Στην πραγματική ζωή τίποτε δεν είναι τέλειο και τίποτε δεν είναι ασφαλές για πάντα. Ωστόσο, μιλώντας με ρεαλιστικά δεδομένα, είτε πρόκειται για τη δική της ιστορία είτε για τα δεδομένα που διαμόρφωσαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία, σήμερα η Ευρωζώνη είναι αρκετά ασφαλής. Εάν γίνει μια σύγκριση με τις επαναλαμβανόμενες νομισματικές κρίσεις του 1970, του 1980 και των αρχών του 1990, τότε το ευρώ έχει πραγματικά σημειώσει σημαντική πρόοδο. Ο κίνδυνος μια χώρα, όπως η Ιταλία ή κάποια άλλη, να εγκαταλείψουν την Ευρωζώνη είναι χαμηλότερος από εκείνον του να αποσπαστεί η Σκωτία από το Ηνωμένο Βασίλειο και/ή η Βόρεια Ιρλανδία να αποχωρήσει.
Στην Ευρωζώνη οι τιμές είναι σταθερές και οι πραγματικοί μισθοί σημειώνουν άνοδο. Η ανεργία του 7,6% τείνει προς το ιστορικό χαμηλό του 7,3% στις αρχές του 2008, ενώ είναι πολύ χαμηλότερη από το 10,5% του 1998, δηλαδή ένα χρόνο προ της θέσπισης του ευρώ. Οι οικονομικής τάξεως διαφορές μεταξύ των περιφερειών είναι ανάλογες με εκείνες εντός των ΗΠΑ. Η πορεία του δημοσίου χρέους είναι λιγότερο ανησυχητική από ό,τι στις ΗΠΑ, τη Βρετανία ή την Ιαπωνία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Το 1998 το δημόσιο χρέος στη Βρετανία ήταν 41,2% του ΑΕΠ και της Ευρωζώνης (εάν γίνει η αναγωγή) στο 71,8%, ενώ το 2018 τα ποσοστά ήταν 86,8% και 85,1% αντίστοιχα. Η Ευρωζώνη ενδυναμώθηκε από την κρίση. Στις απαρχές της παρατηρήθηκε σημαντικό θεσμικό κενό στην αρχιτεκτονική της και αυτό ήταν η έλλειψη ενός δανειοδοτικού μηχανισμού της ύστατης καταφυγής.
Το 2008/2009 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Τράπεζα της Αγγλίας ξεκίνησαν να αγοράζουν τεράστιες ποσότητες κρατικών ομολόγων, αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χρειάστηκε καιρό να το κάνει κι εκείνη, και αυτό ήταν ένα πανάκριβο λάθος. Εντούτοις, σε αντίθεση με όσα φημολογούνται στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, ουδέποτε η «κρίση του ευρώ» αφορούσε την ίδια την υπόσταση του κοινού νομίσματος. Το ερώτημα που ετέθη ήταν να βρεθεί ποιος μηχανισμός θα στήριζε μια προβληματική χώρα και με ποιους όρους. Παρά ορισμένα σοβαρά αρχικά σφάλματα που έγιναν, όπως με την υπερβολική έμφαση στη λιτότητα στην περίπτωση της Ελλάδας το 2010 και το 2012, τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ευρωζώνη απέδωσαν καρπούς στο τέλος. Και οι πέντε χώρες, στις οποίες εφαρμόστηκαν, αναπτύσσονται ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνη.
Η πολιτική είναι χαοτική παντού και η άνοδος των ριζοσπαστικών κομμάτων που βάλλουν κατά του κατεστημένου δημιουργεί μείζονα προβλήματα σε αρκετές χώρες στον ανεπτυγμένο κόσμο και πέραν αυτού. Ωστόσο, στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ μετασχηματίστηκε από μια ανομοιογενή ομάδα ριζοσπαστών σε ένα σοβαρό συμβατικό κεντροαριστερό κόμμα. Στην Ιταλία οι αντίστοιχες δυνάμεις παραμένουν πολύ ισχυρές. Σε μια γενικότερη θεώρηση οι αντισυστημικές δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού ενισχύθηκαν κατά τι στις ευρωεκλογές και αυτό το κατόρθωσαν απλώς και μόνον επειδή έπαυσαν να ζητούν την έξοδο από την Ευρωζώνη ή την Ε.Ε.
* Ο κ. Holger Schmieding είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank.