Κάθε χρόνο οι θαλάσσιες μεταφορές στην Ευρώπη εκλύουν 140 εκατ. τόνους CO2 στην ατμόσφαιρα. Μία αρνητική επίδοση για την εξέλιξη του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, που ισοδυναμεί με την οικονομική απόδοση 20 χωρών της ΕΕ και που σύμφωνα με επιστημονικές εκτιμήσεις ενδέχεται να αυξηθεί κατά 33 εκατ. τόνους διοξειδίου τον χρόνο.
Παρά τη διαπιστωμένη τούτη κατάσταση, η ΕΕ διστάζει να επιβάλλει την εφαρμογή της Οδηγίας για την Ενεργειακή Φορολόγηση, που προβλέπεται από το Άρθρο 14 του καταστατικού της για επιβολή από τα μέλη της φόρου στα καύσιμα των πλοίων.
Μία παράλειψη, που σύμφωνα με την υπηρεσία UE Transport & Environment, εγγυάται στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών μία έμμεση επιχορήγηση 24 δισ. ευρώ το χρόνο. Δηλ. περισσότερα απ’ όσα διαθέτει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης για τη στήριξη των καλλιεργητών.
Από καιρού η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδιάζει να δρομολογήσει μεταρρυθμίσεις σε μία οξύμωρη στρατηγική, “που έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους της ΕΕ για το περιβάλλον”.
Όμως για να επιτευχθεί αυτό και να επιβληθεί η σχετική φορολογία χρειάζεται η ομόφωνη ψήφισή του από τα κράτη μέλη και είναι δύσκολο τα πιο “γενναιόδωρα” κράτη προς τον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών(Ολλανδία, Βέλγιο, Ισπανία, η προς αποχώρηση Βρετανία και η Ιταλία) να συναινέσουν σε αυτό. Ακόμη και η νέα “οιακοστρόφος” της Επιτροπής, η Γερμανίδα Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, προσανατολίζεται σε μία πιο “επιεική” πολιτική στο σημείο αυτό: στην επέκταση και στις θαλάσσιες μεταφορές του Συστήματος Εξαγοράς Ενέργειας [Emission Trading System (ETS)], που ισχύει και σε άλλους τομείς της οικονομίας.
Σύμφωνα με την Trasport & Environment, η εφαρμογή του ETS στις θαλάσσιες μεταφορές θα απέφερε έσοδα 7,2 δισ. ευρώ τον χρόνο, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην παροχή κινήτρων για τη μετάβαση του εμπορικού στόλου στην ηλεκτροκίνηση (μόνη λύση για μηδενικές εκπομπές διοξειδίου), έχοντας ταυτόχρονα μηδενική επίπτωση στις τσέπες των επιβατών μέσω του εισιτηρίου. Και τούτο γιατί δεν θα προσμετράται πλέον στην τιμή του εισιτηρίου και το κόστος της προμήθειας και της μεταφοράς του πετρελαίου ντίζελ από τα διυλιστήρια και τις παραγωγούς χώρες. Και φυσικά τούτο θα έχει κι ευνοϊκές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην πρόληψη των αρνητικών συνεπειών από την κλιματική αλλαγή.
Παρά τις ευνοϊκές συνέπειες, που θα συμπίπτουν και με τον στόχο της ΕΕ να μειώσει κατά 40% τις εκπομπές ρυπογόνων αερίων CO2 στη ζώνη της έως το 2030, ακόμη και η απλή εφαρμογή του ETS μοιάζει μακρινή σε πολιτικό επίπεδο. Ακόμη και μακροπρόθεσμα. Ήδη ξεκινά από 1ης Ιανουαρίου 2020 η επιβολή του φόρου για εκπομπές Θείου (Sulphur Cap) από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Θαλάσσιων Μεταφορών (ΙΜΟ), που επιτάσσει στα πλοία να χρησιμοποιούν καύσιμα με περιεκτικότητα σε θείο μικρότερη του 0,5%–επτά φορές από το σημερινό όριο. Αποτέλεσμα είναι πολλοί εφοπλιστές να πρέπει να αλλάξουν τον στόλο τους, με σκάφη νέας τεχνολογίας, που χρησιμοποιούν λιγότερο ρυπογόνα καύσιμα (όπως φυσικό αέριο), τα οποία κοστίζουν περισσότερο από τα συμβατικά.
Συνεπώς, είναι δύσκολο ένας τομέας, συνηθισμένος σε φορολογικές απαλλαγές, επιχορηγήσεις και άλλου είδους διευκολύνσεις, να αποδεχθεί και άλλου είδους μέτρα, που θα απαιτούν τροποποίηση του στόλου του σε τόσο βραχύ χρονικό διάστημα. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί πως η χρήση καυσίμων με μειωμένη περιεκτικότητα σε θείο επιβλήθηκε 11 χρόνια μετά τις τεκμηριωμένες επιστημονικές μελέτες, που συσχέτιζαν την πρόωρη θνησιμότητα με τη μόλυνση της ατμόσφαιρας από τις εκπομπές αερίων από τις θαλάσσιες μεταφορές.
Η τελευταία μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό Nature το 2018, αποδίδει σε αυτού του είδους την περιβαλλοντική μόλυνση 400.000 θανάτους από καρκίνο του ήπατος και καρδιοαγγειακά νοσήματα, ενώ θεωρεί ότι είναι υπεύθυνη για 14 εκατ. κρούσματα εμφάνισης παιδικού άσθματος τον χρόνο.