Ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας στην Ελλάδα
Η βουλευτική ασυλία συνιστά μία νομοθετική κατοχύρωση, η οποία στοχεύει στην προστασία των βουλευτών (σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο) από εξωτερικές πιέσεις και στη διασφάλιση του ανεξάρτητου χαρακτήρα της άσκησης των καθηκόντων τους.
Ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια, οι εκπρόσωποι του λαού έπρεπε να απολαύουν προνομίων, που τους επέτρεπαν να εξασκήσουν το λειτούργημά τους με ανεξαρτησία.
Ασφαλώς πρόκειται περί ενός προνομίου, που πρέπει να συνδέεται στενά με πράξεις του Βουλευτή, που ενεργεί εντός του πλαισίου των καθηκόντων του, το οποίο και δεν θα πρέπει να οδηγεί σε καταχρήσεις , σε έκπτωση του προσταυτευτέου εννόμου αγαθού, σκανδαλισμό των πολιτών και εγκαθίδρυση καθεστώτος πολιτειακής ανισότητας έναντι της Δικαιοσύνης.
Το Ελληνικό Σύνταγμα προβλέπει τα ακόλουθα αναφορικά με το θεσμό της Βουλευτικής ασυλίας :
ΑΡΘΡΟ 61
1. Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των Βουλευτικών καθηκόντων.
2. Ο βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το νόμο ύστερα από άδεια της Βουλής. Αρμόδιο για την εκδίκαση είναι το Εφετείο. Η άδεια θεωρείται ότι οριστικά δεν δόθηκε αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες αφότου η έγκριση περιήλθε στον Πρόεδρο της Βουλής. Αν η Βουλή αρνηθεί να δώσει την άδεια ή αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται ανέγκλητη. Η παράγραφος αυτή έχει εφαρμογή από την προσεχή Βουλευτική περίοδο.
1. Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των Βουλευτικών καθηκόντων.
2. Ο βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το νόμο ύστερα από άδεια της Βουλής. Αρμόδιο για την εκδίκαση είναι το Εφετείο. Η άδεια θεωρείται ότι οριστικά δεν δόθηκε αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες αφότου η έγκριση περιήλθε στον Πρόεδρο της Βουλής. Αν η Βουλή αρνηθεί να δώσει την άδεια ή αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται ανέγκλητη. Η παράγραφος αυτή έχει εφαρμογή από την προσεχή Βουλευτική περίοδο.
3. Ο Βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε.
ΑΡΘΡΟ 62
ΑΡΘΡΟ 62
1. Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυση της και έως την ανακήρυξη των Βουλευτών της νέας Βουλής. Η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής. Η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής. Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.
Ο θεσμός του ανεύθυνου και ακαταδίωκτου των βουλευτών που προβλέπεται στα άρθρα 61 και 62 του Συντάγματος συνιστά στην ουσία έναν περιορισμό του ατομικού δικαιώματος για παροχή δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Σ.). Διότι ο πολίτης όταν έχει θιγεί από κάποιον που απέκτησε τη βουλευτική ιδιότητα, δεν μπορεί να έχει δικαστική προστασία, αν προηγούμενως η Βουλή δεν δώσει την σχετική άδεια.
Αυτός ο κανόνας όμως δεν μπορεί να είναι ανεξαίρετος, δεδομένου ότι πρόκειται για περιορισμό ατομικού δικαιώματος. Μάλιστα η απάντηση στο γιατί και με εφαρμογή ποίων ισοδύναμων ή και ανώτερης τυπικής ισχύος κανόνων δικαίου επιτυγχάνεται η σχετική εξισορρόπηση, δίνεται κατωτέρω:
Στο άρθρο 25 του Συντάγματος προβλέπονται τα ακόλουθα:
ΑΡΘΡΟ 25
1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η
αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
2. Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη.
3. Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται.
Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.
ΑΡΘΡΟ 25
1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η
αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.
2. Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη.
3. Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται.
Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.
Επομένως ακόμα και οι συνταγματικά προβλεπόμενοι περιορισμοί ατομικών δικαιωμάτων, όπως εν προκειμένω η βουλευτική ασυλία, που συνιστά περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, πρέπει να εξετάζονται κατά περίπτωση, ως προς τη συμβατότητά τους προς την αρχή της αναλογικότητας.
Η αρχή αυτή θεμελιώνεται στις ακόλουθες διατάξεις του εσωτερικού μας δικαίου:
Α. Στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 περ. δ’ του Συντάγματος, όπως διατυπώθηκε κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με το Ν. 53/1974 και δυνάμει του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ και έχει τύχει εκτεταμένης επεξεργασίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), ως αρχή του κοινοτικού δικαίου, που περιλαμβάνεται και στη Συνθήκη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και
Β. Στα άρθρα 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που ενσωματώθηκε στο εσωτερικό δίκαιο ως ν.δ. 53/1974. .
Η αρχή αυτή θεμελιώνεται στις ακόλουθες διατάξεις του εσωτερικού μας δικαίου:
Α. Στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 περ. δ’ του Συντάγματος, όπως διατυπώθηκε κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με το Ν. 53/1974 και δυνάμει του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ και έχει τύχει εκτεταμένης επεξεργασίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), ως αρχή του κοινοτικού δικαίου, που περιλαμβάνεται και στη Συνθήκη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και
Β. Στα άρθρα 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης για τα δικαιώματα του ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που ενσωματώθηκε στο εσωτερικό δίκαιο ως ν.δ. 53/1974. .
Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας ο περιορισμός κάποιου ατομικού δικαιώματος για να είναι κατάλληλος, πρέπει να επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δεν πρέπει να είναι επαχθέστερος από το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος μέτρο, αλλά πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές μέσο για τον θιγόμενο αποδέκτη του μέτρου , ενώ μεταξύ του μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού πρέπει να υφίσταται μία εύλογη σχέση. Ένας περιορισμός και όταν ακόμη είναι κατάλληλος ή αναγκαίος, δεν πρέπει να συνεπάγεται περισσότερα μειονεκτήματα για τα δικαιώματα του πολίτη, παρά πλεονεκτήματα για τα δημόσια ή ιδιωτικά συνταγματικά συμφέροντα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει.
Ο εφαρμοστής του δικαίου, όταν καλείται να εφαρμόσει διαφορετικές διατάξεις ίσης τυπικής ισχύος, ως είναι οι διατάξεις του Συντάγματος, που θεσπίζουν ατομικά δικαιώματα και την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας , σε σχέση με τη θέσπιση της Βουλευτικής ασυλίας , δεν έχει το δικαίωμα να θεωρήσει κάποια εξ αυτών υποδεέστερης αξίας κάποιας άλλης, αλλά ελέγχοντας τα συγκρουόμενα έννομα αγαθά θα πρέπει να επιδιώξει την ισόρροπη συνεφαρμογή τους. Ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας αφορά την προστασία του κύρους του πολιτεύματος -στην Κοινοβουλευτική του διάσταση- από καταχρηστικές ποινικές διώξεις, που μπορεί να υποκρύπτουν αθέμιτες πιέσεις κατά των Βουλευτών κατατείνοντας στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική εξάντληση και εξόντωσή τους.
Ο εφαρμοστής του δικαίου, όταν καλείται να εφαρμόσει διαφορετικές διατάξεις ίσης τυπικής ισχύος, ως είναι οι διατάξεις του Συντάγματος, που θεσπίζουν ατομικά δικαιώματα και την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας , σε σχέση με τη θέσπιση της Βουλευτικής ασυλίας , δεν έχει το δικαίωμα να θεωρήσει κάποια εξ αυτών υποδεέστερης αξίας κάποιας άλλης, αλλά ελέγχοντας τα συγκρουόμενα έννομα αγαθά θα πρέπει να επιδιώξει την ισόρροπη συνεφαρμογή τους. Ο θεσμός της βουλευτικής ασυλίας αφορά την προστασία του κύρους του πολιτεύματος -στην Κοινοβουλευτική του διάσταση- από καταχρηστικές ποινικές διώξεις, που μπορεί να υποκρύπτουν αθέμιτες πιέσεις κατά των Βουλευτών κατατείνοντας στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική εξάντληση και εξόντωσή τους.
Ωστόσο , για τις παράνομες πράξεις που τέλεσε Βουλευτής πριν λάβει τη βουλευτική του ιδιότητα ή ακόμη και όταν είχε μεν αυτή, πλην όμως οι πράξεις του δεν συνδέονται με πολιτικές επιλογές του σχετικές με τη Βουλευτική του ιδιότητα, ο σκοπός προστασίας του κύρους του πολιτεύματος παύει να υπηρετείται από την βουλευτική ασυλία.
Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί ήδη δύο φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υπόθεση Τσαλκιτζής και Συγγελίδης κατά Ελλάδας), επειδή η άκαμπτη εφαρμογή του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας οδήγησε σε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως το ανθρώπινο αυτό δικαίωμα κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 της Ευρ
ωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το άρθρο 20 του δικού μας Συντάγματος.
ωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το άρθρο 20 του δικού μας Συντάγματος.
Κατά το Δικαστήριο, η απουσία προφανούς σχέσεως με βουλευτική δραστηριότητα απαιτεί μία κατά γράμμα ερμηνεία της έννοιας της αναλογικότητας ανάμεσα στον επιδιωκόμενο σκοπό και στα χρησιμοποιούμενα μέσα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση κατά την οποία οι περιορισμοί στο δικαίωμα προσβάσεως απορρέουν από μία απόφαση πολιτικού οργάνου, ως εν προκειμένω η Βουλή. Ένα διαφορετικό συμπέρασμα θα ισοδυναμούσε με περιορισμό, κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το άρθρο 6 § 1 της Συμβάσεως, του δικαιώματος προσβάσεως των ιδιωτών σε δικαστήριο κάθε φορά που οι καταγγελλόμενες ενώπιον της δικαιοσύνης πράξεις έχουν τελεσθεί από βουλευτή (mutatis mutandis, Cordova κατά της Ιταλίας (no 1), προαναφερθείσα, § 63).
Το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης ότι, αν ερμηνευθεί σωστά στα πλαίσια του Άρθρου 6.1, το Άρθρο 62 του Συντάγματος της Ελλάδας επιτρέπει στη Βουλή των Ελλήνων να αρνείται τη χορήγηση άδειας για ποινική δίωξη μόνο όταν οι ενέργειες , στις οποίες βασίζεται η δίωξη, έχουν εμφανή σχέση με τα βουλευτικά καθήκοντα.»
Υπό την πίεση των καταδικών της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ , αλλά και τη συνεχώς διογκούμενη αντίδραση των πολιτών για την άδικη διεύρυνση και καταχρηστική εφαρμογή μέχρι σήμερα της βουλευτικής ασυλίας μέσα σε ένα καθεστώς γενικευμένης πολιτικής αφασίας και ηθικής κατάρρευσης, ήδη γίνονται νομοθετικά βήματα για την τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής και εφ’ όσον πράγματι θέλουμε να αποκτήσουμε κράτος δικαίου και του Συντάγματος, όπως όμως πάντα καθυστερημένα, υπό την πίεση των εξελίξεων, που επιβάλλουν τους δικούς τους «κανόνες».
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ-ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ