Οι τρεις διαφορετικές κατηγορίες «κόκκινων» δανείων ως προς το χρονισμό σχηματισμού προβλέψεων. Τι ισχύει για όσα δάνεια χορηγήθηκαν μετά την 26η Απριλίου 2019 και καταστούν μη εξυπηρετούμενα ή αμφίβολης είσπραξης. Οι διαφορές με όσα χορηγήθηκαν πριν την παραπάνω ημερομηνία.
Τρεις διακριτές κατηγορίες μη εξυπηρετούμενων δανείων και ανοιγμάτων, ως προς το χρονισμό σχηματισμού προβλέψεων, διαθέτει πλέον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μετά την αναθεώρηση των προληπτικών προβλέψεων για τις νέες χορηγήσεις.
Η πρώτη είναι γνωστή και αφορά στο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ανοιγμάτων, η δεύτερη αφορά σε όσα δάνεια είχαν χορηγηθεί πριν την 26η Απριλίου 2019 και «κοκκίνησαν» ή έγιναν αμφίβολης είσπραξης μετά την 1η Απριλίου του 2018. Η τρίτη κατηγορία που προστέθηκε, με την αναθεώρηση, αφορά σε δάνεια που έχουν χορηγηθεί μετά την 26η Απριλίου 2019 και καταστούν μη εξυπηρετούμενα στο μέλλον.
Την 1η Απριλίου 2018 τέθηκε σε ισχύ το addendum της ΕΚΤ για το πώς θα αντιμετωπίζουν οι τράπεζες νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Δάνεια, δηλαδή, που καθίστανται μετά την παραπάνω ημερομηνία μη εξυπηρετούμενα ή αμφίβολης είσπραξης.
Το πλαίσιο προβλέπει ότι για όσα νέα NPEs διαθέτουν εξασφαλίσεις οι τράπεζες θα πρέπει να σχηματίζουν προβλέψεις στο 100% της ονομαστικής αξίας του δανείου, σε βάθος επταετίας. Για όσα δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις δίνεται περίοδος διετίας για ολοσχερή κάλυψη από προβλέψεις.
Αν δεν συμμορφωθούν στις παραπάνω υποδείξεις, ο επόπτης θα αφαιρεί την επίπτωση της προσαρμογής, όταν υπολογίζει την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Με την εποπτική αναθεώρηση, η οποία έλαβε υπ όψιν της σχετικό κανονισμό της Ε.Ε., για όσα δάνεια χορηγήθηκαν μετά την 26η Απριλίου της φετινής χρονιάς και στο μέλλον καταστούν αβέβαιης είσπραξης ή σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, παρέχεται περισσότερος χρόνος για σχηματισμό προβλέψεων. Πρόκειται για εξέλιξη που άρεσε στις αγορές, συντελώντας στη σημερινή άνοδο των τραπεζικών τίτλων σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Ειδικότερα, για όσα δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις και «κοκκινίσουν» οι τράπεζες θα πρέπει να σχηματίσουν προβλέψεις για το 100% του ανεξόφλητου υπολοίπου, εντός 3ετίας. Για όσα διαθέτουν εξασφαλίσεις επί ακινήτων, παρέχεται περίοδος 9 ετών, ενώ όσα διαθέτουν λοιπές εξασφαλίσεις έχουν περίοδο 7 ετών.
Όσον αφορά στα δάνεια που έχουν καταστεί μη εξυπηρετούμενα πριν την 1η Απριλίου του 2018 (απόθεμα) η ΕΚΤ έχει συστήσει στις εγχώριες τράπεζες τα εξής:
- πρέπει να διαθέτουν ως το 2020 προβλέψεις, που να αντιστοιχούν στο 40% της ονομαστικής αξίας, για όσα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με εξασφαλίσεις συμπληρώνουν επταετία σε αυτό το καθεστώς. Η πρόβλεψη θα πρέπει να φθάσει στο 100% το 2026.
- για όσα δεν διαθέτουν εξασφαλίσεις και το 2020 έχουν τουλάχιστον μια διετία σε κατάσταση καθυστέρησης, θα πρέπει οι τράπεζες να διαθέτουν προβλέψεις που να αντιστοιχούν στο 50% της αξίας τους. Οι προβλέψεις θα φθάσουν στο 100% στο τέλος του 2025.
Για όσες τράπεζες δεν συμμορφωθούν προς τις παραπάνω συστάσεις, η ΕΚΤ θα ενσωματώνει το κόστος της προσαρμογής στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, κατά την εποπτική αξιολόγηση.
Στόχος είναι οι τράπεζες να προχωρούν σε ενεργητική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς η βασική τους δουλειά είναι να χορηγούν δάνεια και να εισπράττουν τόκους και δόσεις. Αν δεν μπορούν να εισπράξουν, θα πρέπει να καταγγέλλουν ταχύτερα τα δάνεια και να εκποιούν τις όποιες εξασφαλίσεις.
Η διακράτηση επί σειρά ετών στους ισολογισμούς τους μη εξυπηρετούμενων δανείων καθίσταται περισσότερο κοστοβόρος, σε σχέση με την πώληση δανείων ή την εκποίηση των εξασφαλίσεων.