Άρειος Πάγος 744/2019 (Ζ΄ Ποινικό Τμήμα)
Με την υπ’ αριθμ. 744/2019 απόφασή του το Ζ Ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου προχώρησε στην αναίρεση απόφασης Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, με την οποία απορρίφθηκε ο προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, παρά το γεγονός ότι οι αναιρεσείοντες προέβαλαν κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία, κατά την οικεία διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 στοιχ.ε’ Π.Κ., για τη θεμελίωσή τους, το Δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε στους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς ούτε αιτιολόγησε, όπως ήταν υποχρεωμένο, τη σχετική απορριπτική (σιωπηρά) κρίση του.
Η παράλειψη αυτή συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, που επιφέρει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠοινΔ, αλλά και εκείνον από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά τούτο.
Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ και Δ’ του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ακρόασης, καθώς και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επειδή το Δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε αιτιολογημένα στους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς, είναι βάσιμος.
Απόσπασμα της απόφασης
Η επιβαλλόμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης αναφέρεται, τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου.
Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής.
Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη των οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και οι περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 του Π.Κ.
Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το ανωτέρω άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ., θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη σ’ αυτό υπό στοιχείο ε’, ήτοι το ότι ο υπαίτιος “συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του”.
Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, πρέπει η συμπεριφορά του να είναι θετική και επωφελής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη, από τα οποία να προκύπτει σαφής ηθική μεταστροφή του χαρακτήρα του.
Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, που επιφέρει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠοινΔ, ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ.
Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής ή είναι αυτοτελής, αλλά δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία, κατά την οικεία διάταξη, για τη θεμελίωσή του, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγήσουν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλο λόγο ή δεν είναι νόμιμος.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, ο πρώτος από τους αναιρεσείοντες προέβαλε, δια του εκπροσωπήσαντος αυτόν συνηγόρου, μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης, τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. ε’ του ΠΚ), τον οποίο (ισχυρισμό) κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr