Ποινή φυλάκισης 3 ετών με 3ετή αναστολή επέβαλε χθες το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου σε έναν λογιστή, που είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως σε ποινή κάθειρξης 9 ετών για πλαστογραφία κατ’ επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση, όπου το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία του θύματος υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ και για υπεξαίρεση από εντολοδόχο κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας.
To θύμα διατηρεί ατομική επιχείρηση εμπορίας τροφίμων στην οποία απασχολούσε δυνάμει συμβάσεως παροχής υπηρεσιών τον κατηγορούμενο ως λογιστή.
Τον κατηγορούμενο απασχολούσε στην επιχείρησή της και η κόρη του.
Μεταξύ των υποχρεώσεων του κατηγορουμένου ανάγονταν και η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων των ως άνω επιχειρήσεων στο Ι.Κ.Α. με χρήματα που του παρέδιδαν γι’ αυτό τον σκοπό και οι δύο.
Ειδικότερα κατά τη διάρκεια των ετών 2004 έως 2010 τα δύο θύματα φέρονται να του παρέδωσαν για καταβολή ασφαλιστικών εισφορών το συνολικό ποσό των 34.739, 21 ευρώ.
Ο λογιστής φέρεται, ωστόσο, να μην κατέβαλε τα ποσά αυτά στο Ι.Κ.Α. αλλά να τα ιδιοποιήθηκε παράνομα και επιπροσθέτως, προκειμένου να τους πείσει ότι τα είχε καταβάλει, φέρεται να κατάρτισε πλαστές ασφαλιστικές ενημερότητες τις οποίες και τους επιδείκνυε, ώστε να πειστούν ότι είναι ασφαλιστικά ενήμεροι.
Κατηγορείται συγκεκριμένα ότι μεταξύ του χρονικού διαστήματος από τον Οκτώβριο του έτους 2006 έως τον Αύγουστο του 2010 συνέταξε 11 πλαστές βεβαιώσεις ασφαλιστικής ενημερότητας του Ι.Κ.Α. Φέρεται συγκεκριμένα εξ’ υπαρχής να δημιούργησε έγγραφο κατά τρόπο ώστε να φαίνεται ότι καταρτίστηκε από πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο από το οποίο πράγματι εκδόθηκε, με αποτέλεσμα να παρέχεται η αναληθής εντύπωση ότι προέρχεται από την ανωτέρω υπηρεσία και να δημιουργείται η πεπλανημένη εντύπωση ως προς την ταυτότητα του εκδότη.
Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος δεν κατέβαλε στο Ι.Κ.Α. τα χρήματα που είχαν περιέλθει στην κατοχή του για λογαριασμό των εντολέων του προκειμένου να εκδοθούν οι ασφαλιστικές ενημερότητες, αλλά φέρεται να τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Κατηγορείται περαιτέρω ότι κατά τη διάρκεια των ετών 2006 έως 2010 εν γνώσει του χρησιμοποίησε τα ως άνω πλαστά έγγραφα, αφενός ενώπιον των ανωτέρω θυμάτων, με σκοπό να τους παραπλανήσει και αφετέρου ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων του Ι.Κ.Α. καθώς και των καταστημάτων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και της EUROBANK, όπου τα προσκόμισε, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους ώστε να διεκπεραιώσουν τις ασφαλιστικές και τις τραπεζικές υποθέσεις των ανωτέρω θυμάτων.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο οι πλαστογραφίες τελέστηκαν κατ’ επάγγελμα καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, όπως προεκτίθεται και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει γι’ αυτές με χρήση σαρωτή (scanner) για την διάπραξη των πράξεων, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Ο ίδιος απολογούμενος ομολόγησε την πράξη της υπεξαίρεσης, υποστηρίζοντας ωστόσο ότι το ποσό που ενθυλάκωσε ήταν σαφώς μικρότερο και το αδίκημα έχει υποπέσει σε παραγραφή ενώ αρνήθηκε ότι τέλεσε το αδίκημα της πλαστογραφίας, όπως του αποδίδεται, ισχυριζόμενος ότι χορήγησε τις πλαστές ασφαλιστικές βεβαιώσεις στον επιχειρηματία για να συγκαλύψει την υπεξαίρεση.
Ως συνήγορος υπεράσπισής του παρέστη ο δικηγόρος κ. Ακης Δημητριάδης ενώ την πολιτική αγωγή εκπροσώπησε ο δικηγόρος κ. Φ. Κωστόπουλος.