Δικαστήριο ΕΕ: Οι εκθέσεις προστατεύονται από το δίκαιο ΕΕ περί πνευματικής ιδιοκτησίας μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις – Η προστασία δεν μπορεί να περιοριστεί από την ελευθερία πληροφόρησης και Τύπου
Με τη δημοσιευθείσα στις 29-07-2019 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι η ελευθερία πληροφόρησης και η ελευθερία του Τύπου δε μπορούν να δικαιολογήσουν παρέκκλιση από τα δικαιώματα περί πνευματικής ιδιοκτησίας, πέραν των εξαιρέσεων και των περιορισμών που θεσπίζονται με την οδηγία περί πνευματικής ιδιοκτησίας, ήτοι την οδηγία 2001/29/ΕΚ.
Εντούτοις, σύμφωνα με το ΔΕΕ, όσον αφορά απλές στρατιωτικές εκθέσεις, ο εθνικός δικαστής θα πρέπει, πρωτίστως, να αξιολογήσει κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτως ώστε αυτές οι εκθέσεις να θεωρηθούν ότι προστατεύονται από τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας, προτού προβούν σε έλεγχο επί του κατά πόσον η χρήση των εν λόγω εκθέσεων δύναται νε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τέτοιων εξαιρέσεων ή περιορισμών.
Είναι αξιοσημείωτο εν προκειμένω, ότι ενώ το Δικαστήριο συντάσσεται με τις από 25-10-2018 δημοσιευθείσες προτάσεις του πρώτου γεν. εισαγγελέα του Maciej Szpunar, ως προς τον έλεγχο από τα εθνικά δικαστήρια κατά πόσον τέτοιες εκθέσεις εμπίπτουν στην έννοια «του έργου», στα πλαίσια του δικαίου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, παρόλα αυτά φαίνεται να διαφοροποιεί τη θέση του ως προς τη σύγκρουση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας των εν λόγω εκθέσεων με την ελευθερία πληροφόρησης και την ελευθερία του Τύπου.
Ειδικότερα, ο γεν. εισαγγελέας είχε προτείνει να γίνει δεκτό ότι παρόλο που το κράτος μπορεί να απολαύει του αστικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν επιτρέπεται να το επικαλείται με σκοπό τον περιορισμό ενός άλλου θεμελιώδους δικαιώματος, όπως η ελευθερία της έκφρασης.
Ιστορικό της υπόθεσης
Για λογαριασμό της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), καταρτίζεται μια εβδομαδιαία έκθεση για τις τυχόν επεμβάσεις των Bundeswehr (ομοσπονδιακών ενόπλων δυνάμεων, Γερμανία) στην αλλοδαπή και τις εξελίξεις στην εκάστοτε ζώνη επιχειρήσεων. Οι εκθέσεις αυτές, υπό την ονομασία «Unterrichtung des Parlaments» (προς ενημέρωση του Κοινοβουλίου, ή αλλιώς «UdP»), αποστέλλονται σε ορισμένους βουλευτές του Bundestag (Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, Γερμανία), σε μονάδες του Bundesministerium der Verteidigung (Ομοσπονδιακό Υπουργείο Άμυνας, Γερμανία) και σε άλλα ομοσπονδιακά υπουργεία, καθώς και σε ορισμένες υπηρεσίες υπαγόμενες στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Άμυνας. Οι UdP χαρακτηρίζονται ως «διαβαθμισμένα έγγραφα – Περιορισμένη πρόσβαση», που είναι ο χαμηλότερος βαθμός εμπιστευτικότητας. Παράλληλα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δημοσιεύει συνοπτική εκδοχή των UdP υπό την ονομασία «Unterrichtung der Öffentlichkeit» (προς ενημέρωση του κοινού, ή αλλιώς «UdÖ»).
Η Funke Medien NRW, εταιρία που διέπεται από το γερμανικό δίκαιο, έχει την εκμετάλλευση της διαδικτυακής πύλης της καθημερινής εφημερίδας Westdeutsche Allgemeine Zeitung. Στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 ζήτησε πρόσβαση στο σύνολο των UdP που είχαν συνταχθεί κατά την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 2001 έως 26 Σεπτεμβρίου 2012. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να έχει ιδιαιτέρως αρνητικές συνέπειες για τα ευαίσθητα, από απόψεως εθνικής ασφαλείας, συμφέροντα των ομοσπονδιακών ενόπλων δυνάμεων. Πλην όμως, η Funke Medien NRW απέκτησε, με άγνωστο τρόπο, μεγάλο μέρος των UdP και δημοσιοποίησε πολλά από αυτά υπό την ονομασία «Afghanistan-Papiere» (έγγραφα για το Αφγανιστάν).
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν ζήτησε την άσκηση ποινικής δίωξης για τη δημοσίευση εμπιστευτικών πληροφοριών, εκτιμώντας ότι η απειλή για την εθνική ασφάλεια που προέκυψε από τη δημοσίευση των εγγράφων δεν ήταν τέτοιου βαθμού ώστε να δικαιολογηθεί επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης και στην ελευθερία του Τύπου.
Ωστόσο, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, θεωρώντας ότι η Funke Medien NRW είχε προσβάλει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας της επί των σχετικών στρατιωτικών εκθέσεων, άσκησε σε βάρος της αγωγή παραλείψεως ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο)ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το ενωσιακό δίκαιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας, και συγκεκριμένα υπό το φως του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο διευκρινίζει, καταρχάς, ότι στον εθνικό δικαστή εναπόκειται, πρωτίστως, να κρίνει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτως ώστε στρατιωτικές εκθέσεις, ή ορισμένα στοιχεία τους, να μπορούν να προστατευθούν με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας.
Αυτές οι εκθέσεις μπορούν να προστατευθούν με δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι εκθέσεις αυτές συνιστούν προσωπικό πνευματικό δημιούργημα που αντανακλά την προσωπικότητα του συντάκτη τους και αποτυπώνεται στις ελεύθερες και δημιουργικές επιλογές στις οποίες ο τελευταίος προέβη κατά την κατάρτισή τους.
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, στην περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτως ώστε οι στρατιωτικές εκθέσεις να μπορούν να χαρακτηριστούν ως «έργα», η ελευθερία πληροφόρησης και η ελευθερία του Τύπου δεν μπορούν να δικαιολογήσουν, πέραν των εξαιρέσεων και των περιορισμών που προβλέπονται στην οδηγία 2001/29/ΕΚ, παρέκκλιση από τα αποκλειστικά δικαιώματα του δημιουργού για αναπαραγωγή του έργου του και παρουσίασή του στο κοινό.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ως προς αυτό, σκοπός της εναρμόνισης στην οποία προβαίνει η οδηγία 2001/29/ΕΚ είναι να διατηρηθεί, ιδίως στο ηλεκτρονικό περιβάλλον, μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του συμφέροντος των κατόχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων για προστασία της διανοητικής τους ιδιοκτησίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του Χάρτη, και, αφετέρου, της προστασίας των συμφερόντων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών προστατευόμενων αντικειμένων, ιδίως δε της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησής τους, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη, καθώς και του γενικού συμφέροντος.
Οι μηχανισμοί για να επιτευχθεί η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διαφόρων αυτών δικαιωμάτων και συμφερόντων ενυπάρχουν στην ίδια την οδηγία 2001/29/ΕΚ, υπό την έννοια ότι αυτή προβλέπει ειδικότερα, αφενός, τα αποκλειστικά δικαιώματα των δικαιούχων και, αφετέρου, τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που τα κράτη μέλη μπορούν, ή και οφείλουν, να μεταφέρουν στην εσωτερική τους έννομη τάξη σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα δικαιώματα.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ακόμα ότι στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα αντίστοιχα προς τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στον Χάρτη και των αντίστοιχων δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, χωρίς να θίγεται η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως καθίσταται σαφές από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με τη στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και της ελευθερίας έκφρασης, το δικαστήριο αυτό έχει υπογραμμίσει ιδίως την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη κατά πόσον πρόκειται για το είδος της «συζήτησης» ή της πληροφορίας που έχει ιδιαίτερη σημασία, στο πλαίσιο ιδίως του πολιτικού διαλόγου ή ενός διαλόγου που άπτεται του γενικού συμφέροντος.
Υπό τις περιστάσεις αυτές, και με δεδομένο ότι από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Funke Medien όχι μόνο δημοσίευσε τις UdP στον ιστότοπό της, αλλά και τις παρουσίασε με συστηματοποιημένο τρόπο, συνοδευόμενες από πρόλογο, πρόσθετους συνδέσμους και πρόσκληση για υποβολή σχολίων, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η δημοσίευση των εν λόγω εγγράφων μπορεί να συνιστά «χρήση έργων […] κατά την παρουσίαση της επικαιρότητας», υπό την έννοια της σχετικώς προβλεβθείσας στην οδηγία 2001/29/ΕΚ εξαίρεσης.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA