Απόσπασμα της απόφασης 1191/2019 (Τμήμα Ζ Ποινικό)
Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, επέβαλε στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Ε.Μ. ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, αφού, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της, με ειδική σκέψη του, για την επιβολή της άνω ποινής έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα της πράξης και την προσωπικότητα του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου και για την εκτίμηση των στοιχείων αυτών χρησιμοποίησε και τα ειδικώς μνημονευόμενα στην απόφαση κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, ενώ δεν ήταν υποχρεωμένο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να διαλάβει στην απόφαση αυτή άλλη ειδικότερη αιτιολογία.
Αναφορικά με την επιβληθείσα στον καταδικασθέντα κατηγορούμενο πενταετή ποινή φυλάκισης, που κυμάνθηκε εντός των ορίων του πλαισίου της προβλεπόμενης ποινής (1 έως 6 έτη ενόψει της αναγνώρισης ελαφρυντικού) και είναι κατώτερη του δυναμένου να επιβληθεί ορίου αυτής, λαμβάνοντας υπόψη και τις προβλέψεις του άρθρου 79 ΠΚ για την επιμέτρηση της ποινής, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του, με τις ανωτέρω παραδοχές, την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 του Π.Κ., την οποίαν ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, η δε επιβληθείσα ποινή, ενόψει της βαρύτητας και της απαξίας της αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο άνω αναιρεσείων, δεν κρίνεται δυσανάλογη.
Η μη αναφορά, ότι λήφθηκε υπόψη η τυχόν υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, δεν συνεπάγεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων Ε.Μ.ς, ούτε έλλειψη αιτιολογίας, αφού η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι πράγματι έχει διαγνωσθεί η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, κάτι που δεν συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Άλλωστε, κριτήριο για την κατάφαση της υπέρβασης αυτής δεν είναι μόνο η παρέλευση δυσανάλογα μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τέλεση του εγκλήματος αλλά, κατά το νόμο (άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 4239/2014), συνεκτιμώνται η καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης, η πολυπλοκότητα των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, η στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και το διακύβευμα της υπόθεσης για τον κατηγορούμενο, όπως δε συνάγεται από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 4239/2014, το ποινικό Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής υποχρεούται να λάβει υπόψη του και να μνημονεύσει με συνοπτική αιτιολογία την κατά άνω υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, εφόσον θετικά διαπιστώσει τη συνδρομή τέτοιας περίπτωσης, ενώ δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει αρνητικά, ότι δεν συντρέχει η περίπτωση αυτή, όταν, μάλιστα, δεν έχει υποβληθεί συναφής ισχυρισμός από τον κατηγορούμενο, δοθέντος και του ότι αυτός (κατηγορούμενος διατηρεί το δικαίωμα να προσφύγει συναφώς στα αρμόδια όργανα, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του άνω νόμου, για τη δίκαιη ικανοποίησή του λόγω της καθυστέρησης της ποινικής διαδικασίας.
Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠοινΔ, προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα, Ε Μ. λόγοι αναίρεσης, προς θεμελίωση των οποίων ο τελευταίος πρόβαλε, ότι η πληττόμενη απόφαση, κατά την επιμέτρηση της επιβληθείσας ποινής, δεν έλαβε υπόψη την υπέρβαση του εύλογου χρόνου της διαδικασίας, που αποτελεί αυτοτελή λόγο μείωσης της ποινής, κατά το ΕΔΔΑ και κατά την παρ. 3 του άρθρου 7 του Ν. 4239/2014, την οποία παραβίασε, εφαρμόζοντας εσφαλμένως την εν λόγω διάταξη αλλά και αυτή του άρθρου 79 του Π.Κ. και χωρίς να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία περί αυτού, είναι αβάσιμοι.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr