Ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου αναβίωσε χθες υπόθεση με κατηγορούμενους για κακουργηματική εκβίαση, άμεση συνέργεια στην πράξη αυτή και κλοπή από κοινού ένα ανδρόγυνο από την Ρόδο, που έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως σε ποινή κάθειρξης 12 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα υπό τους περιοριστικούς όρους της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 3.000 ευρώ, της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισής τους μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας τους.
Αθώος κρίθηκε από τον πρώτο βαθμό ο γιος τους, κατηγορούμενος για κλοπή. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής την δίωξη εις βάρος τους για απάτη και κλοπή ενώ τους έκρινε αθώους εκβίασης, λόγω αμφιβολιών.
Οι κατηγορούμενοι καταμηνύθηκαν από μια 82χρονη χήρα, που έχει πλέον αποβιώσει.
Η υπερήλικη, όπως έγραψε η «δημοκρατική», κατήγγειλε ότι με τη χρήση διαφόρων τεχνασμάτων αλλά και με το πρόσχημα παροχής φροντίδας στα γηρατειά της «αφαιμάχθηκαν» οι λογαριασμοί της, ενώ ισχυρίστηκε ακόμη ότι αφαιρέθηκαν οικοσυσκευές από την κατοικία της. Ταυτόχρονα κατήγγειλε τη μεταβίβαση στην ιδιοκτησία των μηνυομένων ενός ακινήτου της.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της κ. Μιχάλης Καντιδενός, έχει προσφύγει και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, με αίτημα την ακύρωση, λόγω αντιθέσεως στα χρηστά ήθη, της μεταβίβασης του ακινήτου της υπερήλικης.
Ένας εκ των εγκαλουμένων, όπως ισχυρίζεται η πλευρά της 82χρονης, προσπάθησε και πέτυχε αφενός την απομάκρυνσή της από το παιδί της και αφετέρου με την πλήρη εξουσίασή της, την όλο και πιο συχνή παρουσία του στο σπίτι της.
Υποστηρίζει ότι από τον Οκτώβριο του 2009, οι επισκέψεις της τριμελούς οικογένειας των εγκαλούμενων, άρχισαν να γίνονται συχνές, συνοδευόμενες μερικές φορές από φαγητό, κερδίζοντας με τον καιρό τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη της για την φαινομενικά άδολη προθυμία τους να την βοηθήσουν.
Διατείνεται μεταξύ άλλων ότι γνωρίζοντας την ύπαρξη καταθέσεών της σε Τράπεζες αφαίρεσαν δια σταδιακών αναλήψεων χωρίς τη συγκατάθεσή της άλλοτε δια της βίας και άλλοτε δι’ απειλών, αρκετά χρήματα.
Περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2010, όπως ισχυρίζεται η πλευρά της 82χρονης, χρειάστηκε να εισαχθεί σε νοσοκομείο για εγχείρηση και υποστηρίζει ότι με το πρόσχημα της ενδεχόμενης ανάγκης χρημάτων για την κάλυψη των εξόδων νοσηλείας της για καταρράκτη, υπέγραψε εξουσιοδότηση που καθιστούσε έναν εκ των μηνυομένων συνδικαιούχο λογαριασμού στον οποίο είχε χρήματα σε προθεσμιακή κατάθεση.
Ισχυρίστηκε ότι πιέστηκε να τον καταστήσει συνδικαιούχο και σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο κατατίθετο η σύνταξη και το επικουρικό επίδομά της κάθε μήνα. Επίσης ισχυρίζεται ότι της αφαίρεσε 10.000 ευρώ σε μετρητά από το σπίτι της, τα οποία προέρχονταν από πώληση διαμερίσματος ιδιοκτησίας της, ως επίσης και ποσό 600 ευρώ τα οποία προέρχονταν από την πώληση του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου της.
Η 82χρονη υποστήριξε πιο πέρα ότι αναγκάστηκε να ορίσει έναν εκ των εγκαλουμένων μοναδικό της κληρονόμο σ’ ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία της.
Διατείνεται επίσης, και αυτό είναι ουσιαστικά και το αντικείμενο της αστικής δίκης, ότι με τη χρήση απειλών και ψυχολογικής βίας τής απέσπασαν μια οριζόντια ιδιοκτησία που είχε στη Ρόδο αντί εικονικού τιμήματος 15.000 ευρώ.
Οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά τα καταγγελλόμενα σε βάρος τους και ισχυρίζονται ότι η ηλικιωμένη δεν είχε καλές σχέσεις με τον γιο της και επειδή την φρόντιζαν ήθελε να τους ανταμείψει με τον τρόπο αυτό.
Η στάση της απέναντί τους άλλαξε, όπως τονίζουν, όταν αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις της με το παιδί της, ενώ υποστήριξαν ότι τα όσα διατείνεται σχετικά με κλοπές χρημάτων, εκβιασμούς και απειλές είναι παντελώς ψευδή.
Ο πρώτος κατηγορούμενος υποστήριξε ότι κατέβαλε το τίμημα για την αγορά του ακινήτου της υπερήλικης σε μετρητά τα οποία είχε στην οικία του σε δύο δόσεις κι ότι η δεύτερη καταβολή ύψους 3.000 ευρώ έγινε με χρήματα που ανέλαβε από λογαριασμό του.
Ενώ υποστήριξε ότι είχε άνεση χρημάτων και ότι σε ανύποπτο χρόνο πριν την επιβολή των capital controls είχε μετρητά στην οικία του δεν μπόρεσε να δώσει πειστικές εξηγήσεις για το γεγονός ότι ένα χρόνο μετά προσέφυγε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου με αίτημα την υπαγωγή του στο νόμο περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών δηλώνοντας ότι το εισόδημά του ήταν στα προηγούμενα έτη μόλις 1.000 ευρώ.
Ως συνήγορος υπεράσπισής τους παρέστη ο δικηγόρος κ. Κώστας Διακονής.