Μια απλή υπόθεση τροχαίου αδικήματος έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο. Πρόκειται για υπόθεση η οποία αφορούσε χρήση κινητού τηλεφώνου κατά την οδήγηση. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διεξήχθη ακροαματική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσε μια αστυνομικός, η οποία είδε τον κατηγορούμενο να κρατά το κινητό τηλέφωνο ενόσω οδηγούσε. Η εκδοχή του κατηγορούμενου, ο οποίος δεν έπεισε το Δικαστήριο, ήταν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο «είχε τοποθετημένο το δεξί του χέρι, που ήταν μαυρισμένο από εργασίες που έκανε προηγουμένως, στο τζάμι του αυτοκινήτου κρατώντας το κεφάλι του γιατί είχε πονοκέφαλο, και η αστυνομικός κακώς εξέλαβε ότι κρατούσε τηλέφωνο».
Προς υποστήριξη της εκδοχής του προώθησε περαιτέρω τη θέση ότι το τηλέφωνό του ήταν χρώματος άσπρου, σύμφωνα με το τιμολόγιο αγοράς του και όχι μαύρο. Σε ό,τι αφορά τον τελευταίο ισχυρισμό διαπιστώθηκε ότι όντως το τιμολόγιο αγοράς έδειχνε ότι το τηλέφωνο ήταν χρώματος άσπρου, πλην όμως, στο ίδιο έγγραφο φαινόταν ότι αγόρασε και μια θήκη κινητού χρώματος μαύρου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο πίστεψε την εκδοχή της αστυνομικού, ότι δηλαδή «προσπερνώντας από τα δεξιά το προπορευόμενο όχημα του κατηγορούμενου τον είδε να κρατά μια μαύρη συσκευή τηλεφώνου με το δεξί του χέρι, το οποίο βρισκόταν στο ύψος του δεξιού του αφτιού». Απορρίπτοντας την έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι «συνολικά κρίνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο που να δικαιολογεί την επέμβασή μας.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας συντελέστηκε με άμεμπτο και επιμελή τρόπο και ορθά οδήγησε σε εύρημα ενοχής του κατηγορούμενου στο αδίκημα που αντιμετώπιζε». Το αποτέλεσμα ήταν η επικύρωση της καταδίκης και της επιβληθείσας ποινής που ήταν πρόστιμο ύψους 200 ευρώ και 4 βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησης του κατηγορούμενου.