Ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δωδεκανήσου αναβίωσε χθες η πολύκροτη υπόθεση της ειδεχθούς δολοφονίας της 61χρονης Ευαγγελίας (Αντζελας) Ιεροβασίλη του Γεωργίου, το απόγευμα της 19ης Ιουνίου 2012, στο σπίτι της, στο Γεννάδι.
Σε πρώτο βαθμό είχαν κριθεί ένοχοι ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, οπλοφορίας και οπλοχρησίας ο γιος της Νικόλαος Μπατζακάκης του Ιωάννη, 26 ετών και απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση, η πρώην σύντροφός του Ιakouleva Irini του Οleg, υπήκοος Ρωσίας, 36 ετών.
Το πρωτόδικο λαϊκό δικαστήριο επέβαλε ισόβια για τον φόνο και 18 μήνες για την παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία στον πρώτο και ποινή κάθειρξης 17 ετών στην δεύτερη.
Χθες και οι δύο κρίθηκαν ένοχοι, όπως ακριβώς κατηγορούνται. Η ποινή κάθειρξης της δεύτερης μειώθηκε ωστόσο κατά 5 έτη.
Ο πρώτος κατηγορούμενος αφού ζήτησε συγγνώμη για την πράξη του επιχείρησε να πείσει το δικαστήριο ότι τελούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών και ότι δεν είχε επίγνωση των πράξεών του, ενώ η δεύτερη αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι τον συνέδραμε ισχυριζόμενη ότι βρισκόταν έξω από την οικία και ότι είχε κυριευτεί από φόβο.
Εντύπωση προκάλεσε, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στην απολογία του, υποστήριξε ότι τρεις μέρες μετά το έγκλημα είχε ενημερώσει τον πατέρα του ότι σκότωσε την μητέρα του!
Ο Νικόλαος Μπατζακάκης απολογούμενος συγκεκριμένα ομολόγησε εκ νέου τον φόνο επιχειρώντας ωστόσο να πείσει, ότι δεν είχε κίνητρο και ότι εκνευρίστηκε από την συμπεριφορά της μητέρας του και θολωμένος από την χρήση ναρκωτικών διέπραξε το έγκλημα.
Ισχυρίστηκε ουσιαστικά ότι δεν είχε συναίσθηση των πράξεών του, ενώ μάλιστα τόνισε ότι δεν την χτύπησε πισώπλατα.
Η πρώην σύντροφός του Ιakouleva Irini υποστήριξε ότι ήταν παρούσα στο έγκλημα αλλά δεν τον προέτρεψε και δεν τον συνέδραμε. Ισχυρίστηκε ότι φοβήθηκε να παρέμβει αλλά και να τον καταδώσει στις αρχές κι ότι διέκοψε στην πορεία τη σχέση τους.
Την ενοχή και των δύο, όπως ακριβώς κατηγορούνται στο παραπεμπτικό βούλευμα, πρότεινε στην αγόρευσή του ο Εισαγγελέας της έδρας.
Ο πρώτος κατηγορούμενος ήδη από την εφηβεία αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με τη λήψη διαφόρων ναρκωτικών ουσιών. Κατά τα προηγούμενα έτη, πριν το θάνατο της μητέρας του, ο κατηγορούμενος ζούσε με τον πατέρα του στην Κρήτη, ενώ τους τελευταίους έξι μήνες επέστρεψε στη Ρόδο, προκειμένου να διακόψει οριστικά τη χρήση ναρκωτικών, διαμένοντας αρχικά στην οικία της μητέρας του στο Γεννάδι.
Ακολούθως, διέμενε μαζί με την αδελφή του, μέχρι που συναντήθηκε με τη δεύτερη κατηγορούμενη Irina Yakovleva με την οποία γνωριζόταν από παλιά, κατόπιν γνωριμίας τους, που έγινε στον Ο.Κ.Α.Ν.Α., όπου προσέρχονταν αμφότεροι για τη λήψη χαπιών και φαρμάκων.
Έκτοτε, αποφάσισε να μείνει μαζί της και με τα δύο ανήλικα τέκνα της στο δικό της διαμέρισμα. Ο ίδιος δεν μπορούσε να εργαστεί, ενώ η σύντροφός του κατά το παρελθόν εργαζόταν περιστασιακά, με αποτέλεσμα η οικονομική τους κατάσταση να είναι οικτρή.
Η θανούσα μητέρα του προσπαθούσε, μάταια, να τον βοηθήσει να απεξαρτηθεί, με συνέπεια να υπάρχει ένταση στις σχέσεις τους.
Επιπλέον, είχε να αντιμετωπίσει από τον κατηγορούμενο τη συνεχή αναζήτηση χρημάτων, καθόσον γνώριζε ότι η μητέρα του είχε αποκτήσει, κατά τη διάρκεια της ζωής της, σημαντική ακίνητη περιουσία αλλά και μετρητά, με αποτέλεσμα οι καβγάδες να είναι συνεχείς, δεδομένου ότι αυτή αρνείτο να τον συνδράμει οικονομικά, και οι σχέσεις τους γιαυτό είχαν κλονιστεί.
Μάλιστα, την Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012 ο κατηγορούμενος την επισκέφτηκε στο Γεννάδι, ζητώντας της επιτακτικά χρήματα, πράγμα που του αρνήθηκε, με συνέπεια να ακολουθήσει έντονος καβγάς μεταξύ τους και οι ήδη τεταμένες σχέσεις τους να οξυνθούν ακόμη περισσότερο.
Το γεγονός αυτό επηρέασε τη θανούσα ιδιαίτερα και το εκμυστηρεύτηκε σε φίλη της, όπως και η ίδια κατέθεσε.
Ο κατηγορούμενος είχε πλέον εμμονή με τα χρήματα της μητρός του και τη συνεχή άρνησή της να τον συνδράμει οικονομικά, επιπλέον θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί σε σχέση με την αδελφή του, την οποία η μητέρα του, όπως πίστευε, την είχε βοηθήσει, σε αντίθεση με αυτόν.
Κατόπιν, λοιπόν, της τελευταίας άρνησής της για παροχή οικονομικής βοήθειας, σε συνδυασμό και με την παντελή έλλειψη χρημάτων, άρχισε να οργανώνει στο μυαλό του το σχέδιο εξόντωσής της, προκειμένου έτσι να καταστεί κληρονόμος της περιουσίας της.
Ευρισκόμενος, λοιπόν, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση έλαβε την απόφαση να μεταβεί στην οικία της μητέρας του, συνοδεία της συντρόφου του, προφασιζόμενος τυπική επίσκεψη, και να την θανατώσει, ώστε να απαλλαγεί μια για πάντα από αυτήν και ταυτόχρονα να λάβει και το μερίδιο που του αναλογούσε από την περιουσία της.
Μάλιστα, εμπόδιο στα σχέδιά του δεν ήταν ούτε η Λ. Λ., υπερήλικας και πάσχουσα από Αλτσχάιμερ, της οποίας τη φροντίδα είχε αναλάβει η μητέρα του, και η οποία συμβίωνε μαζί της, καθόσον αυτή, ακόμη και αυτόπτης μάρτυρας της πράξης του να ήταν, δεν θα μπορούσε, λόγω της υγείας της, να καταθέσει οτιδήποτε για το συμβάν.
Έτσι, προετοίμασε κατάλληλα το εγκληματικό του σχέδιο, με βάση το οποίο θα ζητούσε αρχικά δήθεν χρήματα από την μητέρα του, κι εφόσον αυτή αρνούνταν να του δώσει (γεγονός που ήταν βέβαιο), θα της ζητούσε να εισέλθουν εντός της οικίας και να του φτιάξει καφέ, και τη στιγμή που αυτή θα ήταν γυρισμένη προς την πλευρά της κουζίνας, αυτός θα της αφαιρούσε τη ζωή, με το μαχαίρι που θα είχε ήδη πάνω του.
Τούτο γνωστοποίησε και στη σύντροφό του – δεύτερη κατηγορούμενη, η οποία όχι μόνο ήταν σύμφωνη, αλλά ενίσχυσε την απόφασή του και τον ενθάρρυνε, υποσχόμενη να τον βοηθήσει κατά την τέλεση της πράξης, παρέχοντάς του συγκάλυψη και απόκρυψη των αντικειμένων του εγκλήματος και των λοιπών ιχνών, αφού και η ίδια θα ήταν παρούσα. Κατά το πρώτο μέρος του σχεδίου του, έπρεπε να εξασφαλίσει μεταφορικό μέσο για την μετάβασή τους.
Συγκεκριμένα, επειδή ο ίδιος δεν είχε στην κατοχή του κάποιο μεταφορικό μέσο, αποφάσισε να ζητήσει από παιδικό του φίλο, με τον οποίο βρίσκονταν καθημερινά στην οικία της δεύτερης κατηγορούμενης, προκειμένου να προβούν σε χρήση ναρκωτικών. Οι κατηγορούμενοι φρόντισαν να πάρουν μαζί τους, εκτός από ένα μαχαίρι, και ρούχα, ώστε σε περίπτωση που υπήρχαν ίχνη αίματος της μητρός του σε αυτά που φορούσαν, να αλλάξουν και να πετάξουν τα λερωμένα από αίμα, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί. Ξεκίνησαν, λοιπόν, προς το Γεννάδι, όπου και έφθασαν λίγη ώρα αργότερα. Αφού έκρυψαν την μηχανή, προκειμένου να μη γίνουν αντιληπτοί από τους γείτονες της μητέρας του ή τυχόν διερχόμενους, προχώρησαν στην οικία της. Εκείνη την ώρα, αυτή βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού και πότιζε τον κήπο.
Ο κατηγορούμενος, κατά πώς τα είχε σχεδιάσει, της γνωστοποίησε το λόγο της επίσκεψής τους, ζητώντας της χρήματα, εκείνη, όμως, όπως ήταν βέβαιο, αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι δεν είχε λάβει ακόμη τη σύνταξή της. Η άρνησή της ήταν αναμενόμενη για τον ίδιο, κι έτσι ακολουθώντας το σχέδιό του, της ζήτησε να του φτιάξει καφέ, όπως κι έγινε.
Η θανούσα μητέρα του δεν έκλεισε τη βρύση της αυλής, αφού δεν θεώρησε σκόπιμο να το πράξει, μιας και, ούσα ανυποψίαστη, εισήλθε εντός της οικίας, προκειμένου να ετοιμάσει τον καφέ του υιού της και να εξέλθει στην αυλή για να συζητήσει μαζί τους. Οι κατηγορούμενοι την ακολούθησαν, με τη δεύτερη κατηγορούμενη να στέκεται πλησίον της πόρτας. Ο υιός της την πλησίασε αρκετά, ώστε να βρίσκεται σε ικανή απόσταση και κατάλληλη θέση για να εκτελέσει το προμελετημένο σχέδιό του, ήτοι να αιφνιδιάσει αυτήν και να την πλήξει από πίσω με το μαχαίρι που έφερε πάνω του.
Έτσι, τη στιγμή που η μητέρα του, έχοντας γυρίσει την πλάτη της προς αυτόν, έβγαλε στον πάγκο της κουζίνας το δοχείο με τη ζάχαρη, τον καφέ, το σέικερ και το κουταλάκι, κι ενώ ετοιμαζόταν να βγάλει το μπουκάλι με το νερό από το ψυγείο, αυτός εντελώς ψυχρά αλλά και ψύχραιμα, την έπληξε επανειλημμένως στην πλάτη και δη άρχισε να την καρφώνει με το μαχαίρι σε διάφορα σημεία. Το μένος του ήταν ανεξέλεγκτο. Παρά ταύτα η μητέρα του, έχοντας ακόμη τις αισθήσεις της, σφάδαζε και βογγούσε από τον υπερβολικό πόνο.
Τότε η δεύτερη κατηγορούμενη, η οποία όχι μόνο γνώριζε, από τον ίδιο, εξ αρχής το απάνθρωπο σχέδιο, αλλά τον είχε ενισχύσει και ενθαρρύνει, του είπε να την αποτελειώσει γιατί δεν άντεχε τις κραυγές.
Έτσι αυτός, σε ανταπόκριση των παροτρύνσεών της, συνέχισε να καρφώνει το ανήμπορο σώμα της μητέρας του, καταφέροντάς της και άλλα χτυπήματα. Συνολικά δε της προκάλεσε δεκατέσσερα τραύματα.
Η μητέρα του ξεψύχησε εντός ολίγων λεπτών μπροστά στα μάτια τους, ενώ κείτονταν μέσα σε λίμνη αίματος. Κατά την ένταση δε των πληγμάτων, ο πρώτος κατηγορούμενος αυτοτραυματίστηκε στον αριστερό του μηρό. Ακολούθως, μετακίνησαν το πτώμα στα αριστερά της κουζίνας, και, κατ’ εφαρμογή του σχεδίου, άρχισαν να ανοίγουν τα ντουλάπια και τα συρτάρια των υπνοδωματίων και να πετούν δεξιά κι αριστερά ό,τι υπήρχε εντός αυτών, ώστε να δοθεί, σε εκείνους που θα εύρισκαν το πτώμα, η εντύπωση ότι επρόκειτο για ληστεία.
Στο μεταξύ η δεύτερη κατηγορούμενη, η οποία είχε ψύχωση με την καθαριότητα, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε η αδελφή του πρώτου, καθάρισε με χλωρίνη επιμελώς και με κάθε λεπτομέρεια τόσο το πάτωμα, όπου υπήρχε διάχυτο το αίμα της θανούσης, όσο και τα υπόλοιπα σημεία που τυχόν υπήρχαν αποτυπώματα και ίχνη τους. Ήταν δε τόση η ποσότητα του απολυμαντικού φαρμάκου που χρησιμοποίησε, που ακόμη και την επομένη, ότε και ανευρέθη η θανούσα, η μυρωδιά αυτού ήταν ιδιαιτέρως έντονη και διάχυτη εντός της οικίας της.
Ακολούθως, άλλαξαν τα ρούχα τους που ήταν λερωμένα με κηλίδες αίματος και αφού άφησαν την πόρτα του σπιτιού μισάνοιχτη, τοποθετώντας ένα έπιπλο έμπροσθεν αυτής, προφανώς για να μην κλείσει η πόρτα από τον αέρα και να δώσουν έτσι την εντύπωση ότι επρόκειτο για ληστεία, διέφυγαν με προορισμό την οικία της δεύτερης κατηγορούμενης, όπου τους ανέμενε ο φίλος τους. Στη διαδρομή πέταξαν σε διάφορους κάδους των παρακείμενων χωριών τα ρούχα τους αλλά και το όπλο του εγκλήματος.
Η ζωή τους από εκεί και πέρα φάνηκε να συνεχίζεται κανονικά. Ο πρώτος στις αρχές Αυγούστου 2012, ενώ νοσηλευόταν στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο περιθαλπόμενος από την μετέπειτα σύζυγο του πατέρα του, σε μια έκρηξη ειλικρίνειας, προφανώς λόγω της βαρύτατης κατάστασης της υγείας του και της σκέψης ότι ίσως δεν καταφέρει να αναρρώσει, ένιωσε την ανάγκη να της εκμυστηρευτεί τα όσα είχαν συμβεί.
Την πολιτική αγωγή εκπροσώπησε ο δικηγόρος κ. Βασίλης Καβουριού ενώ ως συνήγοροι υπεράσπισης παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Νικήτας Μπόλκας και Τάσος Διάκος.