Στα τέλη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 40% περίπου του ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν εκτοπισμένο, ο δε αριθμός των θυμάτων πλησίαζε το ένα εκατομμύριο
Τα μικρασιατικά παράλια και ο Πόντος αποτέλεσαν κοιτίδες του ελληνισμού από τον 9ο αιώνα π.Χ., ενώ ολόκληρη σχεδόν η ενδοχώρα της Μικράς Ασίας κατοικήθηκε από Έλληνες ήδη από τον 2ο αιώνα π.Χ.
Από τα μέσα του 11ου αιώνα η Ανατολική Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία απώλεσε σταδιακά (σε διάστημα 400 ετών) την κυριαρχία της στον ευρύτερο χώρο, κι έτσι όλες οι ελληνικές κοινότητες της Μικράς Ασίας και του Πόντου περιήλθαν στην κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περί τα μέσα του 15ου αιώνα.
Παρά τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες έζησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί στην κατοπινή περίοδο, κατάφεραν να διατηρήσουν τη θρησκευτική και κοινοτική τους ύπαρξη έως τις αρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1914 τα ελληνικά Σχολεία της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Θράκης και της Κωνσταντινούπολης ανέρχονταν σε 2.500, ενώ το ελληνικό στοιχείο στις περιοχές αυτές άγγιζε τα 2,5 εκατομμύρια.
Σύμφωνα με οθωμανικές στατιστικές, οι ελληνικοί πληθυσμοί συνέβαλλαν στην οικονομία της χώρας σε ποσοστό 60%, από την άποψη τόσο του κεφαλαίου όσο και του εργατικού δυναμικού.
Η λεγόμενη Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, που κατέλαβε την εξουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Ιούλιο του 1908, τασσόταν θεωρητικώς υπέρ ενός συνταγματικού πολιτεύματος, το οποίο θα εξασφάλιζε την ισονομία όλων των εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας, αλλά οι εξελίξεις διέψευσαν πλήρως τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί.
Μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους Βαλκανικούς πολέμους των ετών 1912-1913, η προαναφερθείσα Επιτροπή αποφάσισε να επιλύσει με δυναμικό τρόπο το πρόβλημα των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξαφανίζοντας από τα πατρογονικά τους εδάφη τούς αυτόχθονες πληθυσμούς
Υπό την ηγεσία των Ισμαήλ Ενβέρ Μπέη, Μεχμέτ Ταλάτ Μπέη και Τζεμάλ Πασά, η Επιτροπή έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο εκτουρκισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διά της εξαλείψεως εθνικών χριστιανικών μειονοτήτων (Αρμενίων, Ποντίων και άλλων αμιγώς ελληνικών πληθυσμών).
Αρχής γενομένης από τα τέλη του 1913 και καθ’ όλη τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 1914 οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης και των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας εξολοθρεύτηκαν και υπέστησαν βίαιο εκτοπισμό, με αποτέλεσμα να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς περίπου 650.000 Έλληνες.
Με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1914, οι εκτοπισμοί των πληθυσμών επικεντρώθηκαν στην ενδοχώρα, ενώ οι στρατεύσιμοι Έλληνες ηλικίας 18-45 ετών οδηγήθηκαν στα τάγματα εργασίας, όπου επικρατούσαν απάνθρωπες συνθήκες.
Από το 1915 οι εκτοπισμοί επεκτάθηκαν στο δυτικό Πόντο με ιδιαίτερη σκληρότητα, ενώ από τον Απρίλιο του 1916 εντατικοποιήθηκε η εκστρατεία των γενικευμένων εθνικών εκκαθαρίσεων.
Στα τέλη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 40% περίπου του ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν εκτοπισμένο, ο δε αριθμός των θυμάτων πλησίαζε το ένα εκατομμύριο.
Μετά την Ανακωχή του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918) οι εναπομείναντες ελληνικοί πληθυσμοί συνέχισαν να ζουν βυθισμένοι στην ανασφάλεια, και γι’ αυτόν το λόγο οι δυνάμεις της Αντάντ έδωσαν την άδεια στην ελληνική κυβέρνηση να αποστείλει στρατεύματα στη Σμύρνη, όπερ και εγένετο το Μάιο του 1919.
Κατά τη διάρκεια της τριετίας 1919-1922 οι ελληνικοί πληθυσμοί που βρίσκονταν εκτός της ζώνης προστασίας των ελληνικών και Συμμαχικών δυνάμεων υπέστησαν βαρείς και ανελέητους διωγμούς.
Ένα ιστορικό ντοκουμέντο με άγνωστες λεπτομέρειες μιας από τις κρισιμότερες περιόδους του ελληνισμού
Στον Πόντο, προπάντων, οι διωγμοί υπήρξαν απηνείς την περίοδο 1921-1923. Μέχρι το 1923 εξοντώθηκαν περίπου 353.000 άτομα, δηλαδή ο μισός ποντιακός πληθυσμός.
Μετά το Σεπτέμβριο του 1922 όσοι Έλληνες (εκτός της Καππαδοκίας και της Κωνσταντινούπολης) επιβίωσαν από τη γενοκτονία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Στη Σμύρνη, μετά την αποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, έλαβε χώρα ως γνωστόν μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ανθρωπότητας, με το θάνατο περίπου 100.000 Ελλήνων και Αρμενίων.
Οι ελληνικοί πληθυσμοί που διέφυγαν τη γενοκτονία μετανάστευσαν στην Ελλάδα, στην Αυστραλία, στην Αμερική, στη Ρωσία και στον Καναδά.
Οι ανωτέρω πράξεις από πλευράς των Τούρκων, που σήμαναν ουσιαστικά το τέλος του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στη Μικρά Ασία, εμπίπτουν στον ορισμό του εγκλήματος της γενοκτονίας σύμφωνα με τη Σύμβαση για την Πρόληψη και την Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (1948), καθώς υπήρχε συγκεκριμένο σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου, που αποτελούσαν ξεχωριστή εθνική, φυλετική και θρησκευτική ομάδα. Το ίδιο ίσχυε και για τους αμιγώς ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας.
Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας έχει αναγνωριστεί με ψηφίσματα της Βουλής των Ελλήνων, κατά τα έτη 1994 και 1998.
Επίσης, η 19η Μαΐου και η 14η Σεπτεμβρίου έχουν καθιερωθεί ως ημέρες μνήμης της γενοκτονίας του ελληνισμού του Πόντου και της Μικράς Ασίας αντίστοιχα.