Ο Συνήγορος του Πολίτη έλαβε αναφορά από παππού δεκαπεντάχρονης µαθήτριας, η επιµέλεια της οποίας του είχε ανατεθεί µε δικαστική απόφαση (συγγενική αναδοχή), για να µην εµποδιστεί η φοίτησή της στο Λύκειο από την έλλειψη ληξιαρχικής πράξης γέννησής της.
Ο Συνήγορος επικοινώνησε µε το σχολείο και επιβεβαίωσε ότι η µαθήτρια θα γινόταν δεκτή στην τάξη της χωρίς αυτό το δικαιολογητικό, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι το πρόβληµα που έπρεπε να επιλυθεί αφορούσε την σύνταξη της ληξιαρχικής πράξης γέννησης.
Η µαθήτρια είχε γεννηθεί µέσα σε γάµο, όµως ο βιολογικός πατέρας της δεν ήταν ο σύζυγος της µητέρας, µε αποτέλεσµα κατά τη γέννηση αυτή να αποκρύψει τον γάµο και το παιδί να φέρει το επώνυµο της, χωρίς στοιχεία πατέρα, στην Βεβαίωση Γέννησης που συνέταξε το Νοσοκοµείο.
Αργότερα, πέθανε ο βιολογικός πατέρας της µαθήτριας και η µητέρα την εγκατέλειψε στη φροντίδα του παππού και της γιαγιάς τής πατρικής γραµµής, που φρόντισαν να γίνει δικαστική προσβολή της πατρότητας, ενώ πέτυχαν την έκδοση δικαστικής απόφασης, που βεβαίωνε το γεγονός της γέννησης και τα στοιχεία του βιολογικού πατέρα (υιού τους), µε σκοπό τη σύνταξη της ληξιαρχικής πράξης γέννησης της εγγονής τους.
Ωστόσο, δεκαπέντε χρόνια µετά τη γέννησή της, η µαθήτρια δεν διέθετε ακόµη ληξιαρχική πράξη γέννησης.
Για την χορήγηση της Βεβαίωσης Γέννησης, η Μαιευτική Κλινική ζητούσε την προσκόµιση πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης της µητέρας. Ο παππούς της ανήλικης αντιµετώπισε την άρνηση του Κέντρου Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ), στο οποίο είχε απευθυνθεί, το οποίο επικαλέστηκε αβάσιµα την προστασία των προσωπικών δεδοµένων της µητέρας.
Ο Συνήγορος επικοινώνησε απευθείας µε το Τµήµα ∆ηµοτολογίου του ∆ήµου, όπου βρισκόταν η οικογενειακή µερίδα της µητέρας και διευκρίνισε τα πραγµατικά περιστατικά, οπότε ο ∆ήµος απέστειλε το αναγκαίο δικαιολογητικό στον κηδεµόνα της ανήλικης.
Παρά ταύτα, το Ληξιαρχείο εξακολουθούσε να µην συντάσσει την απαιτούµενη πράξη, εννέα χρόνια µετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης που βεβαίωνε το γεγονός της γέννησης, µε σκοπό την σύνταξη της σχετικής ληξιαρχικής πράξης.
Προέβαλε δε τον ισχυρισµό ότι ο παππούς δεν ήταν αρµόδιος να προσκοµίσει την Βεβαίωση Γέννησης του Νοσοκοµείου, επειδή δεν ενέπιπτε στα πρόσωπα της διάταξης του ληξιαρχικού νόµου, που ορίζει ότι υπόχρεοι για τη δήλωση των γεννήσεων είναι: ο πατέρας, ο ιατρός, η µαία και οποιοσδήποτε παρίσταται στον τοκετό, δυνητικά δε και η µητέρα ή πληρεξούσιός της (άρ.21 ν.344/1976).
Ο Συνήγορος εξήγησε στο Ληξιαρχείο ότι ο νόµος προσδιορίζει τους υπόχρεους, η παράλειψη των οποίων να προβούν σε δήλωση επισύρει τις κυρώσεις του νόµου. Αυτό όµως δεν αποκλείει άλλους τυχόν δικαιούµενους να προβούν στη δήλωση.
Εξάλλου, υφίσταται λόγος δηµοσίου συµφέροντος για την καταχώρηση των γεννήσεων που πραγµατοποιούνται στην επικράτεια και γι’αυτό η απλή παρουσία τρίτου στον τοκετό γεννά σε βάρος του υποχρέωση να προβεί στη σχετική δήλωση.
Επειδή το Ληξιαρχείο επέµενε στην άρνησή του να δεχθεί την Βεβαίωση Γέννησης, που προσκόµιζε ο παππούς της µαθήτριας, ο Συνήγορος διαβίβασε Έκθεση προς τον ∆ιοικητικό ∆ιευθυντή του Νοσοκοµείου, στη Μαιευτική Κλινική του οποίου γεννήθηκε αυτή, και ζήτησε να αποσταλεί η Βεβαίωση αυτή στο Ληξιαρχείο από το ίδιο το Νοσοκοµείο, δεδοµένου ότι η ∆ιεύθυνσή του είναι επίσης υποχρεωµένη να δηλώσει γέννηση νεογνού (άρ.23 ν.344/1976).
Το Νοσοκοµείο απέστειλε υπηρεσιακά την Βεβαίωση Γέννησης, οπότε το Ληξιαρχείο καταχώρησε στα βιβλία του τη γέννηση της µαθήτριας δεκαέξι χρόνια µετά το γεγονός.