Περίληψη
Η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό αυτού ή από τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων.
Η παρακολούθηση σεμιναρίων εκ μέρους του ενάγοντος για την διαχείριση δύσκολων καταστάσεων, την αποτελεσματική λειτουργία του συνεργείου, την διαχείριση των ανταλλακτικών και την εξυπηρέτηση των πελατών, ουδόλως δύναται να προσδώσει στον ενάγοντα την ιδιότητα του υπαλλήλου.
Αριθμός 661/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου – Εισηγήτρια και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Β. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Μιχαλοπούλου, που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: εταιρείας με την επωνυμία “…” και τον διακριτικό τίτλο “… ΕΠΕ”, πρώην “… …” που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Νικολαΐδη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/3/2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 430/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 436/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/2/2018 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 14-2-2018 και με αριθ. κατάθεσης 137/16-2-2018 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθμό 436/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, η από 15-7-2015 έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, κατά της με αριθμό 430/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε κάνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν την από 12-3-2013 και με αριθμό κατάθ. 1172/2013 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και είχε επιδικάσει στον ενάγοντα για τις αιτίες που αναλυτικά σ’αυτήν αναφέρονται το συνολικό ποσό των 29.260,79 ευρώ, νομιμότοκα κατά τις εκεί διακρίσεις και δικάζοντας την άνω αγωγή, απέρριψε αυτή καθ’ολοκληρίαν από ουσιαστική άποψη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ.1 και 144 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων αναίρεσης (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ). 2. Με τη διάταξη του άρθρ. 10 του Ν. 3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 Π.Δ/μα, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρ. 7 του Ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 του Ν.Δ/τος 2655/1953, ορίζεται ότι: “Ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ` αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικώς ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς και πάν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν γένει υπηρεσίας”. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό αυτού ή από τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων.
Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (ΟλΑΠ 295/1969, ΑΠ 1391/2018, ΑΠ 1114/2017, ΑΠ 1405/2014, ΑΠ 90/2009, ΑΠ 2054/2006, ΑΠ 637/2005). Ειδικότερα, ο μισθωτός που απασχολείται με την επισκευή ή συντήρηση μηχανών αυτοκινήτων ή μηχανοκίνητων οχημάτων χαρακτηρίζεται ως υπάλληλος, όταν συνεισφέρει την εξειδιασμένη εμπειρία και θεωρητική του μόρφωση και αναπτύσσει πρωτοβουλία, αναλαμβάνοντας υπεύθυνα την εργασία του, γιατί με την ανάπτυξη αυτών των ικανοτήτων υπερτερεί το πνευματικό στοιχείο σε σύγκριση με το σωματικό (ΑΠ 1391/2018, Α.Π 1114/2017, ΑΠ 335/1989, Α.Π 1445/1982). Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α` ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου (όταν προσδίδεται σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε ως κακή εφαρμογή (όταν γίνεται εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης), με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ενστάσεων των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, ήτοι αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια αιτιολογιών, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά, που είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, ή όταν η απόφαση έχει ελλείψεις, όσον αφορά το νομικό χαρακτηρισμό των κρίσιμων περιστατικών που έγιναν δεκτά. Αντιφατικότητα αιτιολογιών υπάρχει, όταν εξαιτίας της δεν προκύπτει ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν σωστά εφάρμοσε το νόμο. Η αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια πρέπει να έχει σχέση με ουσιώδεις ισχυρισμούς και κεφάλαια παροχής έννομης προστασίας και επιθετικά ή αμυντικά μέσα και όχι με την επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 681/2014).
3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΚΠολΔ 561 παρ.2), το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, εκτιμώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του και κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής ουσιώδη: ” Η εναγομένη, η οποία διατηρεί συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων μάρκας peugeot επί της … στην …, στις 19 Οκτωβρίου 1994 προσέλαβε με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου τον ενάγοντα, απόφοιτο λυκείου, ως βοηθό μηχανοτεχνίτη αυτοκινήτων (βλ.από 19.10.1994 αναγγελία πρόσληψης), εργάστηκε δε ο τελευταίος ως τέτοιος μέχρι τον Μάρτιο του 2005. Στις 17 Απριλίου 2003 και 23 Σεπτεμβρίου 2003 ο ενάγων παρακολούθησε στη σχολή εκπαίδευσης της … ΑΕ, κείμενη στην …, …, προγράμματα εκπαίδευσης που διοργανώθηκαν από την προαναφερόμενη εταιρία, γενική αντιπρόσωπο αυτοκινήτων Peugeot, και αφορούσαν α. την διαμόρφωση εγκεφάλων ψεκασμού & ΒSI και τη διάγνωση στη λειτουργία εγκεφάλων ψεκασμού & ΒSI, και β. την αναδιπλούμενη οροφή 206 cc, αντίστοιχα. Τα προγράμματα αυτά, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας που εφαρμοζόταν στην κατασκευή των αυτοκινήτων νέας τεχνολογίας, ήταν απαραίτητα προκειμένου να μπορεί ο ενάγων να προβαίνει στις απαραίτητες και αναγκαίες επισκευές των εισερχόμενων στο συνεργείο αυτοκινήτων νέας τεχνολογίας. Ο ενάγων μετά την απόκτηση στις 21.3.2005 της άδειας άσκησης επαγγέλματος μηχανοτεχνίτη από την Δ/νση Συγκοινωνιών της Νομαρχίας Αθηνών-Ανατολικός Τομέας του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών εργάστηκε στην εναγομένη ως μηχανικός αυτοκινήτων. Ο ενάγων προσερχόταν καθημερινά στο συνεργείο με την φόρμα του όπου ασχολείτο με τη διάγνωση των μηχανικών προβλημάτων των αυτοκινήτων που του ανατίθεντο από την Μ. Λ., υπεύθυνη του συνεργείου, καθώς και με την επισκευή των μηχανικών βλαβών τους. Υπεύθυνη του συνεργείου, ως προαναφέρθηκε, ήταν και εξακολουθεί να είναι η Μ. Λ., η οποία βρίσκεται στο γραφείο υποδοχής των πελατών, υποδέχεται τους πελάτες, ανοίγει καρτέλες με τις αναφερόμενες από τους πελάτες βλάβες, ακολούθως αναθέτει, βάσει των αναφερόμενων βλαβών, στους μηχανικούς ή ηλεκτρολόγους, αναλόγως των βλαβών, την επισκευή των οχημάτων. Η προαναφερόμενη, με την ως άνω ιδιότητα της, φρόντιζε για την επισκευή τυχόν βλαβών των μηχανημάτων του συνεργείου, την παραγγελία των ανταλλακτικών και των αναλώσιμων μετά από την καταγραφή των ελλείψεων από τον εργαζόμενο στο τμήμα των ανταλλακτικών και γενικά φρόντιζε για την σωστή και εύρυθμη λειτουργία του συνεργείου επιλύοντας κάθε πρόβλημα που ανέκυπτε. Κατά τη διάρκεια της εργασίας του και μέχρι τέλη Δεκεμβρίου 2012, ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά από Δευτέρα έως Παρασκευή επί 8 ώρες κάθε μέρα λάμβανε δε μέχρι και τον Οκτώβριο του 2012 μηνιαίες μεικτές αποδοχές, ανερχόμενες στο ποσό των 2.079,22 ευρώ. Το ποσό αυτό, το οποίο είχε συμφωνηθεί μεταξύ αυτού και της εναγομένης ως καταβαλλόμενο, ανεξαρτήτως των προβλέψεων της εφαρμοστέας ΣΣΕ (η από 24.6.2008 ΣΣΕ εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου όλων των μεταλλουργικών επιχειρήσεων, καθώς και τμημάτων παραγωγής, επεξεργασίας συναρμολόγησης, συσκευασίας, επισκευής κλπ μετάλλου άλλων επιχειρήσεων όλης της χώρας, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ’αριθμ 69005/3224/6.10.2008 Υπουργική Απόφαση,(ΦΕΚ Β 2107/10.10.2008), πράγματι του καταβαλλόταν σταθερά και ομοιόμορφα τα τελευταία χρόνια και μέχρι τέλος Οκτωβρίου 2012. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 25.10.2012 μεταξύ 6 εργαζομένων της εναγομένης από τους 8 συνολικά, ήτοι του Α. Γ., Γ. Β., Δ. Π., Λ. Δ., Π. Α. και Σ. Φ., συστήθηκε ένωση προσώπων αποτελούμενη από τα 3/5 του συνολικού προσωπικού της εναγομένης, καθόσον στην τελευταία δεν υφίστατο επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση με σκοπό την σύναψη της επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας με την εναγομένη και με εκπροσώπους της τους Γ. Β. και 1. Ακολούθως με την από 8.11.2012 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας που υπογράφηκε μεταξύ των ως άνω εκπροσώπων της ένωσης προσώπων και του εκπροσώπου της εναγομένης συμφωνήθηκε με το άρθρο 2 αυτής, “ότι οι εργαζόμενοι θα αμείβονται στο εξής με σταθερό ημερομίσθιο ή μηνιαίο μισθό, το οποίο θα είναι ίσο με το ύψος των γενικών κατώτατων ορίων του ανειδίκευτου εργατοτεχνίτη ή των υπαλλήλων κατά περίπτωση της ΕΓΣΣΕ, ανεξάρτητα αν τα όρια της ΕΓΣΣΕ μειωθούν. Η σύμβαση αυτή ισχύει για δύο έτη από την ημερομηνία κατάθεσης της στην Επιθεώρηση Εργασίας, η οποία κατατέθηκε στην ως άνω υπηρεσία στις 9.11.2012. Με βάση τη σύμβαση αυτή η εναγομένη από τον Νοέμβριο του 2012 μείωσε τις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος από 2.079,22 ευρώ σε 1.663,48 ευρώ, μείωση η οποία όμως, δεν αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ενάγοντος, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο τελευταίος στην ένδικη αγωγή του, καθόσον αυτή ήταν αποτέλεσμα της ως άνω επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης, που καταρτίσθηκε μεταξύ των προαναφερομένων συμβαλλομένων. Ο ενάγων εργάσθηκε στο συνεργείο της εναγομένης μέχρι τις 31.12.2012, που η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του και του κατέβαλε αποζημίωση απολύσεως εργατοτεχνίτη ύψους 7.464,35 ευρώ, υπολογισθείσα με βάση ημερομίσθιο 63,98 ευρώ, την οποία ο τελευταίος εισέπραξε με επιφύλαξη. Ως προς τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι ήταν υπάλληλος καθόσον ήταν τεχνικός σύμβουλος-προϊστάμενος του συνεργείου και όχι εργατοτεχνίτης οι μάρτυρες απόδειξης και ανταπόδειξης κατέθεσαν τα εξής: Ο μάρτυρας απόδειξης Β. Ν., …… κατέθεσε ότι …….. Η μάρτυρας της εναγομένης Φ. Σ., κατέθεσε ότι……. Περαιτέρω ο μάρτυρας του ενάγοντος Σ. Π., στην ένορκη βεβαίωση του, κατέθεσε ότι……… Εξάλλου ο μάρτυρας της εναγομένης Δ. Κ., στην ένορκη βεβαίωση του, κατέθεσε ότι ………….. Με βάση τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία η υποδοχή, η εξυπηρέτηση και εν γένει επικοινωνία με τους πελάτες της επιχείρησης γινόταν από την Μ. Λ. και όχι από τον ενάγοντα, η παραγγελία των απαραιτήτων για την επισκευή ανταλλακτικών γινόταν από την τελευταία, η επισκευή των αυτοκινήτων γινόταν κατόπιν οδηγιών της προαναφερομένης, ουδέποτε δε ο ενάγων λειτούργησε ως προϊστάμενος άλλων εργαζομένων της επιχείρησης αφού ουδέποτε έδωσε οδηγίες και εντολές για την εκτέλεση συγκεκριμένων επισκευών, με συνέπεια η παρασχεθείσα από αυτόν εργασία, η οποία δεν απαιτούσε εξειδιασμένη θεωρητική κατάρτιση και ιδιάζουσα εμπειρία και κατά την εκτέλεση της οποίας ο ενάγων δεν ανέπτυσσε προσωπική πρωτοβουλία με υπερέχον το πνευματικό στοιχείο, να μην συνιστά προϊόν πνευματικής εργασίας, το οποίο να κυριαρχεί της σωματικής ενέργειας που κατέβαλε ο ενάγων για την εκτέλεση της ανατεθείσας σε αυτόν εργασίας αλλά και της εκτελεσθείσας (επισκευή οχημάτων), ώστε να δύναται να χαρακτηριστεί η εργασία του ως εργασία υπαλλήλου και να προσδίδεται σε αυτόν η υπαλληλική ιδιότητα. Σημειώνεται ότι ο ενάγων, προκειμένου να θεμελιώσει την ιδιότητα του ως υπαλλήλου, προσκομίζει δύο βεβαιώσεις της εταιρίας …, γενική αντιπροσωπεία αυτοκινήτων peugeot, φέρουσες ημερομηνία 19.11.2012 και οι δύο, οι οποίες αναφέρουν η μεν μία ότι ο ενάγων “…. έχει παρακολουθήσει επιτυχώς τα τεχνικά σεμινάρια ….. από 1.2.2001 έως και σήμερα και αφορούν τεχνική παρουσίαση αυτοκινήτων της γκάμας καθώς και διάγνωση και επισκευή τεχνικών προβλημάτων σε μηχανικά, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά μέρη των αυτοκινήτων αυτών.”, η δε δεύτερη ότι o ενάγων “…παρακολούθησε επιτυχώς τα παρακάτω σεμινάρια…….1) Σεμινάριο Receptionist Συνεργείου “Διαχείριση δύσκολων καταστάσεων και τηλεφωνική επικοινωνία”, 2) Σεμινάριο Receptionist Συνεργείου’ Ο Receptionist στην αποτελεσματική λειτουργία του Συνεργείου”, 3) Σεμινάριο “Διαχείριση Ανταλλακτικών και Αποθήκης”, 4) Σεμινάριο ‘Διαδικασίες-Μέθοδοι και Τεχνικές εξυπηρέτησης πελατών Συνεργείου”….”. Η παρακολούθηση σεμιναρίων εκ μέρους του ενάγοντος για την διαχείριση δύσκολων καταστάσεων, την αποτελεσματική λειτουργία του συνεργείου, την διαχείριση των ανταλλακτικών και την εξυπηρέτηση των πελατών, ουδόλως δύναται να προσδώσει στον ενάγοντα την ιδιότητα του υπαλλήλου δεδομένου ότι οι προαναφερόμενες δύσκολες καταστάσεις αντιμετωπίζονταν στην επιχείρηση της εναγομένης από την υπάλληλο Μ. Λ., η οποία ήταν και η μόνη αρμόδια να έρχεται σε επαφή με τους πελάτες. Εξάλλου και η παρακολούθηση εκ μέρους του ενάγοντος σεμιναρίων από 1.2.2001 έως 19.11.2012 που αφορούσαν την τεχνική παρουσίαση αυτοκινήτων της γκάμας καθώς και τη διάγνωση και την επισκευή τεχνικών προβλημάτων σε μηχανικά, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά μέρη των αυτοκινήτων αυτών ουδόλως δύναται να προσδώσει στον ενάγοντα την ιδιότητα του υπαλλήλου αφού η παρακολούθηση αυτών των σεμιναρίων ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση της ανατιθέμενης σε αυτόν εργασίας αφού άλλως δεν θα μπορούσε να εκτελεί την ανατιθέμενη σε αυτόν κάθε φορά εργασία επισκευής καθόσον η συνεχώς εξελισσόμενη προηγμένη τεχνολογία που εφαρμόζεται στα νέας τεχνολογίας οχήματα απαιτεί να μπορεί ο μηχανικός, έστω και εμπειρικός, όπως ήταν ο ενάγων, να διαγνώσκει και να επισκευάζει τα τυχόν ανακύπτοντα προβλήματα. Σημειώνεται ότι ο τρόπος πληρωμής του ενάγοντος με μηναίο μισθό και όχι με ημερομίσθιο δεν αποτελεί στοιχείο καθοριστικό για την υπαγωγή του στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων και τούτο διότι μόνο το είδος της παρεχόμενης εργασίας. Με βάση τα ανωτέρω και δεδομένου ότι η εργασία που προσέφερε ο ενάγων στην εναγομένη ήταν προϊόν σωματικής ενέργειας και όχι προϊόν πνευματικής εργασίας, ως αποδείχθηκε, η αποζημίωση απόλυσης που έπρεπε να του δοθεί κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ήταν αυτή του εργατοτεχνίτη και όχι του υπαλλήλου, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, η οποία έπρεπε να υπολογιστεί με βάση ημερομίσθιο ποσού 63,98 ευρώ. Επομένως, η δοθείσα στον ενάγοντα αποζημίωση απόλυσης εργάτη ποσού 7.464,35 (100 Χ 63,98 Χ 1/6) ευρώ κατά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ήταν η νόμιμη, δεδομένου ότι η αποζημίωση υπολογίστηκε με βάση το ημερομίσθιο των 63,98 ευρώ, το οποίο ήταν αυτό που του καταβαλλόταν κατά τον τελευταίο προ της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας μήνα εργασίας του, και συνεπώς η ένδικη αγωγή κατά το αίτημα της περί καταβολής της διαφοράς μεταξύ της καταβληθείσας αποζημίωσης και της νόμιμης, ως υπαλλήλου σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, ποσού 26.496,24 ευρώ, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Εφετείο, αφού έκανε δεκτή από ουσιαστική άποψη την έφεση της εναγομένης, εκεί εκκαλούσας, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε κρίνει ότι ο ενάγων είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου και είχε επιδικάσει σ’αυτόν για την αιτία αυτή τη διαφορά μεταξύ της καταβληθείσας αποζημίωσης και της νόμιμης( ως υπαλλήλου), ήτοι το ποσό των 13.734,45 ευρώ καταψηφιστικά και το ποσό των 12.761 ευρώ αναγνωριστικά, και αφού δίκασε επί της αγωγής την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το κονδύλιο αυτό.
4. Με την κρίση του αυτή το Μονομελές Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 10 του κωδικοποιημένου ν. 3514/1928, όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του ν. 4558/1930 και τελικά αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 2655/1953. Ειδικότερα, καίτοι δέχθηκε ότι: 1) στις 17 Απριλίου 2003 και 23 Σεπτεμβρίου 2003 ο ενάγων παρακολούθησε στη σχολή εκπαίδευσης της … ΑΕ,προγράμματα εκπαίδευσης που διοργανώθηκαν από την προαναφερόμενη εταιρία, γενική αντιπρόσωπο αυτοκινήτων Peugeot, και αφορούσαν α. την διαμόρφωση εγκεφάλων ψεκασμού & ΒSI και τη διάγνωση στη λειτουργία εγκεφάλων ψεκασμού & ΒSI, και β. την αναδιπλούμενη οροφή 206 cc, αντίστοιχα, 2) τα προγράμματα αυτά λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας που εφαρμοζόταν στην κατασκευή των αυτοκινήτων νέας τεχνολογίας, ήσαν απαραίτητα προκειμένου να μπορεί ο ενάγων να προβαίνει στις απαραίτητες και αναγκαίες επισκευές των εισερχόμενων στο συνεργείο αυτοκινήτων νέας τεχνολογίας, 3) ο ενάγων μετά την απόκτηση στις 21.3.2005 της άδειας άσκησης επαγγέλματος μηχανοτεχνίτη από την Δ/νση Συγκοινωνιών της Νομαρχίας Αθηνών-Ανατολικός Τομέας του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών εργάστηκε στην εναγομένη ως μηχανικός αυτοκινήτων, 4) ο ενάγων προσερχόταν καθημερινά στο συνεργείο με την φόρμα του όπου ασχολείτο με τη διάγνωση των μηχανικών προβλημάτων των αυτοκινήτων, 5) “ο ενάγων προσκομίζει δύο βεβαιώσεις της εταιρίας …, γενική αντιπροσωπεία αυτοκινήτων peugeot, φέρουσες ημερομηνία 19.11.2012 και οι δύο, οι οποίες αναφέρουν η μεν μία ότι αυτός έχει παρακολουθήσει επιτυχώς τα τεχνικά σεμινάρια ….. από 1.2.2001 έως και σήμερα και αφορούν τεχνική παρουσίαση αυτοκινήτων της γκάμας καθώς και διάγνωση και επισκευή τεχνικών προβλημάτων σε μηχανικά, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά μέρη των αυτοκινήτων αυτών.”, η δε δεύτερη ότι o ενάγων “…παρακολούθησε επιτυχώς τα παρακάτω σεμινάρια…….1)Σεμινάριο Receptionist Συνεργείου “Διαχείριση δύσκολων καταστάσεων και τηλεφωνική επικοινωνία”, 2)Σεμινάριο Receptionist Συνεργείου’ Ο Receptionist στην αποτελεσματική λειτουργία του Συνεργείου””, εσφαλμένα στη συνέχεια υπήγαγε τα άνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στις άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, με το να κρίνει ότι 1)ο ενάγων δεν διαθέτει θεωρητική κατάρτιση και ιδιάζουσα εμπειρία 2) ότι προέχει η σωματική ενέργεια του ενάγοντος, 3) ότι δεν υπερέχει απ’ αυτήν το πνευματικό στοιχείο, καθώς και 4)ότι η παρακολούθηση σεμιναρίων εκ μέρους του ενάγοντος για την διαχείριση δύσκολων καταστάσεων, την αποτελεσματική λειτουργία του συνεργείου, την διαχείριση των ανταλλακτικών και την εξυπηρέτηση των πελατών, ουδόλως δύναται να προσδώσει στον ενάγοντα την ιδιότητα του υπαλλήλου.
Περαιτέρω τις άνω διατάξεις τις παραβίασε και εκ πλαγίου, καθόσον διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς, ασαφείς και με αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το ζήτημα των υπηρεσιών που παρείχε ο ενάγων και οι οποίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, καίτοι στην προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται οι επί μέρους εργασίες που εκτελούσε ο ενάγων, από τις οποίες προέκυπτε ότι η εργασία του ως μηχανοτεχνίτη επισκευής αυτοκινήτων ήταν κατά κύριο λόγο μη σωματική και προείχε το πνευματικό στοιχείο, αφού πρωτίστως ασχολείτο με τη διάγνωση των μηχανικών προβλημάτων των αυτοκινήτων, αναπτύσσοντας πρωτοβουλία και αναλαμβάνοντας αξιόλογη ευθύνη σχετικά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, διέθετε δε, τόσο την απαιτούμενη ανάλογη κατάρτιση παρακολουθώντας σεμινάρια και έχοντας αποκτήσει άδεια άσκησης επαγγέλματος μηχανοτεχνίτη από την Δ/νση Συγκοινωνιών και εργαζόμενος στην εναγομένη ως μηχανικός αυτοκινήτων, όσο και εξειδικευμένη εμπειρία, την οποία είχε αποκτήσει από την μακροχρόνια απασχόλησή του στο ίδιο αντικείμενο, επιδεικνύοντας πρωτοβουλία και υπευθυνότητα στο αντικείμενο της εργασίας τους, εντούτοις με ασαφείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, δέχεται ότι οι δύσκολες καταστάσεις της επιχείρησης σχετικά με τις επισκευές των εισερχομένων στην εναγομένη εταιρία αυτοκινήτων αντιμετωπίζονταν αποκλειστικά από την υπάλληλο Μ. Λ. και όχι από τον ενάγοντα, χωρίς να εκθέτει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτουν οι εξειδικευμένες γνώσεις της τελευταίας, ήτοι η δυνατότητα της εν λόγω υπαλλήλου σχετικά με την διάγνωση των προβλημάτων αυτών και τον ενδεικνυόμενο τρόπο αποκατάστασής τους, κατ’ αποκλεισμό του ενάγοντος. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αίτησης, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και αρ. 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
5. Μετά από αυτά πρέπει, κατά παραδοχή του δευτέρου λόγου της αναίρεσης, που κρίθηκε βάσιμος και αφού παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου, που αναφέρεται στο ίδιο κεφάλαιο, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της, που αφορά την αιτούμενη από τον αναιρεσείοντα, με την αγωγή διαφορά μεταξύ της καταβληθείσας και νόμιμης αποζημίωσης υπαλλήλου, το οποίο και πλήττεται με την αίτηση αναίρεσης. Να παραπεμφθεί δε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον, από εκείνο που την εξέδωσε (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 436/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το κεφάλαιο που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το κεφάλαιο αυτό, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Απριλίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ