Μία σειρά αλλαγών περιλαμβάνει κοινοτική οδηγία για τις ευέλικτες μορφές εργασίας αλλά και για την δοκιμαστική περίοδο που εργάζεται ο εργαζόμενος για να προσληφθεί στην συνέχεια.
Η οδηγία αυτή η οποία θα πρέπει να εφαρμοστεί στην χώρα μας μέσα στην επόμενη τριετία και εισάγει νέα ελάχιστα δικαιώματα, καθώς και νέους κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους εργαζομένους αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας τους. Ο κύριος στόχος του είναι να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της αγοράς εργασίας που προκαλούνται από τις δημογραφικές εξελίξεις, την ψηφιοποίηση και τις νέες μορφές απασχόλησης.
Η οδηγία ισχύει για όλα τα άτομα που εργάζονται πάνω από 3 ώρες την εβδομάδα σε διάστημα τεσσάρων εβδομάδων (δηλαδή πάνω από 12 ώρες το μήνα). Ορισμένες ομάδες εργαζομένων μπορούν να εξαιρεθούν από ορισμένες διατάξεις, π.χ. δημόσιους υπαλλήλους, ένοπλες δυνάμεις, υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης ή υπηρεσίες επιβολής του νόμου όπως σε δικαστές, εισαγγελείς, ανακριτές ή άλλες υπηρεσίες επιβολής του νόμου λόγω της ειδικής φύσης των καθηκόντων που καλούνται να εκτελέσουν ή λόγω των όρων απασχόλησής τους.
Η οδηγία απαιτεί από τους εργοδότες να ενημερώνουν τους εργαζόμενους, από την πρώτη εργάσιμη ημέρα και όχι αργότερα από την έβδομη ημερολογιακή ημέρα, για τις βασικές πτυχές της εργασιακής σχέσης, όπως:
- την ταυτότητα των μερών της σχέσης και τον τόπο και τη φύση της εργασίας
- το αρχικό βασικό ποσό της αμοιβής και το ποσό της άδειας μετ’ αποδοχών
- τη διάρκεια της κανονικής εργάσιμης ημέρας ή εβδομάδας, όταν το πρότυπο εργασίας είναι προβλέψιμο
- την ταυτότητα του φορέα κοινωνικής ασφάλισης που εισπράττει εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον αυτή είναι ευθύνη του εργοδότη
Όταν το εργασιακό μοντέλο είναι εντελώς ή σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτο, οι εργοδότες θα πρέπει επίσης να ενημερώνουν τους εργαζόμενους για τις ώρες και τις μέρες αναφοράς στις οποίες μπορεί να τους ζητηθεί να εργαστούν, την ελάχιστη προθεσμία προειδοποίησης που θα λάβουν οι εργαζόμενοι πριν από την έναρξη της εργασίας και αριθμός εγγυημένων πληρωμένων ωρών.
Η οδηγία θέτει ορισμένα περαιτέρω ελάχιστα δικαιώματα για τους εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων:
- να αναλάβει εργασία παράλληλα με έναν άλλο εργοδότη
- να περιορίσει τη δοκιμαστική περίοδο σε 6 μήνες κατ’ ανώτατο όριο, με παρατεταμένες χρονικές περιόδους μόνο όταν αυτό είναι προς το συμφέρον του εργαζομένου ή δικαιολογείται από τη φύση του έργου
- Να ζητήσει, μετά από τουλάχιστον έξι μήνες υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, την απασχόληση με πιο προβλέψιμες και ασφαλείς συνθήκες εργασίας
- να λαμβάνουν δωρεάν εκπαίδευση, όταν η εν λόγω κατάρτιση απαιτείται από την ενωσιακή ή την εθνική νομοθεσία.
Δοκιμαστική περίοδος
Σημαντικός αριθμός κρατών μελών έχουν θεσπίσει γενική ανώτατη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου ίση με τρεις έως και έξι μήνες, η οποία θα πρέπει να θεωρείται εύλογη. Κατ’ εξαίρεση, θα πρέπει να είναι δυνατόν οι δοκιμαστικές περίοδοι να διαρκούν περισσότερο από έξι μήνες, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τη φύση της απασχόλησης, όπως για διευθυντικές θέσεις ή θέσεις ανώτατων στελεχών ή για θέσεις σε δημόσιες υπηρεσίες ή όποτε αυτό είναι προς το συμφέρον του εργαζομένου, όπως στο πλαίσιο ειδικών μέτρων για την προώθηση της μόνιμης απασχόλησης, ιδίως για τους νέους εργαζομένους.
Θα πρέπει επίσης να υπάρχει η δυνατότητα οι δοκιμαστικές περίοδοι να παρατείνονται αναλόγως σε περιπτώσεις στις οποίες ο εργαζόμενος έχει απουσιάσει κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, για παράδειγμα λόγω ασθενείας ή άδειας, προκειμένου ο εργοδότης να μπορεί να διαπιστώσει την καταλληλότητα του εργαζομένου για τη συγκεκριμένη εργασία.
Στην περίπτωση σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που δεν υπερβαίνουν τους 12 μήνες, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου είναι εύλογη και ανάλογη προς την αναμενόμενη διάρκεια της σύμβασης και τη φύση της εργασίας. Στις περιπτώσεις που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να θεμελιώνουν εργασιακά δικαιώματα κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου.
Η Επιτροπή υπέβαλε την πρότασή της τον Δεκέμβριο του 2017. Τον Ιούνιο του 2018, το Συμβούλιο ενέκρινε τη θέση που αποτέλεσε τη βάση των διαπραγματεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η προσωρινή συμφωνία μεταξύ της Προεδρίας του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου επετεύχθη στις 7 Φεβρουαρίου 2019. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ της συμφωνίας στις 16 Απριλίου 2019. Και στις 13 Ιουνίου εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Τα κράτη μέλη θα έχουν στη συνέχεια 3 χρόνια για να λάβουν τα απαραίτητα νομοθετικά μέτρα για να συμμορφωθούν με την οδηγία.