ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
Mihalache κατά Ρουμανίας της 08-07-2019 (αρ. 54012/10) ΤΜΗΜΑ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Καταδίκη του ιδίου κατηγορουμένου σε δύο ποινές σε διαφορετικές διαδικασίες για το ίδιο αδίκημα και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Άρνηση του προσφεύγοντος να υποβληθεί σε εξέταση αίματος στο πλαίσιο αστυνομικού ελέγχου για τον προσδιορισμό του επιπέδου αλκοόλ στο αίμα του. Ισχυρισμός του ότι είχε διωχθεί δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, διότι του επιβλήθηκε, αφενός, διοικητικό πρόστιμο από τον Εισαγγελέα, αφετέρου, καταδικάστηκε από δικαστήριο σε ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή. Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί δύο φορές για το ίδιο αδίκημα κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem. Παραβίαση του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα να μην δικάζεται κάποιος ή να τιμωρείται δύο φορές) της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Erik Aurelian Mihalache, είναι Ρουμάνος υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1975 και ζει στο Tulnici (Ρουμανία). Τον Μάιο του 2008, η αστυνομία σταμάτησε το αυτοκίνητο του προσφεύγοντος για προληπτικό έλεγχο. Υποβλήθηκε σε αλκοτέστ αναπνοής, το οποίο αποδείχτηκε θετικό. Οι αστυνομικοί του ζήτησαν στη συνέχεια να τους συνοδεύσει σε νοσοκομείο για εξέταση αίματος, αλλά ο προσφεύγων αρνήθηκε.
Τον Ιούλιο του 2008, η εισαγγελία άσκησε ποινική δίωξη εναντίον του για άρνηση να υποβληθεί σε εξετάσεις για να προσδιοριστεί το επίπεδο αλκοόλ στο αίμα του. Στις 7 Αυγούστου 2008 η εισαγγελική αρχή περάτωσε τη διαδικασία με το σκεπτικό ότι οι πράξεις που διαπράχθηκαν δεν ήταν αρκετά σοβαρές για να αποτελέσουν αδίκημα. Ωστόσο, διέταξε τον προσφεύγοντα να καταβάλει ένα ποσό περίπου 250 ευρώ ως διοικητικό πρόστιμο. Δεν υποβλήθηκε ένσταση κατά της εν λόγω διαταγής και ο προσφεύγων κατέβαλε το πρόστιμο, μαζί με τα δικαστικά έξοδα, στις 15 Αυγούστου 2008.
Τον Ιανουάριο του 2009, ο εισαγγελέας του ΑΠ αποφάσισε, αυτεπαγγέλτως, να ακυρώσει το πρόστιμο της 7ης Αυγούστου 2008, με την αιτιολογία ότι η διοικητική κύρωση δεν ήταν ενδεδειγμένη υπό το πρίσμα του γενικού και ειδικού βαθμού κινδύνου για την κοινωνία που θέτουν τα γεγονότα της υπόθεσης. Ακολούθως, η υπόθεση παραπέμφθηκε στο γραφείο του εισαγγελέα με σκοπό να συνεχιστεί η ποινική έρευνα.
Τον Μάρτιο του 2009 ο προσφεύγων κλήθηκε σε δίκη. Τον Νοέμβριο του 2009 καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους με αναστολή για άρνηση να υποβληθεί σε εξέταση αίματος. Άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής, αλλά το Εφετείο του Galati απέρριψε την έφεσή του με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης στις 14 Ιουνίου 2010.
Τον Μάρτιο του 2013 ο Γενικός Εισαγγελέας κάλεσε τις οικονομικές αρχές να επιστρέψουν το πρόστιμο που καταβλήθηκε από τον προσφεύγοντα σύμφωνα με τη διάταξη της 7ης Αυγούστου 2008. Τον Οκτώβριο του 2013 ένας αστυνομικός επισκέφτηκε την οικία του προσφεύγοντος για να τον ενημερώσει σχετικά με τη διαδικασία επιστροφής του προστίμου. Σύμφωνα με τα έγγραφα αυτά ο προσφεύγων δεν ζήτησε ποτέ την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7 (δικαίωμα να μην δικαστεί ή τιμωρηθεί κάποιος δύο φορές / “ne bis in idem”)
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η αρχή «ne bis in idem» περιλάμβανε τρία στοιχεία. Πρώτον, και οι δύο διαδικασίες πρέπει να έχουν ποινικό χαρακτήρα. Στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και οι δύο διαδικασίες – που οδήγησαν στη διάταξη της 7ης Αυγούστου 2008 (διοικητικό πρόστιμο) και αυτή που οδήγησε στην απόφαση του Εφετείου του Galati στις 14 Ιουνίου 2010 (ποινής φυλάκισης με αναστολή) – ήταν ποινικού χαρακτήρα.
Δεύτερον, και οι δύο διαδικασίες πρέπει να αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι και στις δύο διαδικασίες ο προσφεύγων διώχθηκε και τιμωρήθηκε επειδή αρνήθηκε να υποβληθεί σε εξέταση αίματος για να καθοριστεί το επίπεδο αλκοόλ στο αίμα του κατά τη διάρκεια της νύχτας από τις 2 προς 3 Μαΐου 2008, μετά από έλεγχο που διεξήγαγε η αστυνομία. Και οι δυο αποφάσεις αφορούσαν τα ίδια πραγματικά περιστατικά και τις ίδιες κατηγορίες.
Τρίτον, πρέπει να υπάρχει επανάληψη των διαδικασιών. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 4 του 7ου Πρωτόκολλου αποσκοπεί στην απαγόρευση της επανάληψης της περατωθείσας ποινικής διαδικασίας. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι το πρόστιμο της 7ης Αυγούστου 2008 αποτελούσε καταδίκη (αποτρεπτική και ποινική κύρωση) η οποία κατέστη αμετάκλητη, εντός της αυτόνομης έννοιας της Σύμβασης, κατά τη λήξη της προθεσμίας των 20 ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 2491 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (CCP). Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι μόνον η δυνατότητα που διατυπώνεται στο άρθρο 2491 του ΚΠΔ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, αποτελούσε ένα «συνηθισμένο» μέτρο για να καθορίσει εάν η απόφαση της 7ης Αυγούστου 2008 κατέστη αμετάκλητη και όχι το ένδικο βοήθημα που έχει στη διάθεσή του ο ανώτερος δημόσιος κατήγορος/εισαγγελέας (άρθρα 270 και 273 του Κ.Π.Δ.), προκειμένου να ακυρωθεί αυτεπαγγέλτως η απόφαση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Λόγω της απουσίας προθεσμίας, το δίκαιο της Ρουμανίας δεν κατόρθωσε να ρυθμίσει με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί το μέτρο αυτό, προκαλώντας πραγματική αβεβαιότητα στον κ. Mihalache όσον αφορά στη νομική του κατάσταση.
Δεδομένου ότι η απόφαση της 7ης Αυγούστου 2008 αποτελούσε «αμετάκλητη απόφαση» εντός της έννοιας της Σύμβασης, η ακύρωσή της από τον ανώτατο εισαγγελέα και η επανέναρξη των διαδικασιών αποτελούσε επανάληψη των τελευταίων. Αυτή η επανάληψη των διαδικασιών θα μπορούσε να είναι συμβατή με το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου, αν η δεύτερη διαδικασία ήταν σύμφωνη με τους όρους του άρθρου 4 § 2 αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Ανώτατος εισαγγελέας είχε εκδώσει την απόφασή του βάσει της ίδιας δικογραφίας και ότι κανένα νέο στοιχείο δεν είχε προσκομιστεί στον φάκελο. Το εκ νέου άνοιγμα της διαδικασίας δεν δικαιολογείται από την εμφάνιση νέων ή πρόσφατα ανακαλυφθέντων γεγονότων ή από οποιοδήποτε θεμελιώδες ελάττωμα της προηγούμενης διαδικασίας. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι που προβάλλει η ανώτατη εισαγγελική αρχή για να δικαιολογήσει την επανέναρξη της διαδικασίας ήταν ασυμβίβαστοι με τα αυστηρά κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου και ότι η επανάληψη της διαδικασίας δεν ήταν δικαιολογημένη.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων καταδικάστηκε με βάση την απόφαση της 7 Αυγούστου 2008, η οποία είχε καταστεί αμετάκλητη κατά την έναρξη της νέας διαδικασίας. Δεδομένου ότι καμία από τις καταστάσεις που επέτρεπαν τον συνδυασμό ή την επανάληψη της δίκης δεν υπήρξε στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων είχε δικαστεί δύο φορές για το ίδιο αδίκημα, κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem. Κατά συνέπεια υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρουμανία πρέπει να καταβάλει στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 470 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
Ξεχωριστές απόψεις
Οι δικαστές Σισιλιάνος, Raimondi, Nussberger, Spano, Yudkivska, Motoc και Ravarani εξέφρασαν κοινή σύμφωνη γνώμη. Οι δικαστές Pinto de Albuquerque και Serghides εκδήλωσαν σύμφωνη γνώμη. Ο δικαστής Bošnjak εξέφρασε σύμφωνη γνώμη, μαζί με τον δικαστή Serghides. Αυτές οι απόψεις επισυνάπτονται στην απόφαση(επιμέλεια www. echrcaselaw.com).