Η συσσώρευση των εντάσεων, οικονομικών και γεωπολιτικών, στο διεθνές πεδίο φέρνει την Ευρώπη μεταξύ της αμερικανικής σφύρας και του ρωσοκινεζικού άκμονος. Αλλά και στο εσωτερικό της γηραιάς ηπείρου, η ηγεμονεύουσα Γερμανία βρίσκεται πιεσμένη ανάμεσα στις φυγόκεντρες τάσεις που δρομολογεί η έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. και τις (όχι λιγότερο ενοχλητικές για το Βερολίνο) φιλοδοξίες της Γαλλίας για περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ο αγγλοσαξονικός παράγοντας παίρνει την πρωτοβουλία των κινήσεων, αφενός με την επιλογή της νέας βρετανικής κυβέρνησης του Μπόρις Τζόνσον να προβάλει αξιόπιστα την απειλή ενός ασύντακτου Brexit στις 31 Οκτωβρίου και αφετέρου την ετοιμότητα του Ντόναλντ Τραμπ να στοχοποιήσει την ίδια τη Γερμανία.
Πολλαπλά μέτωπα
Οι εμπορικοί πόλεμοι τους οποίους έχει δρομολογήσει ο ένοικος του Λευκού Οίκου έχουν ήδη πλήξει εμμέσως τη γερμανική εξαγωγική μηχανή, διά της καθήλωσης της διεθνούς ζήτησης, χωρίς καν να έχει υλοποιηθεί (πέρα από την επιβολή δασμών στον χάλυβα και στο αλουμίνιο) η απειλή για ευθεία λήψη μέτρων κατά της ευρωπαϊκής πλευράς, και δη της αυτοκινητοβιομηχανίας της.
Ο τεχνολογικός πόλεμος, ο οποίος ήδη μαίνεται μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, δημιουργεί πρόσθετα διλήμματα εντεύθεν του Ατλαντικού, με την επιθετική προσπάθεια της Ουάσινγκτον να ανακόψει την είσοδο της Huawei στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών δικτύων κινητής τηλεφωνίας πέμπτης γενεάς. Επιπλέον, η προοπτική μετατροπής του “πολέμου” σε συναλλαγματικό είναι πάντοτε ορατή, αν κρίνουμε και από τους μύδρους που συχνά εξαπολύει ο Τραμπ για το “αθέμιτο πλεονέκτημα” που εξασφαλίζει η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και για τη βραδύτητα ανταπόκρισης της Fed στις προκλήσεις.
Όμως το πεδίο στο οποίο κατεξοχήν μεταφέρεται η άσκηση των αμερικανικών πιέσεων είναι το γεωπολιτικό, καθώς η Ευρώπη εμφανίζεται ανήμπορη να υπερασπιστεί τη διπλωματική της αξιοπιστία, αλλά και τα επιχειρηματικά της συμφέροντα, μπροστά στην κλιμάκωση της ιρανικής κρίσης – ενώ η Γερμανία, ειδικότερα, εμφανίζεται διχασμένη και ως προς την ευρωατλαντική προσπάθεια να απομονωθεί η Ρωσία, την οποία πάντοτε αντιμετωπίζει ως πολλά υποσχόμενο εταίρο, τουλάχιστον στο οικονομικό πεδίο.
Η ιρανική κρίση
Από αυτή την άποψη, οι εξελίξεις των τελευταίων 24ώρων υπήρξαν χαρακτηριστικές.
Οι ΗΠΑ υπέβαλαν επισήμως αίτημα στη Γερμανία να συμμετάσχει στη σχεδιαζόμενη διεθνή ναυτική δύναμη για την εξασφάλιση της ελευθεροπλοΐας στον Περσικό Κόλπο, μετά και την ακινητοποίηση του βρετανικών συμφερόντων δεξαμενοπλοίου “Stena Impero” από τους Φρουρούς της Επανάστασης του Ιράν. Όμως, η γερμανική πλευρά, έπειτα από μια πρώτη αορίστως θετική ανταπόκριση στην ιδέα, υποχρεώθηκε, αντιμέτωπη με τις ενδοκυβερνητικές και ευρύτερες αντιφάσεις της, να απαντήσει αρνητικά – γεγονός που προκάλεσε την οργή του “αθυρόστομου” Αμερικανού πρεσβευτή στο Βερολίνο, Ρίτσαρντ Γκρενέλ.
“Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στην Ευρώπη. Αυτή η επιτυχία της συνεπάγεται παγκόσμιες ευθύνες”, δήλωσε χαρακτηριστικά ο Γκρενέλ μιλώντας προς την εφημερίδα “Augsburger Allgemeine”, προσθέτοντας, στο ίδιο πνεύμα, ότι η Αμερική θυσίασε πολλά για να βοηθήσει τη χώρα που τον φιλοξενεί “να παραμείνει μέρος της Δύσης”, ενώ συνεχίζει να καταβάλλει τεράστια ποσά, ώστε να συνεχίσουν να σταθμεύουν 34.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί στο γερμανικό έδαφος.
Ο βρετανικός ρόλος
Οι Γερμανοί ιθύνοντες δεν στερούνται επιχειρημάτων. Θεωρούν ότι η ανάπτυξη μιας τέτοιας ναυτικής δύναμης στον Περσικό Κόλπο δεν παρουσιάζει μόνο προφανή ρίσκα, αλλά και αποβλέπει στην απομόνωση του Ιράν, τη στιγμή που χρειάζεται ακριβώς να εντατικοποιηθεί η διπλωματική προσπάθεια για τη διάσωση της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, την οποία κατεξοχήν διαπραγματεύτηκαν και έχουν συνυπογράψει οι “τρεις μεγάλοι” της Ευρώπης, ήτοι Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία.
Ασφαλώς, δεν διαφεύγει τη γερμανική προσοχή το γεγονός ότι η ίδια η Βρετανία, που εξακολουθεί να ομνύει στη συμφωνία του 2015, είναι αυτή που συνέτεινε στην περαιτέρω κλιμάκωση των εντάσεων, με την κατάσχεση στο Γιβραλτάρ, κατόπιν αμερικανικής παρότρυνσης, του ιρανικών συμφερόντων δεξαμενοπλοίου “Grace 1”, απέναντι στην οποία αντέδρασε η Ισλαμική Δημοκρατία με τη δική της κίνηση εναντίον του “Stena Impero”. Ούτε πάλι αισθάνονται βολικά στο Βερολίνο με το γεγονός ότι η ιδέα της δημιουργίας ανεξάρτητης κοινής ευρωπαϊκής ναυτικής αποστολής στον Περσικό Κόλπο (την οποία διατύπωσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Τζέρεμι Χαν, λίγο πριν από τη συγκρότηση της κυβέρνησης Τζόνσον) μετέπεσε στο σενάριο μιας ναυτικής αποστολής υπό αμερικανική διοίκηση και έλεγχο, καίτοι προβλέπεται να αποτελείται κατά 80% από ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Διαιρετική γραμμή
Αν αυτά τα δεδομένα ερμηνεύουν τη σχετική επιφύλαξη των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, δεν επαρκούν για να εξηγήσουν την απολύτως αρνητική στάση των συγκυβερνώντων Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι και πρωταγωνίστησαν στην απόρριψη της αμερικανικής πρόσκλησης. Αποτελεί σημείο τριβής, που επανέρχεται όλο και συχνότερα στους κόλπους του “μεγάλου συνασπισμού”, το γεγονός ότι οι Σοσιαλδημοκράτες αμφισβητούν ουσιαστικά τον ίδιο τον λόγο ύπαρξης του ΝΑΤΟ, προσβλέπουν σε αποκατάσταση των σχέσεων με τη Ρωσία και καταψηφίζουν σταθερά κάθε τυχόν στρατιωτική εμπλοκή της Γερμανίας εκτός συνόρων, με αποτέλεσμα να ψαλιδίζονται οι φιλοδοξίες και για οικοδόμηση ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας.
Όλα αυτά τη στιγμή που η αρχηγός των Χριστιανοδημοκρατών και νέα υπουργός Άμυνας, Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, υπόσχεται να εκπληρωθεί σταδιακά η δέσμευση έναντι του ΝΑΤΟ για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, ενώ ο Σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, φροντίζει για τη συνέχιση της καθήλωσής τους στο 1,2%.
Δεν πρόκειται απλώς για μια νέα διαχωριστική γραμμή που προορίζεται να βαθύνει στη γερμανική δημόσια ζωή, αλλά για την πολλοστή εκδήλωση μιας ευρύτερης αντίφασηςτην οποία βιώνει η όλη Γερμανία ανάμεσα στην πρωταγωνιστική οικονομική της θέση και την απροθυμία ανάληψης του γεωπολιτικού κόστους που αυτή συνεπιφέρει.
Τα πλεονεκτήματα από την ανάπτυξη που εξασφαλίζει μια ατελής νομισματική ενοποίηση της Ευρωζώνης (δίχως δημοσιονομικές μεταβιβάσεις ή πραγματική εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, όπως για άλλη μία φορά υπενθύμισε τις μέρες αυτές η ενασχόληση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης με τη νομιμότητα της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης), παράλληλα με την παραμονή υπό την “ατλαντική ομπρέλα”, δεν μπορούν να διατηρηθούν όταν ο υπερατλαντικός εταίρος αποφασίζει να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του, εκμεταλλευόμενος την ευρωπαϊκή έλλειψη στρατηγικής αυτονομίας.
Στόχος και ο NordStream2
Σαν να μην έφτανε, άλλωστε, η ταπείνωση της φυγής των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από την ιρανική αγορά, για τον φόβο των δευτερογενών αμερικανικών κυρώσεων, καθώς και η αδυναμία ενεργοποίησης του ειδικού συστήματος πληρωμών Instex, που θα επέτρεπε τη συνέχιση των συναλλαγών με την Ισλαμική Δημοκρατία, η Γερμανία έρχεται αντιμέτωπη με άλλη μία, μετωπική αυτήν τη φορά, υπονόμευση των συμφερόντων της από τις ΗΠΑ.
Η αρμόδια επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας ενέκρινε την Τετάρτη σχέδιο νόμου που προβλέπει την επιβολή κυρώσεων σε εταιρείες και πρόσωπα τα οποία συμμετέχουν στην κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού NordStream2, που θα τροφοδοτεί τη Γερμανία με ρωσικό φυσικό αέριο.
Οι πρώτοι “πυροβολισμοί” του γερμανο-αμερικανικού “πολέμου” έχουν αρχίσει να ακούγονται. Και είναι πολύ αμφίβολο, από την άλλη, αν το Βερολίνο προτιμά να αμυνθεί, υιοθετώντας τις προτάσεις εμβάθυνσης της πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής ενοποίησης που του απευθύνει ο Εμανουέλ Μακρόν.
Χωρίς εφεδρείες μπροστά στο επαπειλούμενο διπλό πλήγμα
Τυχόν ταυτόχρονη δρομολόγηση των κυρώσεων που απειλεί να επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ με παράλληλη άτακτη έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. θα σήμαινε ότι η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία θα έχανε μονομιάς τις δύο μεγαλύτερες εξαγωγικές αγορές της – και μάλιστα σε μια συγκυρία κατά την οποία η μεταποίηση της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης “φρενάρει” επικινδύνως.
Το σοκ αυτό είναι αμφίβολο αν το Βερολίνο έχει προετοιμαστεί να το αντιμετωπίσει επαρκώς. Αλλά και χωρίς αυτό η Γερμανία βιώνει ήδη εξ αντανακλάσεως την αργή συμπίεση που προκαλεί ο σινοαμερικανικός εμπορικός πόλεμος, αυτός που, όπως έδειξαν και οι τελευταίες διμερείς διαπραγματεύσεις, διάρκειας μόλις μισής μέρας, την εβδομάδα αυτή στη Σαγκάη, δεν φαίνεται να εκτονώνεται.
Προτού καν ολοκληρωθούν οι συνομιλίες αυτές, ο ένοικος του Λευκού Οίκου έσπευσε να κατηγορήσει μέσω Twitter την κινεζική πλευρά ότι δεν τηρεί τις υποσχέσεις της να αυξήσει τις εισαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων και ότι στην πραγματικότητα επενδύει (κατά τον ίδιο, ματαίως) στην προοπτική μη επανεκλογής του το 2020.
Όσο για τον εν εξελίξει τεχνολογικό πόλεμο, και μόνο η ανακοίνωση του κινεζικού τεχνολογικού κολοσσού Huawei ότι, παρά τους αμερικανικούς φραγμούς, οι πωλήσεις του αυξήθηκαν κατά 24% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2019, με καθαρή κερδοφορία της τάξης του 8,7%, λέει πολλά.
Εξάρτηση από τις εξαγωγές
Αλλά ο Αμερικανός πρόεδρος δεν περιορίζεται σε αυτό. Οι αναρτήσεις του κατά της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής που προαναγγέλλει ο Μάριο Ντράγκι δείχνουν τις πραγματικές προθέσεις του προς την ευρωπαϊκή πλευρά. Άλλωστε, ήδη από τον Απρίλιο του 2016, επί των ημερών του Ομπάμα, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών είχε θέσει τη Γερμανία σε ειδική λίστα παρακολούθησης για πιθανή χειραγώγηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Φαίνεται πως μόνο η διαιώνιση της εκκρεμότητας με την Κίνα συγκρατεί προς το παρόν τον Τραμπ από το πλήρες άνοιγμα και δεύτερου μετώπου με την Ε.Ε., αν και οι γερμανικές επιχειρήσεις αναθεωρούν η μία μετά την άλλη προς τα κάτω τις προβλέψεις κερδοφορίας τους, λόγω της στάσης αναμονής των Κινέζων παραγωγών και, άρα, της υποχώρησης των γερμανικών εξαγωγών ενδιάμεσων αγαθών.
Για μια χώρα περισσότερο εξαρτημένη από τις εξαγωγές παρά οποιαδήποτε άλλη (και χωρίς τις δυνατότητες αναδίπλωσης της Κίνας στην αχανή εσωτερική της αγορά), η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα διεθνές τοπίο στο οποίο δύσκολα θα σταθεί. Και ο κυριότερος λόγος για αυτό είναι η “γερμανική συνταγή” των προηγούμενων ετών, που βασίστηκε στη μείωση του κόστους εργασίας και των επενδύσεων, με αποτέλεσμα τώρα να λείπουν οι εφεδρείες.
Ο Μπόρις Τζόνσον ετοιμάζεται για “No deal Brexit”
Αυτήν τη φορά τα πράγματα είναι σοβαρά. Ο Μπόρις Τζόνσον εκμεταλλεύεται την αυγουστιάτικη ραστώνη των Βρυξελλών (και τις θερινές διακοπές της Βουλής των Κοινοτήτων) για να ξεδιπλώσει ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι, στο οποίο η πιθανότητα ενός Brexit δίχως συμφωνία να συνιστά πραγματική απειλή – όπως με καθυστέρηση ανακαλύπτουν αναλυτές και επενδυτές στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Η μπάλα περνά στο γήπεδο των “27”. Χωρίς να έχει ακόμη ορίσει κατ’ ιδίαν συνομιλίες με τους ομολόγους του στις κυριότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ο ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ καθιστά σαφές ότι εναπόκειται πλέον στους εταίρους του να μετακινηθούν από ανελαστικές θέσεις τους.
Για τον ίδιο, το Brexit είναι κάτι που θα συμβεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες στις 31 Οκτωβρίου. Ευκταίο, αλλά όχι υποχρεωτικό, θα είναι να υπάρξει συμφωνία: όμως αυτή δεν μπορεί να είναι το σχέδιο που απορρίφθηκε ήδη τρεις φορές από το βρετανικό Κοινοβούλιο. Χρειάζεται μια ουσιαστική αλλαγή, που θα συνίσταται στην πλήρη εξάλειψη του backstop, ήτοι της δικλίδας ασφαλείας που κινδυνεύει να εγκλωβίσει μονομερώς τη Βρετανία σε καθεστώς τελωνειακής ένωσης, προκειμένου να μην προκύψει σκληρό σύνορο ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Λεφτά υπάρχουν…
Για να γίνει περισσότερο πιστευτό το μήνυμα, ο Βρετανός πρωθυπουργός έχει δώσει εντολή να πυκνώσουν οι συνεδριάσεις των οργάνων που προετοιμάζουν τα σενάρια μιας ασύντακτης εξόδου.
Μάλιστα, στην πρώτη του σημαντική ανακοίνωση για την πολιτική που θα ακολουθήσει, ο νέος υπουργός Οικονομικών, Σάτζιντ Τζάβιντ,διπλασίασε στις 4,2 δισ. στερλίνες το ποσό που διατίθεται για την προετοιμασία εν όψει του λεγόμενου “no deal Brexit” φέτος. Το ποσό θα αξιοποιηθεί για διαφημιστική και ενημερωτική εκστρατεία, για τη συνδρομή στους Βρετανούς που ζουν στο εξωτερικό, για την εξασφάλιση των προμηθειών φαρμάκων και για τη βελτίωση των υποδομών στα λιμάνια.