H Ευρωπαϊκή Ενωση εξετάζει το ενδεχόμενο θεσμοθέτησης μιας κεντρικής Αρχής για την πάταξη του ξεπλύματος χρήματος, αφότου μια σειρά από μεγάλα σκάνδαλα έκαναν ακόμη πιο χτυπητή την αδυναμία της να προλάβει το «μαύρο» χρήμα, προτού βρει τον δρόμο του διαμέσου του τραπεζικού συστήματος, όπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα Financial Times. Η Γαλλία και η Ολλανδία έχουν επισημάνει πως οι κρίσεις αυτές φανερώνουν την ανάγκη της Ευρώπης να αποκτήσει τον δικό της θεσμικό φορέα επιβολής του νόμου με άμεσες αρμοδιότητες. Εξ ου και οι υπουργοί Οικονομικών των χωρών-μελών της Ε.Ε. θα δώσουν επισήμως εντολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προβεί σε συστάσεις επί του θέματος στην επικείμενη σύνοδό τους τον Δεκέμβριο. Το ερώτημα που ανακύπτει αφορά τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίζει αυτό το όργανο. Εργο του, όπως προτείνεται, θα είναι να συντονίζει τις επιμέρους εθνικές αρχές, να εποπτεύει και να ελέγχει το πώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τη διαφάνεια των συναλλαγών και την πιστοποίηση της πηγής, από όπου προέρχονται αμφιλεγόμενα κεφάλαια, καθώς και άλλες δικλίδες ασφαλείας.
Κατόπιν τούτων, φαίνεται πως η Ε.Ε. αναλαμβάνει πολύ πιο ενεργό ρόλο στην αντιμετώπιση των αλλεπάλληλων κρουσμάτων ξεπλύματος. Την περυσινή χρονιά, λόγου χάριν, αμερικανικές αρχές είχαν αποκαλύψει ότι γινόταν ξέπλυμα χρημάτων μέσω της χρεοκοπημένης πλέον λετονικής τράπεζας ABLV, εκ των οποίων μεγάλη ποσότητα ρευστού συνδεόταν με τη Ρωσία. Επίσης, όπως υπενθυμίζει το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters, οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές κατελήφθησαν εξαπίνης και όταν αποκαλύφθηκε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα με ύποπτες συναλλαγές 200 δισ. ευρώ την περίοδο 2007-2015 μέσω του μικρού υποκαταστήματος της δανικής Danske Βank στην Εσθονία. Αυτό συνέβη πέρυσι τον Σεπτέμβριο, ακριβώς όταν η Ε.Ε. είχε υιοθετήσει την πέμπτη αναθεώρηση της νομοθεσίας κατά του «μαύρου» χρήματος. Εντούτοις, την αποδυνάμωσαν τα αντικρουόμενα συμφέροντα των κρατών-μελών και αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ανεπαρκής. Και τα σκάνδαλα συνεχίζονται. Η ΙΝG κλήθηκε να καταβάλει πρόστιμο 775 εκατ. ευρώ, επειδή δεν συμμορφώθηκε με τους κανονισμούς κατά του ξεπλύματος, ενώ η Deutsche Bank είχε παγιδευθεί σε παράνομη μεταφορά κεφαλαίων από τη Ρωσία στη Δύση.Remaining
Νομοθετικά κενά
Κατά τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών, Μπρινό Λε Μερ, ο οποίος μίλησε στους Financial Times, «οι εγκληματίες και οι τρομοκράτες εκμεταλλεύονται τα κενά και τα “παραθυράκια”, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό μας σύστημα και την εντολή, που μας έχει ανατεθεί να προστατεύσουμε τις οικονομίες και τους πολίτες μας». Εξ ου και «χρειάζεται να αποφασίσουμε πώς θα εναρμονίσουμε όλη τη νομοθεσία σε πανευρωπαϊκό εύρος και να θεσπίσουμε αυστηρότερη εποπτεία». Η Γαλλία και η Ολλανδία από μέρους τους τάσσονται υπέρ ενός νέου ενιαίου θεσμικού οργάνου, αν και φοβούνται πως θα καθυστερήσει ιδιαιτέρως η έναρξη της λειτουργίας του και προτείνουν εναλλακτική λύση.
Αυτό θα ήταν να ενισχυθεί η ήδη υφιστάμενη Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, αλλά όπως επισημαίνουν οι FT, έχει ήδη δεχθεί επικρίσεις από το Ευρωκοινοβούλιο. Το σκεπτικό του ήταν ότι δεν κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες που είχε για να αναλάβει την απαιτούμενη δράση στα προαναφερθέντα σκάνδαλα. Μία άλλη επιλογή, όπως παρατηρεί ο κεντροαριστερός Ολλανδός ευρωβουλευτής Πάουλ Τανγκ, θα ήταν η Γιουροπόλ, η ευρωπαϊκή αστυνομία, δεδομένου ότι η εφαρμογή των κανόνων κατά του ξεπλύματος εμπίπτει στο πεδίο του ποινικού δικαίου. Τέλος, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εκτιμούν πως η νέα προσέγγιση της Ε.Ε. για το θέμα θα πρέπει να μη λάβει τη μορφή οδηγιών και μετέπειτα εθνικής νομοθεσίας, αλλά να εισαχθεί υπό τη μορφή κανονισμών με άμεση εφαρμογή από τα επιμέρους εθνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα – οι κανόνες θα είναι ενιαίοι σε όλη την Ε.Ε. και πολύ πιο εύκολα εφαρμόσιμοι.