Στο κόκκινο βρίσκεται η υπηρεσία ασύλου στη Μόρια, με αποτέλεσμα οι αιτούντες άσυλο να περιμένουν περισσότερο από ενάμιση χρόνο για να δώσουν την αναγκαία από τη διαδικασία συνέντευξη. Για όσους φτάνουν σήμερα στο νησί το σχετικό ραντεβού ορίζεται για τον Φεβρουάριο του 2021, χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι αιτούντες είναι υποχρεωμένοι να παραμείνουν στο νησί λόγω της κοινής δήλωσης Ε.Ε. – Τουρκίας, που επιβάλλει γεωγραφικό περιορισμό στο νησί άφιξης. Αντίστοιχα μεγάλη ή και μεγαλύτερη είναι η αναμονή και στα γραφεία ασύλου σε όλη τη χώρα, όπου παραπέμπονται όσοι κρίνονται ευάλωτοι και μεταφέρονται από τα νησιά στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί –το οποίο μπορεί να ξεπεράσει και τα τρία χρόνια– από τη στιγμή της άφιξης στο νησί έως την ανακοίνωση της απόφασης για το εάν το αίτημα ασύλου έγινε τελικά δεκτό, οι άνθρωποι σπάνια παραμένουν ακινητοποιημένοι. «Συχνά, δεν μπορούμε να τους βρούμε για να τους επιδώσουμε την απόφαση», τονίζει στην «Κ» ο Μάριος Καλέας, διευθυντής της υπηρεσίας ασύλου της Λέσβου. Πολλοί είναι αυτοί που κάνουν προσπάθεια να ενταχθούν στην κοινωνία και να στήσουν μια καινούργια ζωή. Και πάνω που τα έχουν καταφέρει, βγαίνει η απόφαση για το αίτημα ασύλου που έχουν καταθέσει και είναι αρνητική.
Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του Γ. (το όνομα και τα στοιχεία του βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας) με καταγωγή από τη Γουινέα, που έφτασε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Λέσβο πριν από τρία χρόνια σε ηλικία 16 ετών. Στην πατρίδα του δούλευε κυριολεκτικά ως σκλάβος στα ορυχεία και στο σώμα του έχει ακόμα τα σημάδια από τις συνέπειες όταν δεν κατάφερνε να βγάλει τη δουλειά που καθόριζε το αφεντικό του. Εμεινε για λίγο καιρό στη Μόρια, αλλά ως ασυνόδευτος ανήλικος κρίθηκε ευάλωτος, εξαιρέθηκε της κοινής δήλωσης Ευρωπαϊκής Ενωσης – Τουρκίας και «κέρδισε» άρση γεωγραφικού περιορισμού. Μεταφέρθηκε από το νησί στην Αθήνα, χωρίς ωστόσο να έχει κάπου να μείνει, οπότε για έξι μήνες ζούσε στον δρόμο. Ευτυχώς για αυτόν ένας φίλος του, ο οποίος επίσης είχε βρεθεί για καιρό σε αστεγία, τον καθοδήγησε στο πώς μπορούσε να καταγραφεί επίσημα, έτσι ώστε να βρει στέγη σε κάποια από τις επίσημες δομές για ασυνόδευτους ανηλίκους.
Επειτα από αρκετούς μήνες ο Γ. βρήκε θέση στη δομή φιλοξενίας του «The Home Project» και ξεκίνησε να πηγαίνει σχολείο, ενώ στο μεταξύ κατέθεσε αίτημα ασύλου. Πέρυσι το καλοκαίρι, όπως και φέτος, ο Γ. δούλεψε σκληρά αλλά δεν ξόδεψε δεκάρα. Καθώς η μητρική του γλώσσα είναι τα γαλλικά, χρησιμοποίησε τα χρήματα για να πάει στο γαλλικό σχολείο γιατί, όπως ο ίδιος λέει, «έτσι έχω περισσότερες πιθανότητες να τα καταφέρω και να πάω σε πανεπιστήμιο στη Γαλλία». Θέλει να κάνει Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές γιατί «το όνειρό μου είναι να καταφέρω να γυρίσω πίσω στη Γουινέα και να βοηθήσω τους ανθρώπους που βρίσκονται εκεί με όσα έχω μάθει».
Μέσα στα δύο χρόνια που βρίσκεται στη δομή ο Γ. έμαθε επίσης αγγλικά και ελληνικά και έκλεισε τα 18. Λίγες ημέρες αργότερα, αφότου γιόρτασε τα γενέθλιά του και ενώ είχαν περάσει τρία χρόνια από την ημέρα που με μια βάρκα είχε φθάσει στη Λέσβο, και ενάμισης χρόνος από την ημέρα που έδωσε συνέντευξη στην υπηρεσία ασύλου, έμαθε ότι το αίτημά του απορρίφθηκε. Ο δικηγόρος που έχει αναλάβει την υπόθεσή του κατέθεσε αίτημα σε δευτεροβάθμια επιτροπή, ωστόσο εξηγεί ότι η εξέλιξη της υπόθεσης δεν είναι καθόλου βέβαιη. Στην πράξη, ένας νέος άνθρωπος που είχε διάθεση να ενταχθεί στην ελληνική και την ευρωπαϊκή κοινωνία, έκανε προσπάθεια και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε, είναι πιθανό να κληθεί έπειτα από πολλά χρόνια να γυρίσει εκεί από όπου ξεκίνησε.
Η μεγάλη καθυστέρηση στις διαδικασίες εξέτασης των αιτημάτων ασύλου με το υπάρχον σύστημα και τις δυνατότητες των υπηρεσιών είναι αναπόφευκτη. Σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθείται αμέσως μετά την καταγραφή και ταυτοποίηση όσων έρχονται στα νησιά από την Αστυνομία και τους υπαλλήλους της υπηρεσίας πρώτης υποδοχής, για κάθε μετανάστη κλείνεται ένα ραντεβού ώστε να καταγραφεί το αίτημα ασύλου που θέλει να υποβάλει. Το ραντεβού συνήθως ορίζεται τρεις με τέσσερις εβδομάδες μετά την άφιξη του ατόμου.
«Απλά μαθηματικά»
Τα πράγματα είναι απλά μαθηματικά, κατά ένα τρόπο, όπως εξηγεί ο Μάριος Καλέας. «Εμείς ως υπηρεσία με βάση το δυναμικό μας έχουμε τη δυνατότητα να καταγράψουμε 600 αιτήματα ασύλου την εβδομάδα. Οταν λοιπόν οι αφίξεις αυτή την εποχή στη Λέσβο υπερβαίνουν τους 1.000 ανθρώπους την εβδομάδα, είναι επόμενο ότι συνέχεια αυξάνονται οι εκκρεμότητες», τονίζει.
Από την κατάθεση έως την εξέταση του αιτήματος μεσολαβούν από ένα έως και δύο χρόνια, εφόσον τα ραντεβού για συνέντευξη κλείνονται σήμερα για τον Φεβρουάριο του 2021 στη Μόρια και ακόμα πιο αργά σε άλλα κέντρα ασύλου στην ενδοχώρα. Μετά την πραγματοποίηση της συνέντευξης μέσα σε 53 ημέρες, κατά μέσον όρο, βγαίνει η απόφαση. «Το πόσο γρήγορα θα βγει η απόφαση εξαρτάται επίσης από το πόσο περίπλοκη είναι, εφόσον κάθε περίπτωση εξετάζεται ατομικά», λέει ο κ. Καλέας. Σε επόμενο στάδιο και εφόσον η απόφαση σε α΄ βαθμό είναι αρνητική, ο αιτών έχει δικαίωμα να προσφύγει σε β΄ βαθμό. «Τις αποφάσεις α΄ και β΄ βαθμού τις παραδίδουν οι υπάλληλοι της υπηρεσίας ασύλου», εξηγεί ο ίδιος. «Οταν σε ένα camp βρίσκονται 11.500 άνθρωποι, οι οποίοι είναι ελεύθεροι να μετακινούνται στο νησί, είναι αυτονόητο ότι πολλές φορές δεν μπορούμε να τους εντοπίσουμε. Επίσης, όταν καταλάβουν ότι η απόφαση θα είναι αρνητική δεν έρχονται να την παραλάβουν», συμπληρώνει.
Η κατάσταση στη Μόρια, ειδικά μετά την αύξηση των αφίξεων τους τελευταίους δύο μήνες, είναι εξαιρετικά δύσκολη για όλους. Ο Βασίλης Ντάβας, πρόεδρος των εργαζομένων και αναπληρωτής υπεύθυνος του Κέντρου Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ) στη Μόρια μετά την παραίτηση του πρώην διοικητή Γιάννη Μπαλπακάκη, ενημέρωσε σχετικά την Παρασκευή τον εισαγγελέα, τονίζοντας ότι το προσωπικό έχει ξεπεράσει πλέον τις δυνάμεις του.