Μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών έτσι ώστε να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων εξετάζει η κυβέρνηση, ανοίγοντας μεταξύ άλλων την ξεχασμένη συζήτηση για την πληρωμή προς τις τράπεζες των καταπτώσεων από δάνεια που φέρουν την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου.
Οι οφειλές του Δημοσίου προς τις τράπεζες από δάνεια που έχουν δοθεί με κρατική εγγύηση και έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα, προσεγγίζουν σήμερα τα 3 δισ. ευρώ, τα οποία, εάν αφαιρεθεί η αξία των εξασφαλίσεων που έχουν, ανέρχονται σε 1,8 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση εξετάζει να αξιοποιήσει τμήμα από το «μαξιλάρι» ρευστότητας που έδωσε ο ESM στο τέλος του προγράμματος, προκειμένου να αποπληρώσει ένα σημαντικό μέρος αυτών των καταπτώσεων. Εάν υπάρξει συμφωνία με τους πιστωτές, που το βλέπουν θετικά, θα επιλύσει ένα χρόνιο πρόβλημα, παρέχοντας μάλιστα ζεστό χρήμα στις τράπεζες, το οποίο μπορούν να το χρησιμοποιήσουν για νέα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Δάνεια με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου έχουν δώσει κατά καιρούς όλες οι κυβερνήσεις είτε σε επιχειρήσεις είτε σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες, όπως γεωργοί, κτηνοτρόφοι, σεισμόπληκτοι κ.λπ. Ο αριθμός των ανεξόφλητων δανείων που φέρουν καταπτώσεις εγγυήσεων του Δημοσίου φθάνει τις 575.900 και παρά το γεγονός ότι η αποπληρωμή τους αποτελεί συμβατική υποχρέωση του κράτους, μέχρι σήμερα μόλις το 8% έχει αποπληρωθεί, διαιωνίζοντας το πρόβλημα επί σειράν ετών. Το πρόβλημα επισημαίνεται στην τελευταία έκθεση αξιολόγησης των θεσμών, στην οποία γίνεται ειδική αναφορά στην ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος, που αποτελεί βαρίδι για τις τράπεζες.
Η αντιμετώπισή του θα δώσει ένεση ρευστότητας για τις τράπεζες, διευκολύνοντας σε μια κρίσιμη περίοδο που η οικονομία ανακάμπτει, τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Τα επιχειρησιακά πλάνα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (Alpha, Εθνικής, Eurobank και Πειραιώς) προβλέπουν νέες εκταμιεύσεις δανείων ύψους περίπου 14 δισ. ευρώ το 2019, μεγάλο μέρος των οποίων θα καλυφθεί από τις αποπληρωμές δανείων. Η χορήγηση πρόσθετης ρευστότητας από τις οφειλές του Δημοσίου θα βοηθήσει τις τράπεζες να διευρύνουν τις χρηματοδοτικές τους πηγές, μειώνοντας παράλληλα το προβληματικό χαρτοφυλάκιο που έχει δημιουργήσει ο ανεξόφλητος όγκος των δανείων που έχουν δοθεί με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Να σημειωθεί ότι το τραπεζικό σύστημα έχει μηδενίσει την εξάρτησή του από τον ELA και είναι σε θέση να αντλήσει φθηνή ρευστότητα από τη διατραπεζική και από τις καταθέσεις που επίσης αυξάνονται, αλλά σε κάθε περίπτωση οι ανάγκες της οικονομίας και το επενδυτικό κενό που έχει δημιουργηθεί, απαιτούν πρόσθετες πηγές χρηματοδότησης.
Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις, εκεί δηλαδή όπου εντοπίζεται και το μεγαλύτερο χρηματοδοτικό κενό και κυρίως οι μεγαλύτερες χρηματοδοτικές ανάγκες, σημαντικό μέρος της απαιτούμενης ρευστότητας για νέα δάνεια κυρίως προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντλείται από τους ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης.
Η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, έχει μειωθεί κατά 100 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το υψηλότερο επίπεδο δανεισμού που είχε καταγραφεί τον Ιούνιο του 2010, καθώς ο δανεισμός του τραπεζικού τομέα προς την ιδιωτική οικονομία έχει συρρικνωθεί από τα 260 δισ. ευρώ στα 160 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του τμήματος οικονομικής ανάλυσης της Alpha Bank, οι απαιτούμενες επενδύσεις προκειμένου να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε στη χώρα κατά την κρίση και να επανέλθει το απόθεμα κεφαλαίου στο επίπεδο του 2010, υπολογίζονται στα 77 δισ. ευρώ και, όπως παρατηρεί, δεν αρκούν οι πόροι του ΕΣΠΑ και των μεγάλων έργων υποδομών που βρίσκονται σε εξέλιξη.