Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε έφεση που καταχώρησε κατηγορούμενος ο οποίος είχε κριθεί ένοχος από το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε υπόθεση επίθεσης εναντίον προσώπου και ρίψης πυροβολισμών.
Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος σε 10 κατηγορίες σε σχέση με τα αδικήματα της κατοχής πυροβόλων όπλων Κατηγορίας Δ χωρίς άδεια κατοχής, της χρήσης πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ κατηγορία, της κατοχής εκρηκτικών υλών, της χρήσης εκρηκτικών υλών, της κοινής επίθεσης και της κατοχής αεροβόλων όπλων χωρίς άδεια κατοχής. Αντιμετώπισε επίσης και τις κατηγορίες για απόπειρα φόνου και απειλής στις οποίες αθωώθηκε και απαλλάγηκε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με τη μεγαλύτερη ποινή να ανέρχεται στα 3 ½ έτη. Ο ίδιος καταχώρησε στη συνέχεια έφεση κατά του ύψους της ποινής θεωρώντας την ως έκδηλα υπερβολική.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, έτσι όπως αναφέρονται στην απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το Νοέμβριο του 2016, ο εφεσείοντας επιτέθηκε σε τρίτο πρόσωπο που βρισκόταν σε συγκεκριμένο οίκημα και αφού τον γρονθοκόπησε ανέβηκε στο διαμέρισμα του, πήρε ένα κυνηγετικό όπλο και βγήκε στη βεράντα του διαμερίσματος.
Άλλο πρόσωπο που κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση είδε τον κατηγορούμενο να κρατά το όπλο και να το έχει στραμμένο προς το μέρος του, λέγοντας του “φύε ρε Χ. γιατί εννά σε παίξω”.
Σε κάποια στιγμή, ο κατηγορούμενος, υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, έριξε δύο πυροβολισμούς οι οποίοι έπληξαν το όχημα του μάρτυρα, καθώς και ένα άλλο όχημα που βρισκόταν σταθμευμένο πίσω από αυτό. Από τους πυροβολισμούς δεν τραυματίστηκε κανένας.
Σύμφωνα την απόφαση του τριμελούς Εφετείου, το βασικό παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψιν τα προβλήματα υγείας του καθώς και ότι αυτός ήταν, στο παρελθόν, χρήστης κοκαΐνης αλλά μετά από σχετική θεραπεία παρέμεινε καθαρός και, γενικώς, ότι η ποινή που του επιβλήθηκε θα μπορούσε να ήταν, υπό τις περιστάσεις, επιεικέστερη.
Οι τρεις δικαστές του Ανωτάτου σημειώνουν στην απόφαση τους ότι «εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσείοντα. Τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία, είναι ιδιαίτερα σοβαρά, ιδίως εκείνο της χρήσης πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ για το οποίο προβλέπεται ανώτατη ποινή φυλάκισης 15 ετών».
«Όπως, ορθά, υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αδικήματα αυτής της φύσης δημιουργούν μεγάλη αναταραχή, φόβο και ανασφάλεια στην κοινωνία και επομένως τα Δικαστήρια δεν επιδεικνύουν ανοχή σε τέτοιου είδους αδικήματα», προσθέτουν.
Επίσης, σημειώνουν, «δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή και βαρύτητα στα προβλήματα υγείας του εφεσείοντα. Αντιθέτως, τα ανάφερε στην απόφαση του και τα έλαβε δεόντως υπόψιν όπως επίσης έλαβε υπόψιν και την πρόκληση που ο εφεσείων δέχθηκε από τους άλλους εμπλεκομένους στο προαναφερόμενο συμβάν».
Το Δικαστήριο, προστίθεται στην απόφαση, «συνυπολόγισε, μεταξύ άλλων και το γεγονός ότι ο εφεσείων είχε εις βάρος του προηγούμενη καταδίκη άλλης φύσεως και επομένως, δεν μπορούσε να έχει την επιείκεια που θα δικαιούτο αν ήταν λευκού ποινικού μητρώου και αν προέβαινε σε παραδοχή».
«Όπως είναι θεμελιωμένο, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν η ποινή είναι, έκδηλα, υπερβολική και όχι όταν η ποινή είναι εντός των λογικών πλαισίων αλλά θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη όπως, ουσιαστικά, εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα» σημειώνεται.
Εν όψει όλων των περιστατικών της υπόθεσης αλλά και των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του Εφεσείοντα, καταλήγουν στην απόφαση τους οι τρεις δικαστές, «θεωρούμε ότι η συνολική ποινή των 3 ½ ετών που του επιβλήθηκε, συνολικά, για τα προαναφερόμενα αδικήματα, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθ` οιονδήποτε τρόπο ως, έκδηλα, υπερβολική».