Η δυσάρεστη διαπίστωση ότι η γεροντική άνοια (η οποία μάλιστα τείνει πλέον να εμφανίζεται και σε όχι ιδιαίτερα προβεβηκυίες ηλικίες) λαμβάνει διαστάσεις μάστιγας στις σύγχρονες κοινωνίες, αποτελεί κοινό τόπο για τον νομικό επιστήμονα που θεραπεύει το αστικό δίκαιο. Κατά σταθερό τρόπο και ρυθμό, εντολείς μας προσέρχονται αναθέτοντάς μας αστικές υποθέσεις απτόμενες διαφορετικών διαδικασιών και περιοχών του Δικαίου.
Ειδικά δε, σε κληρονομικά θέματα, και με δεδομένο ότι η άνοια ως ψυχική-διανοητική νόσος, οδηγεί σε σταδιακή έκπτωση των ανωτέρων νοητικών λειτουργιών και συνιστά διαρκή, μόνιμη και μη αναστρέψιμη νόσο-αναπηρία, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής βελτίωσης, ούτε βέβαια θεραπείας.
Σε πλείστες δε περιπτώσεις, επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό την ψυχοδιανοητική κατάσταση του ασθενούς, και παρακωλύει την ελεύθερη διαμόρφωση της βούλησης και της κρίσης του, αποκλείοντας τη χρήση του λογικού, ώστε σε περίπτωση σύνταξη διαθήκης από τον πάσχοντα διαθέτη, εφ’όσον προκύπτει τέτοια διαταραχή των πνευματικών λειτουργιών και μειωμένη αντίληψη και κρίση του κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, από γεροντική άνοια, να κηρύσσεται άκυρη τέτοια διαθήκη, ακόμα και εάν έχει συνταχθεί ενώπιον συμβολαιογράφου, και παρουσία των απαιτουμένων από τον Νόμο μαρτύρων.
Με την υπ’ αριθ. 2603/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας, που δημοσιεύουμε σήμερα (παραστάς δικηγόρος ο Αλέξης Φ. Αλεξόπουλος), ακυρώθηκε τέτοια συμβολαιογραφική διαθήκη, διότι το Δικαστήριο έκρινε ότι:
- «… η διαθήκη η οποία συντάχθηκε από άτομο, το οποίο κατά το χρόνο σύνταξής της βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, είναι άκυρη. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή. Στην περίπτωση ειδικά που ο διαθέτης πάσχει από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, αν μεν πρόκειται για πάθηση περιοδικού χαρακτήρα, απαιτείται και πάλι να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή βαριά ψυχική διαταραχή, αρκεί η απόδειξη ότι ο διαθέτης κατά την εποχή της σύνταξης της διαθήκης, έπασχε από μόνιμη πνευματική νόσο, αφού αυτή τεκμαίρεται ότι υπάρχει και κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης λόγω της διάρκειάς της (ΑΠ 553/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).»
- «…Κατάσταση που είναι δυνατόν να έχει ως συνέπεια την ανικανότητα για σύνταξη διαθήκης, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη είναι και οι νευροεκφυλιστικές παθήσεις του εγκεφάλου, κλινικό αποτέλεσμα των οποίων είναι η άνοια, όταν από αυτήν προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, ανεξάρτητα από την αιτία που την προκάλεσε, σε βαθμό που να αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης. Η απλή νοητική μείωση, που συχνά συνοδεύει τη γήρανση είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό και η επίκληση και απόδειξή της δεν δικαιολογεί, από μόνη της, ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης (ΑΠ 237/2017, ΑΠ 1337/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).»
- «…ανίκανοι για σύνταξη διαθήκης είναι όσοι τελούν σε δικαστική συμπαράσταση με πλήρη στέρηση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας ή με ρητή στέρηση της ικανότητας να συντάσσουν διαθήκη. Η ανωτέρω διάταξη προβλέπει την ανικανότητα σύνταξης διαθήκης μόνο στις περιπτώσεις που ο διαθέτης έχει τεθεί σε στερητική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική με ρητή στέρηση της ικανότητας προς σύνταξη διαθήκης), αντίθετα, πρόβλεψη για την περίπτωση της επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης δεν υφίσταται. Στην περίπτωση της επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, ο συμπαραστατούμενος μπορεί καταρχήν να συντάξει έγκυρη διαθήκη και χωρίς την έγγραφη συναίνεση του συμπαραστάτη του (άρθρο 129 αρ. 3 ΑΚ), λόγω του αυστηρά προσωπικού χαρακτήρα του δικαιώματος σύνταξης διαθήκης, το οποίο δεν θα ήταν συμβατό με την προηγούμενη συναίνεση τρίτου προσώπου. Ωστόσο, σε αντίθεση με την στερητική δικαστική συμπαράσταση, η οποία κατ’ αμάχητο τεκμήριο συνεπάγεται την ανικανότητα του διαθέτη για έγκυρη σύνταξη διαθήκης, η επικουρική δικαστική συμπαράσταση δεν παράγει αμάχητο τεκμήριο ικανότητας του διαθέτη προς σύνταξη διαθήκης, αντίθετα, το Δικαστήριο, μπορεί εκτιμώντας το αποδεικτικό υλικό, να αναγνωρίσει την ακυρότητα της διαθήκης διαθέτη, ο οποίος τελεί σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, εφόσον κατά τον χρόνο σύνταξής της, συνέτρεχαν στο πρόσωπό του κάποια από τις περιπτώσεις του αριθμού 3 του άρθρου 1719 ΑΚ, δηλαδή αν ο διαθέτης είχε έλλειψη της συνείδησής του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του…»
- Επίσης, ως προς την ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος που προέβαλλαν οι εναγόμενες, το Δικαστήριο έκρινε ότι:
«…το γεγονός ότι ο ενάγων είχε απομακρυνθεί συναισθηματικά από τη διαθέτιδα δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της ένδικης αγωγής, δεδομένου ότι η συμπεριφορά αυτή του ενάγοντος αφορά πρόσωπο τρίτο σε σχέση με την ένδικη διαφορά και όχι τις εναγόμενες, ενώ με το άρθρο 281 ΑΚ ελέγχεται ως καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, όταν έχει προηγηθεί συμπεριφορά του δικαιούχου, η οποία (συμπεριφορά) αφορά τον υπόχρεο του ασκούμενου δικαιώματος και όχι οποιονδήποτε τρίτο, αφού σκοπός του άρθρου 281 ΑΚ είναι να ελέγχεται μόνο η προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου προς τον υπόχρεο και μόνο σε σχέση με το ασκούμενο δικαίωμα, και όχι να ελέγχεται όλη η πρότερη κοινωνική συμπεριφορά του δικαιούχου ακόμα και για ζητήματα που εκφεύγουν της ένδικης διαφοράς. Εξάλλου, ο νόμος, στις περιπτώσεις που θεώρησε ότι πρέπει να ελέγχεται η συμπεριφορά του κληρονόμου απέναντι στον κληρονομούμενο, προέβλεψε ρητά τις έννομες συνέπειες που έχει η υπαίτια, από τον κληρονόμο, διατάραξη των σχέσεων με τον κληρονομούμενο, καθιερώνοντας τη δυνατότητα αποκλήρωσής του (άρθρα 1839 επ. ΑΚ) ή κήρυξης αυτού ανάξιου να κληρονομήσει (άρθρα 1860 επ. ΑΚ). Επιπλέον, σκοπός των διατάξεων των άρθρων 1718, 1719 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 180 ΑΚ, είναι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων που πλήττονται από την σύνταξη διαθήκης, από πρόσωπο ανίκανο προς αυτό. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο ενάγων σκοπεί, μέσω της κρινόμενης αγωγής, να προσπορίσει οικονομικό όφελος, δεν καθιστά από μόνο του καταχρηστική την αγωγή, δεδομένου ότι αυτός είναι ο οικονομικός σκοπός του προβαλλόμενου από τον ενάγοντα δικαιώματος, ενώ καταχρηστική θα ήταν η άσκηση του δικαιώματος μόνο στην περίπτωση που υπήρχε υπέρβαση του ανωτέρω σκοπού, υπέρβαση που κατά τα λοιπά δεν επικαλούνται οι εναγόμενες.»
- Για να καταλήξει ότι: «…η διαθέτιδα βρισκόταν, εξαιτίας της ανοϊκής συνδρομής, σε νοητική διαταραχή η οποία επηρέαζε αποφασιστικά την δικαιοπρακτική βούλησή της, καθόσον ήταν ανίκανη να προσδιορίσει σοβαρά και σταθερά τη βούλησή και να προβεί σε οποιαδήποτε δικαιοπραξία διαχείρισης της περιουσίας της…» και αναγνώρισε την ακυρότητα της προσβαλλόμενης δημόσιας διαθήκης.
Το πλήρες κείμενο της υπ. αρ. 2603/2019 Πολ. Πρ. Αθηνών απόφασης: