Με εγκύκλιό της η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου παρέχει διευκρινίσεις αναφορικά με τη συνεργασία με αλλοδαπές αρχές στο πλαίσιο δικαστικής συνδρομής υπό όρο, προς άρση σχετικών αμφισβητήσεων.
Όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο, σε αρκετές περιπτώσεις δικαστικής συνδρομής προς τη χώρα μας, οι αρχές τρίτου κράτους, είτε κατόπιν αιτήματος των ελληνικών δικαστικών αρχών είτε και με δική τους πρωτοβουλία, παρέχουν δικαστική συνδρομή στις ελληνικές αρχές, εφόσον οι τελευταίες αποδεχτούν κάποιον ή κάποιους συγκεκριμένους όρους, όπως είναι λ.χ. η μη δίωξη συγκεκριμένων προσώπων για την αξιοποίηση των αποδεικτικών μέσων που παρέχονται ή η μη δίωξη συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων που έχουν τελεστεί στο έδαφος του Κράτους που παρέχει την συνδρομή κλπ.
Μολονότι στο δίκαιο μας κρατεί η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, σύμφωνα με την οποία οι δικαστικές, οι εισαγγελικές και οι διωκτικές εν γένει αρχές είναι υποχρεωμένες να αναζητήσουν όλα τα στοιχεία που οδηγούν στην ανακάλυψη αυτής, στις περιπτώσεις της δικαστικής συνδρομής η κορυφαία αυτή δικονομική αρχή βρίσκει το όριο της στην αρχή του σεβασμού της κρατικής κυριαρχίας.
Πράγματι, η παροχή δικαστικής συνδρομής εξαρτάται από την κυριαρχική βούληση των αρχών του κράτους το οποίο την παρέχει. Έτσι, δεν είναι σπάνιο η δικαστική συνδρομή να παρέχεται εφόσον συντρέξουν ορισμένοι όροι, οι οποίοι συνήθως άπτονται της ευχερέστερης εφαρμογής της αρχής της απαγόρευσης της διπλής διώξεως για το ίδιο αδίκημα ή της μη διώξεως προσώπου, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην δίωξη πράξεως που διώχθηκε από τις αλλοδαπές αρχές κλπ. Η υπό όρο λήψη δικαστικής συνδρομής είναι νοητή και όταν αυτή διέπεται μόνο από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Συχνά, βέβαια, ο εν λόγω όρος προκύπτει, όταν κάποια πολυμερής ή διεθνής σύμβαση διεθνούς δικαστικής συνεργασίας τον προβλέπει και αποτελεί τη βάση λήψεως διεθνούς δικαστικής συνεργασίας από τη Χώρα μας. Ενδεικτικά δύνανται να αναφερθούν η παρ. 26 του άρ. 46 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς (που έχει κυρωθεί με τον ν. 3666/2008, Α’ 105), η (ταυτόσημη) παρ. 26 του άρ. 18 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος (που έχει κυρωθεί με τον ν. 3875/2010, Α’ 158), η παρ. 1 του άρ. 7 της Σύμβασης Αμοιβαίας Δικαστικής Συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (που έχει κυρωθεί με τον ν. 2804/2000, Α’ 49) και η παρ. 4 του άρ. 3 της Σύμβασης αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης του Καναδά (που έχει κυρωθεί με τον ν. 2746/1999, Α’ 225).
Υπάρχουν, ωστόσο, διατάξεις διεθνών συμβάσεων που δεν επιτρέπουν την υπό όρο παροχή δικαστικής συνδρομής ή, σε άλλες περιπτώσεις, προβλέπουν στενότερο πλαίσιο όρων για την διενέργεια συγκεκριμένων ενεργειών στο πλαίσιο δικαστικής συνδρομής (τέτοιο παράδειγμα είναι το άρ. 51 της Σύμβασης για την Εφαρμογή της Συμφωνίας του Σένγκεν, που έχει κυρωθεί με τον ν. 2514/1997, Α’ 140). Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στις ειδικές διατάξεις για την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας στις ποινικές υποθέσεις σύμφωνα με την Οδηγία 2014/41/EE, η οποία έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο με τον ν. 4489/2017 (Α’ 140).
Σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο τον διεθνή χαρακτήρα που έχει η διεθνής δικαστική συνδρομή, οι εισαγγελικές αρχές είναι απαραίτητο να ασκούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό το δικαίωμα επικοινωνίας που έχουν, έτσι ώστε να ζητούν επεξηγήσεις από τις αλλοδαπές αρχές αναφορικά με τους τυχόν όρους από τους οποίους οι τελευταίες εξαρτούν την παροχή της συνδρομής. Με αυτό τον τρόπο, θα καταστεί δυνατόν να αποφεύγονται τυχόν παρερμηνείες αναφορικά με την εμβέλεια των όρων είτε σε υποκειμενικό επίπεδο είτε σε επίπεδο αξιόποινων πράξεων, π.χ. σε περιπτώσεις που ο όρος δύναται να αφορά αξιόποινες πράξεις, οι οποίες εξαρτώνται, άμεσα ή έμμεσα, από την βασική συμπεριφορά, για την απόδειξη της οποίας παρέχεται καταρχήν η συνδρομή.
Η αμοιβαία διεθνής δικαστική συνεργασία είναι σημαντικό κεφάλαιο για την επίτευξη του έργου των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών, καθώς επιπλέον και για την αξιοπιστία της χώρας σε διεθνές επίπεδο, καθώς άλλωστε ο θεσμός της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής εμπίπτει στο πλαίσιο των διεθνών συμβάσεων, που έχει κυρώσει η Ελλάδα και τις οποίες υποχρεούται να εφαρμόζει ως υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.
Συνεπώς, το πλαίσιο της συνεργασίας με τις ομόλογες αρχές του εξωτερικού θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη, έτσι ώστε οι τελευταίες να καθορίζουν το περιεχόμενο των όρων, που θέτουν, με σαφήνεια και οι όροι αυτοί να τηρούνται απαρέγκλιτα από πλευράς των ελληνικών εισαγγελικών αρχών για να αποφεύγονται τυχόν προστριβές με αλλοδαπές αρχές και, κατ’ επέκταση με ξένα κράτη, που μπορούν να λειτουργήσουν εν τέλει αρνητικά για την έρευνα και τη δίωξη της διεθνούς εγκληματικότητας, καθώς και για το διεθνές κύρος της Χώρας.
Δείτε αναλυτικά την εγκύκλιο στο eisap.gr