Επιστολές προς τον υπουργό Κώστα Τσιάρα και τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης Δημ. Κράνη, με αντικείμενο τους νέους Ποινικού Κώδικες έστειλε η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, υπό την νέα πρόεδρό του, Άννα Ζαΐρη.
Με αυτές εκφράζουν την ανησυχία τους για την άμεση εφαρμογή των νέων κωδίκων (είχαν ζητήσει την απόσυρσή τους για περαιτέρω διαβούλευση) αλλά και τις «έντονες επιφυλάξεις σχετικά με επιμέρους διατάξεις των Κωδίκων προειδοποιώντας, ως είχε θεσμική υποχρέωση, για τον κίνδυνο μαζικών παραγραφών και δημιουργίας αισθήματος ατιμωρησίας αλλά και για την αδυναμία πρακτικής βιωσιμότητας νεοσύστατων θεσμών, χωρίς την προγενέστερη εξασφάλιση της αναγκαίας ενίσχυσης του ανθρωπίνου δυναμικού και των υλικοτεχνικών υποδομών της Εισαγγελίας».
Με την επιστολή προτείνουν πέραν των άλλων τρόπους για να μην «φρακάρει» η Δικαιοσύνη και μεταξύ αυτών:
-Την κατάργηση των δικαστικών συμβουλίων, τα οποία υποχρεωτικά αποφαίνονται για την παραπομπή ή μη σε δίκη κακουργηματικών υποθέσεων . Ζητούν δηλαδή αν υπάρχει συμφωνία ανακριτή και εισαγγελέα η υπόθεση να πηγαίνει απευθείας στο ακροατήριο και να αποφαίνεται το Συμβούλιο, μόνο εφόσον υπάρχει διαφωνία
-Την επαναφορά του παραβόλου για την υποβολή μηνύσεων καθώς ήδη όπως λένε οι μηνύσεις έχουν αυξηθεί κατακόρυφα…
Ολόκληρη Επιστολή έχει ως εξής:
«Θα επιθυμούσαμε να σας συγχαρούμε εκ του σύνεγγυς αλλά επειδή αυτό καθυστερεί και επείγει η ενημέρωσή σας για το φλέγον ζήτημα της εφαρμογής των Κωδίκων, σας συγχαίρουμε εγγράφως και ευχόμαστε ολόψυχα καλή επιτυχία στο έργο σας.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, κατ’ αρχάς θετικά διακείμενη σε κάθε ειλικρινή πρωτοβουλία εκσυγχρονισμού του ποινικού δικαιικού συστήματός μας προς τον σκοπό της επιτάχυνσης και ποιοτικής αναβάθμισης της ποινικής δίκης, εξέφρασε επανειλημμένως έντονες επιφυλάξεις σχετικά με επιμέρους διατάξεις των Κωδίκων προειδοποιώντας, ως είχε θεσμική υποχρέωση, για τον κίνδυνο μαζικών παραγραφών και δημιουργίας αισθήματος ατιμωρησίας αλλά και για την αδυναμία πρακτικής βιωσιμότητας νεοσύστατων θεσμών, χωρίς την προγενέστερη εξασφάλιση της αναγκαίας ενίσχυσης του ανθρωπίνου δυναμικού και των υλικοτεχνικών υποδομών της Εισαγγελίας.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, έχοντας μέσα από την υπηρεσιακή εμπειρία, τη δυνατότητα πρόβλεψης των επικείμενων πρακτικών δυσχερειών της εφαρμογής των Κωδίκων και του ενδεχόμενου κινδύνου αδιεξόδου, πρότεινε ακόμα και κατά την ημερομηνία ψήφισής του από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, την απόσυρσή τους προκειμένου μέσα από περαιτέρω διαβούλευση των επιστημονικών φορέων να αρθούν οι αστοχίες επιμέρους διατάξεων, να εξασφαλιστεί η ευρύτερη δυνατή συναίνεση και να ληφθεί η δέουσα πρόνοια για τη δημιουργία των ελάχιστων αναγκαίων υποδομών πρακτικής εξυπηρέτησής τους, δυστυχώς, όμως, δεν εισακούστηκε.
Εξάλλου, παρά τις περί του αντιθέτου επίμονες υπομνήσεις μας, δεν ελήφθη καμία παράλληλη νομοθετική πρωτοβουλία προς το σκοπό της επιτάχυνσης της ποινικής δίκης, όπως η κατάργηση ή η περαιτέρω περιστολή της χρονοβόρας ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων που σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν υφίσταται και αποδεδειγμένα παρακωλύει την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων, αλλά τουναντίον ενισχύθηκε και μεταφέρθηκε στον ήδη ασθμαίνοντα από τα οργανικά κενά και την ανυπαρξία υποδομών πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ο οποίος θα κληθεί να επιτελέσει την εφαρμογή των νεοσύστατων θεσμών της ποινικής δίκης (ποινική διαπραγμάτευση, ποινική συνδιαλλαγή, ποινική διαταγή κλπ). Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μεγαλύτερη Εισαγγελία της Ευρώπης, την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, τα σαράντα (40) κενά στην πλήρωση των οργανικών θέσεων αντιστοιχούν σε πλέον του ¼ του συνόλου της οργανικής της δύναμης με ό,τι αυτό συνεπάγεται σχετικά με την αδυναμία διαχείρισης του επιπλέον υπηρεσιακού φόρτου που προκάλεσε η εφαρμογή των κωδίκων.
Επιπρόσθετα, εν τοις πράγμασι καταργήθηκε η εφαρμογή του κατά γενική ομολογία πετυχημένου θεσμού του Μονομελούς Εφετείου, με απτές αρνητικές επιπτώσεις στο χρόνο περαίωσης των εκκρεμών υποθέσεων αρμοδιότητας του Εφετείου, οι οποίες στο εγγύς μέλλον θα διαφανούν. Η μοναδική για τα ευρωπαϊκά, ίσως και παγκόσμια δεδομένα πολυνομία ποινικών διατάξεων, όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά με την αποποινικοποίηση ήσσονος σημασίας αδικημάτων των ειδικών ποινικών νόμων, αλλά ενισχύθηκε αφενός με την αναβάθμιση σε πλημμελήματα τέως πταισματικών παραβάσεων του Ποινικού Κώδικα, αλλά και την παράλληλη κατάργηση του παραβόλου της υποβολής έγκλησης σε αμιγώς κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα.
Λαμβάνοντας συνεπώς υπόψη τις νέες υπηρεσιακές ανάγκες που δημιουργούνται από την αιφνιδιαστική εφαρμογή των κωδίκων χωρίς την προγενέστερη εξασφάλιση ανάλογης υποδομής και προκειμένου να εξασφαλιστεί η πολυπόθητη επιτάχυνση της ποινικής δίκης αλλά και η επιτυχία των νεοσύστατων θεσμών που αποτελεί το «στοίχημα» της ευρείας ποινικής μεταρρύθμισης (άλλως θα αποδυναμωθούν ή αδρανοποιηθούν στην πράξη, λόγω αδυναμίας πρακτικής εφαρμογής τους) η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος προτείνει άμεσες νομοθετικές παρεμβάσεις που θα συμβάλλουν με ειλικρίνεια, ρεαλισμό και αποτελεσματικότητα στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης χωρίς ποιοτική υποβάθμισή της και θα διευκολύνουν κατά τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα της ποινικής δικαστηριακής πρακτικής.
Α) Κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας των συμβουλίων για όλα τα αδικήματα αρμοδιότητα Εφετείου Κακουργημάτων και προσαρμογή της διάταξης 309 Κ.Π.Δ. ως εξής «1. Στις περιπτώσεις των κακουργημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των Εφετείων, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών……………..». Είναι γεγονός ότι το 90% και πλέον των βουλευμάτων είναι παραπεμπτικά. Η διαδικασία ενώπιον των συμβουλίων, καθυστερεί την ποινική διαδικασία, συμπιέζει τις προθεσμίες ειδικά όταν συμπληρώνονται όρια προσωρινής κράτησης και πολλές φορές οδηγεί τον χειριζόμενο Ανακριτή, συνυπολογίζοντας και το χρονικό διάστημα της παραμονής της δικογραφίας στη διαδικασία των συμβουλίων, στην ταχεία περαίωσή της χωρίς την εξάντληση των ανακριτικών ενεργειών με ότι αυτό συνεπάγεται. Με την ανωτέρω νομοθετική παρέμβαση, προτείνεται η εξαιρετική διάταξη του άρθρου 309 Κ.Π.Δ. να γίνει ο κανόνας για όλες τις πράξεις αρμοδιότητας Εφετείου Κακουργημάτων και η διαδικασία των συμβουλίων να ακολουθείται μόνο σε περίπτωση μη συμφωνίας Εισαγγελέα ή Προέδρου Εφετών για τήρηση της διαδικασίας απευθείας παραπομπής. (άρθρο 309 παρ.3 Κ.Π.Δ.).
Β) Επαναφορά του παραβόλου της έγκλησης στα αμιγώς κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα (προϊσχύον άρθρο 46 παρ.2 Κ.Π.Δ.) και ευρεία αποποινικοποίηση ήσσονος ποινικής απαξίας αδικημάτων. Είναι γεγονός ότι λόγω της κατάργησης του «φίλτρου» της μικρής οικονομικής επιβάρυνσης της δαπάνης της δίκης από τον εγκαλούντα, για τα αμιγώς κατ’ έγκληση- ήσσονος σημασίας πλημμελήματα, ήδη έχει διαπιστωθεί ότι οι εγχειριζόμενες εγκλήσεις στα Α.Τ. αλλά και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών για κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα έχουν διπλασιαστεί. Εξάλλου είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τα στατιστικά της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών το 1/3 των εκκρεμών 22.000 υποθέσεων στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο αφορούν αδικήματα ήσσονος ποινικής απαξίας με μέγιστο όριο ποινής το ένα έτος φυλάκισης, αποτελούντα διοικητικές παραβάσεις στις ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. παράβαση άρθρου 94 παρ.2-4 Κ.Ο.Κ.). Σε αυτό το μεταβατικό στάδιο της προσαρμογής στα νέα δεδομένα των κωδίκων και μέχρι την εξομάλυνση της δικαστηριακής καθημερινότητας και την ενδεχόμενη αποποινικοποίηση κάποιων διατάξεων που παρακωλύουν τον δικονομικό μηχανισμό απονομής της δικαιοσύνης σε βάρος των σημαντικών υποθέσεων και που η Ένωση Εισαγγελέων έχει ήδη εντοπίσει, θα λειτουργούσε απόλυτα θετικά η άμεση θέσπιση νόμου αναλόγου του Ν.4411/2016 περί παύσης υφ’ όρον της ποινικής δίωξης σε ήσσονος απαξίας ποινικά αδικήματα με μέγιστο όριο ποινής το 1 (ένα) έτος φυλάκισης.
Γ) Επαναφορά του θεσμού του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων ως ίσχυε στην προγενέστερη μορφή του Κ.Π.Δ., ο οποίος λειτούργησε κατά γενική ομολογία επιτυχημένα και έχει ουσιωδώς συμβάλλει στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης χωρίς καμία διαπιστούμενη αντίστοιχη ποιοτική υποβάθμισή της.
Δ) Σε κάθε περίπτωση προτείνεται η άμεση κατάργηση της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 590 παρ.3 Κ.Π.Δ. σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η απόσυρση των υποθέσεων αρμοδιότητας πλέον Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων οι οποίες έχουν προσδιοριστεί στο Μονομελές Εφετείο. Αυτή τη διάταξη θα επιφέρει ανυπολόγιστη υπηρεσιακή δυσχέρεια σε χιλιάδες υποθέσεις που έχουν ήδη προσδιοριστεί και εκκρεμούν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου καθώς μετά την απόσυρσή τους θα πρέπει εν μέσω θέρους να επαναπροσδιοριστούν σε άλλη δικάσιμο και άλλο δικαστήριο και να επανακληθούν οι διάδικοι και μάρτυρες με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε δημόσια δαπάνη, άσκοπο φόρτος εργασίας δικαστικών υπαλλήλων, επιμελητών και αστυνομικών, σύγχυση των διαδίκων και των μαρτύρων που θα οδηγεί σε ενδεχόμενες αναβολές καθώς θα εμφανίζονται (όσοι δεν έχουν λάβουν γνώση της ορθής δικασίμου) σε λάθος τόπο και χρόνο και νομιζόμενες δικασίμους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κύρος και την ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης. Συνεπώς, προτείνεται σε άμεσο χρόνο και πριν προλάβει να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες (καθώς η παραμονή της επηρεάζει δυσμενώς και την προοπτική επαναφοράς του Μονομελούς Εφετείου) η κατάργηση της εν λόγω διάταξης της παραγράφου 3 του άρθρου 590 Κ.Π.Δ. με αποτέλεσμα οι εν λόγω υποθέσεις να καλύπτονται από τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 590 παρ.2 σύμφωνα με την οποία «Υποθέσεις για τις οποίες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα έχει γίνει επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης στον κατηγορούμενο, εκδικάζονται από το δικαστήριο στο οποίο έχουν εισαχθεί».
Κ. Υπουργέ, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος θεωρεί ότι οι ανωτέρω νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, αν γίνουν σε άμεσο χρόνο θα απορροφήσουν τους δικονομικούς κραδασμούς της μεταρρύθμισης των κωδίκων που βαραίνουν κυρίως τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και με μαθηματική ακρίβεια θα τον οδηγήσουν σε ασφυξία αλλά και ταυτόχρονη αποτυχία πρακτικής ευόδωσης των νέων ελπιδοφόρων θεσμών και ευκταίο είναι να λάβετε υπόψη αυτή την παράμετρο στην κατανομή των νέων οργανικών θέσεων που θεσπίστηκαν με την από 27/6/2019 (ΦΕΚ Α 106/2019) Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου.
Παράλληλα, επιτακτική ανάγκη καθίσταται α) η πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων εισαγγελικών λειτουργών (ειδικά του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας), δικαστικών υπαλλήλων και επιμελητών κοινωνικής αρωγής, καθώς και η σύσταση δικαστικής αστυνομίας, β) η εξασφάλιση της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής στις Εισαγγελίες της χώρας, γ) η διόρθωση επιμέρους αστοχιών των κωδίκων που έχουν ήδη εντοπιστεί από τους Εισαγγελείς κατά την πρακτική εφαρμογή τους.
Οι Έλληνες Εισαγγελείς ως γνώστες και εφαρμοστές του δικαίου, μέσα από την πολυετή υπηρεσιακή εμπειρία μας είμαστε πάντα διαθέσιμοι να συνεισφέρουμε (με συγκεκριμένες βελτιωτικές προτάσεις που αφορούν και τις διατάξεις του Π.Κ., τις οποίες ήδη έχουμε ήδη επεξεργαστεί και θα θέσουμε στο άμεσο μέλλον υπόψη σας) με όλες μας τις δυνάμεις στην δημιουργία μίας ποινικής δικαιοσύνης ποιοτικής, ανεξάρτητης, άμεσης και αποτελεσματικής, αντάξιας ή και υπέρτερης των ευρωπαϊκών προτύπων, προς όφελος των Ελλήνων πολιτών και της Δημοκρατίας.
Ευελπιστούμε σε μία ωφέλιμη για τη δικαιοσύνη συνεργασία”.