Πλουσιότερα από ποτέ είναι τα γερμανικά νοικοκυριά. Η συνεχής αυξητική τάση των τελευταίων ετών δεν ανακόπτεται ούτε στο πρώτο τρίμηνο του 2019, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε προ ημερών στη δημοσιότητα η Kεντρική Tράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank).
Σε 6.170 δισεκατομμύρια ευρώ ανέρχεται πλέον η συνολική αξία της χρηματικής περιουσίας σε όλη τη χώρα. Σε αυτήν περιλαμβάνονται μετρητά, τραπεζικές καταθέσεις όψεως ή προθεσμίας, αξιόγραφα και αξιώσεις απέναντι σε ασφαλιστικές εταιρίες. Δεν περιλαμβάνονται οι επιχειρηματικές συμμετοχές και τα ακίνητα. Σύμφωνα πάντως με παλαιότερη μελέτη της Bundesbank η συνεχής άνοδος τιμών στην αγορά ακινήτων έχει αυξήσει και τις αποδόσεις για τους ιδιοκτήτες.
Εξειδικευμένες ιστοσελίδες που παρακολουθούν την αύξηση της χρηματικής περιουσίας στη Γερμανία σε πραγματικό χρόνο (όπως η tagesgeldvergleich.net) καταγράφουν το εξής εντυπωσιακό: κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, προστίθενται λίγα ευρώ στο συνολικό αποθεματικό. Πάντως από τη μελέτη της Bundesbank δεν προκύπτει κάποια νέα εκτίμηση για την κατανομή του πλούτου στο πρώτο τρίμηνο του 2019. Παλαιότερες έρευνες κατέγραφαν τεράστιες ανισότητες: ενώ σύμφωνα με την στατιστική κάθε
Γερμανός πολίτης κατέχει χρηματική περιουσία άνω των 200.000 ευρώ, στην πραγματικότητα ούτε ο ένας στους τέσσερις δεν διαθέτει τόσα πολλά χρήματα. Ακόμη και οι αυξημένες αποδόσεις στην αγορά ακινήτων δεν αφορούν τους πολλούς, καθώς το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη Γερμανία δεν ξεπερνά το 45%.
Που οφείλεται η αύξηση;
Σε σχέση με την προηγούμενη καταγραφή, που αφορούσε το τελευταίο τρίμηνο του 2018, η χρηματική περιουσία έχει αυξηθεί κατά 2,6%, ήτοι 153 δισεκατομμύρια ευρώ. Και αυτό γιατί αυξήθηκαν κυρίως τα αποθέματα μετρητών και οι ασφαλιστικές αξιώσεις, ενώ για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια καταγράφουν άνοδο και οι καταθέσεις σε τραπεζικά βιβλιάρια. Πρόκειται για μία διαίσθηση ότι επίκειται άνοδος των τραπεζικών επιτοκίων; Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί στο άμεσο μέλλον, άλλωστε αυτό προκύπτει και από τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αλλά όπως επισημαίνει η ίδια η Bundesbank «εξακολουθεί να εκδηλώνεται μία σαφής προτίμηση για επενδυτικά προϊόντα ρευστοποιήσιμα και χαμηλού ρίσκου». Με απλά λόγια: οι περισσότεροι Γερμανοί θέλουν “λίγα και σίγουρα” χρήματα, αντί για επενδυτικά προϊόντα που υπόσχονται μεγάλα κέρδη, αλλά μπορεί να έχουν και πολλούς κινδύνους.
Σε μία ενδιάμεση κατάσταση κινείται το χρηματιστήριο, που έχει μεν πολλές αβεβαιότητες, αλλά υπόσχεται αποδόσεις μεγαλύτερες από το τραπεζικό βιβλιάριο. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι τα χαμηλά επιτόκια αναγκάζουν πολλούς μικροεπενδυτές να στραφούν προς το χρηματιστήριο τα τελευταία χρόνια, έστω και χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό.
Σύμφωνα με την Bundesbank μόνο η ανοδική πορεία των αγορών στο πρώτο τρίμηνο του 2019 έχει ήδη συνεισφέρει 10 δισεκατομμύρια ευρώ στη συνολική αύξηση της χρηματικής περιουσίας στη Γερμανία. Ωστόσο, οι επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί και δεν φαίνεται να έχουν αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη τους στις αγορές μετά την αποκαλούμενη «φούσκα της νέας οικονομίας». Σύμφωνα με στοιχεία εισηγμένων εταιριών ο συνολικός αριθμός των Γερμανών που διαθέτουν μετοχές ξεπερνά πλέον τα δέκα εκατομμύρια και κυμαίνεται στα υψηλότερα επίπεδα από το 2007, ωστόσο υπολείπεται σημαντικά από τον αριθμό-ρεκόρ των 13 εκατομμυρίων που είχε καταγραφεί το 2001. Ίσως γιατί, όπως προέκυπτε από παλαιότερη έρευνα του Χρηματιστηρίου της Στουτγάρδης, το 65% των ερωτηθέντων βλέπει «υπερβολικό ρίσκο» στις μετοχές.
Περισσότερα (στεγαστικά) δάνεια
Η άλλη, μάλλον ευχάριστη όψη του νομίσματος: τα χαμηλά επιτόκια δεν αφορούν μόνο τις καταθέσεις, αλλά και τις χορηγήσεις. Κατά συνέπεια μπορεί να περιορίζουν τις αποδόσεις, αλλά από την άλλη πλευρά μειώνουν το κόστος δανεισμού. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί ευεργετικό για όσους θέλουν να αποκτήσουν δικό τους σπίτι και διαθέτουν ήδη κάποιο αρχικό κεφάλαιο. Γι αυτόν τον λόγο, εκτιμούν οι αναλυτές, αυξάνεται ο νέος δανεισμός. Σύμφωνα με τη Bundesbank, οι υποχρεώσεις των νοικοκυριών έχουν αυξηθεί κατά 18 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2019. Πρόκειται κυρίως για νέα στεγαστικά δάνεια, τα οποία χορηγούν οι γερμανικές τράπεζες.