Ενώπιον του Εφετείου κατέφυγε 47χρονος καταδικασθείς για σεξουαλική παρενόχληση 7χρονου κοριτσιού, προσβάλλοντας απόφαση πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο τον είχε καταδικάσει το Δεκέμβριο του 2017 σε επταετή χρόνια φυλάκιση. Η έφεση απορρίφθηκε, με το Ανώτατο Δικαστήριο να υπογραμμίζει τη σοβαρότητα των αδικημάτων σεξουαλικής φύσεως, πολλώ δε μάλλον όταν στρέφονται κατά παιδιών ηλικίας 7-8 χρονών, οι ποινές θα πρέπει να καθίστανται αποτρεπτικές.
Τα γεγονότα
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο 47χρονος, κρίθηκε ένοχος σε εννέα κατηγορίες, μεταξύ των οποίων, σεξουαλικής κακοποίησης, παιδιού και δύο κατηγορίες άσεμνης επίθεσης σε βάρος παιδιού, αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν μεταξύ Σεπτεμβρίου 2014 και Μαΐου 2015.
Συγκεκριμένα., ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος ότι υποχρέωνε την 7χρονη να τον αγγίζει στα γεννητικά όργανα, την εξανάγκαζε να παρακολουθεί ταινίες ερωτικού περιεχομένου ενώ την απειλούσε προκειμένου να μην αποκαλύψει τίποτα από όσα συνέβαιναν διότι θα την χτυπούσε.
Όλα ξεκίνησαν το 2008 όταν ο εφεσίων και η σύζυγος του μετακόμισαν σχεδόν ταυτόχρονα σε διπλανά σπίτια με την οικογένεια της ανήλικης. Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς όταν η ανήλικη πήγε στη Β’ τάξη του Δημοτικού Σχολίου, δεν συμπάθησε τη δασκάλα της και έτσι η μητέρα της αναγκάστηκε να ζητήσει από τη συμβία του εφεσίοντος, η οποία είναι εκπαιδευτικός, να παραδίδει μαθήματα στην κόρη της.
Έτσι, ο 47χρονος, βρήκε την ευκαιρία, σε στιγμές που η συμβία του δεν είχε επιστρέψει στην οικία τους, να προβεί σε άσεμνες πράξεις κατά της ανήλικης.
Τα Χριστούγεννα του 2015, σε οικογενειακή συγκέντρωση η ανήλικη εξομολογήθηκε τα όσα προηγήθηκαν στον 12χρονο εξάδελφο της. Αυτός το είπε στη μητέρα της και τελικά η υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία.
Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο
Η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, με την ίδια την ανήλικη να καταθέτει ως μάρτυρας κατηγορίας σε κεκλεισμένων των θυρών διαδικασία.
Παράλληλα, κατέθεσαν άλλοι πέντε μάρτυρες κατηγορίας, μεταξύ αυτών ο 12χρονος τότε ξάδελφος της αλλά και η Κλινική Ψυχολόγος των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας η οποία είχε αξιολογήσει την ανήλικη.
Κατά την απολογία του ο εφεσίων απέδωσε σε ψεύδη και φαντασιώσεις της 7χρονης τα όσα ακούστηκαν στο δικαστήριο, λόγω του ότι από μόνη της έβλεπε ταινίες ερωτικού περιεχομένου στο tablet της και έπλασε στο μυαλό της αυτές τις πράξεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέρριψε όλους τους λόγους έφεσης του καταδικασθέντος, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων, αναφέροντας στην απόφασή του ότι για κατηγορίες σεξουαλικών αδικημάτων σε παιδιά κάτω των 13 ετών η σχετική νομοθεσία προνοεί μέχρι και δια βίου φυλάκιση. Στην παρούσα περίπτωση, το Κακουργιοδικείο κατά την πρωτόδικη απόφασή του είχε προσμετρήσει τα οικογενειακά δεδομένα του καταδικασθέντος.