των μη επεξεργασμένων αιτήσεων συνταξιοδότησης αποτελούν πιθανές θετικές εξελίξεις, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι, όπως οι εν εξελίξοι δικαστικές υποθέσεις που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μερική ανατροπή προηγουμενων μεταρρυθμίσεων και να αυξήσουν τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις”. Επιπλέον πίεση , εκτιμά η Επιτροπή ότι μπορεί να προέλθει από τις “πρωτοβουλίες πολιτικής που επηρέζουν τη νομοθεσία για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων”.
Αναφορικά με το μέτρο μείωσης του αφορολόγητου που έχει συμφωνηθεί για το 2020, αλλά η κυβέρνηση έχει γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να μην προχωρήσει στην εφαρμογή του, η Επιτροπή φαίνεται πως δεν έχει αλλάξει τα δεδομένα προς το παρόν, αλλά αφήνει ανοιχτό παράθυρο διαπραγμάτευσης. “Kατά την πάγια τακτική, οι προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση εργασίας ότι τα ανώτατα όρια του προϋπολογισμού θα εκτελεστούν πλήρως. Η εν λόγω πρόβλεψη λαμβάνει υπόψη της την ανακοίνωση μη εφαρμογής της φορολογικής μεταρρύθμισης το 2020, η οποία θα συζητηθεί περαιτέρω στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας”, σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Τέλος σε ό,τι αφορά το χρέος η Επιτροπή αναφέρει πως “συνολικά, υπό την υπόθεση μη αλλαγής πολιτικής, το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης αναμένεται να φτάσει το 0,5% του ΑΕΠ το 2019, συνυπολογίζοντας τον θετικό αντίκτυπο απο την κατ’ αποκοπή εφαρμογή των μέτρων για το χρέος που αποφασίστηκαν στις 5 Απριλίου 2019”. Ωστόσο, το 2020 προβλέπεται να μειωθεί στο -0,1% του ΑΕΠ, “λόγω των αυξανόμενων επιτοκίων και την απουσία πρόβλεψης περαιτέρω μέτρων ελάφρυσης του χρέους”.
«Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας εκτιμάται πως έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο του στο 181,1% το 2018 και να μειωθεί στο 168,9% του ΑΕΠ το 2020 λόγω της ανάκαμψης και των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων», καταλήγει η έκθεση της Επτιροπής.