Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης 1/2019
Περίληψη: Ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης. Σύγκρουση προνομίων μετά τον ν. 4335/2015. Κατάταξη προνομιούχων δανειστών στο 10%. Περιλαμβάνονται οι προνομιούχες απαιτήσεις που δεν κατετάγησαν καθόλου ως τέτοιες και αυτές που κατετάγησαν εν μέρει αλλά δεν ικανοποιήθηκαν πλήρως. Διαχρονικό δίκαιο. Εφαρμοστέο δίκαιο κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα. Γενικοί προνομιούχοι. Τάξεις προνομίων. Έξοδα εκτέλεσης. Πλείονες ανακοπές κατά των ίδιων κονδυλίων. Επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία. Σύγκριση απαιτήσεων ανακοπτόντων ανάλογα με το προνόμιο καθενός. Παθητική νομιμοποίηση για έξοδα.
Απόσπασμα της απόφασης
Το νέο άρθρο 977 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο «όγδοο» παρ. 2 ν. 4335/2015, επιχειρεί μία σημαντική τομή στο σύστημα του ΚΠολΔ για τη διανομή του πλειστηριάσματος, ειδικά στην παρ. 3. Σκοπός του νόμου είναι να ενισχύσει εκείνους τους δανειστές, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να κατοχυρώσουν την απαίτησή τους με ειδικό, ούτε διαθέτουν γενικό προνόμιο.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 εδ. α ΚΠολΔ, , όταν συντρέχουν προνομιούχοι με εγχειρόγραφους δανειστές, το πλειστηριάσμα χωρίζεται σε τρία μερίδια: ποσοστό 10 % διατίθεται για την ικανοποίηση των μη προνομιούχων δανειστών, ενώ το υπόλοιπο διανέμεται στους δανειστές που διαθέτουν προνόμια, με αναλογία 65 % υπέρ αυτών που διαθέτουν ειδικά προνόμια και 25 % υπέρ των αυτών που διαθέτουν γενικά.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 977 παρ. 3 εδ. β ΚΠολΔ, όταν μετά την ικανοποίηση των ειδικών και των γενικών προνομίων, υπάρχει υπόλοιπο πλειστηριάσματος από το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) ή από το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), αυτό χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των ειδικών ή γενικών αντίστοιχα προνομίων που δεν έχουν ικανοποιηθεί ακόμα. Κατά το άρθρο 977 παρ. 3 εφ. Γ, τέλος, ενδεχόμενο υπόλοιπο πλειστηριάσματος από το δέκα τοις εκατό (10%), μετά την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών, διαιρείται και πάλι στα δύο και στο ένα τρίτο κατά το άρθρο 977 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, ώστε να ικανοποιηθούν αντίστοιχα τα ειδικά (από τα δύο τρίτα) και τα γενικά προνόμια (από το ένα τρίτο) που δεν έχουν ακόμα ικανοποιηθεί.
Η βασική αυτή επιλογή είναι ορθή, διότι το προηγούμενο σύστημα εκμηδένιζε σχεδόν πλήρως την πιθανότητα ικανοποίησης, έστω σε ένα μικρό βαθμό, των εγχειρόγραφων δανειστών, στερώντας συνήθως απ’ αυτούς και κάθε ενδιαφέρον για την πορεία της εκτελεστικής διαδικασίας. Οι πρακτικές συνέπειες των συγκεκριμένων ρυθμίσεων θα είναι αρκετά σημαντικές, καθόσον στις περισσότερες περιπτώσεις μεγάλων οφειλετών θα υπάρχουν και μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως και πιστωτές των δύο άλλων κατηγοριών. Πρέπει, όμως, να διευκρινισθεί, ότι από το 10% θα ικανοποιούνται όχι μόνον οι μη προνομιούχοι πιστωτές, όπως προβλέπει η γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, αλλά και αυτοί των οποίων οι απαιτήσεις είναι μεν εξοπλισμένες με προνόμιο, δεν ικανοποιήθηκαν όμως με βάση αυτό, διότι προηγούντο άλλοι προνομιούχοι στους οποίους καταναλώθηκε το ποσοστό κάθε κατηγορίας. Και αυτό διότι εκείνοι, οι μη ικανοποιηθέντες δανειστές, ταυτίζονται κατ’ αποτέλεσμα με τους μη προνομιούχους (Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη Ε., Ζητήματα από το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015, ΕΣΔΙ- Σεμινάριο Δικαστικών Λειτουργών της 1ης-12-2015, διαθέσιμο στον διαδικτυακό τόπο της ΕΣΔι).
Περαιτέρω, το ποσό της εγγραφής της υποθήκης δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκην και με την ασφαλιζόμενη απαίτηση. Αν το ποσό της εγγραφής είναι μικρότερο από την ασφαλιζόμενη απαίτηση, η υποθήκη ασφαλίζει ολόκληρη την απαίτηση με την έννοια ότι τυχόν καταβολή της στον ενυπόθηκο δανειστή δεν επιφέρει απόσβεση της υποθήκης. Ωστόσο, το ότι η υποθήκη ασφαλίζει ολόκληρη την απαίτηση δεν πρέπει να συγχέεται με την έκταση της υποθηκικής υπεγγυότητας τους ακινήτου. Αν το ακίνητο πλειστηριασθεί αναγκαστικά, ο ενυπόθηκος δανειστής θα ικανοποιηθεί προνομιακά μόνο μέχρι το ποσό που έχει εγγραφεί στο βιβλίο υποθηκών ή καταχωρηθεί στα κτηματολογικά φύλλα, ενώ ως προς το υπόλοιπο ποσό της απαίτησής του μπορεί να καταταγεί ως εγχειρόγραφος δανειστής. Έτσι, όταν το ενυπόθηκο χρέος καταστεί ληξιπρόθεσμο, εφόσον ο δανειστής διαθέτει εκτελεστό τίτλο μπορεί να προβεί σε κατάσχεση και πλειστηριασμό του ενυπόθηκου με σκοπό την προνομιακή του ικανοποίηση από το πλειστηρίασμα.
Η κατάσχεση θα γίνει προφανώς για το σύνολο του ασφαλιζόμενου χρέους, όπως αυτό προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο, και όχι για το ποσό που έχει εγγραφεί στα βιβλία υποθηκών ή καταχωρηθεί στα κτηματολογικά φύλλα (βλ. Γεωργιάδη Α. Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου, 2012, σελ. 730-731). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, πλην άλλων και περιγραφή της απαιτήσεως του δανειστού που αναγγέλλεται, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ, κατά την οποία η παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξεως συνεπάγεται ακυρότητα, αν προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητος, προκύπτει ότι η αναγγελία, ως πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, πρέπει να περιέχει περιγραφή της απαιτήσεως που αναγγέλλεται και του προνομίου της.
Ενόψει όμως του ότι η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, και ειδικότερα της κατατάξεως, η απαίτηση του αναγγελλομένου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου, οφείλουν να απαντήσουν, με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 ΚΠολΔ) και την ανακοπή (άρθρο 979 ΚΠολΔ), ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσης απαιτήσεως, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαιτήσεως.
Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι και η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, όταν μάλιστα αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερομένης σ` αυτό απαιτήσεως μόνον όταν η περιγραφή αυτής, καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία, κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπερασπίσεώς των, κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ, και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση, στο βαθμό που απαιτείται επί ανακοπής (άρθρα 216 παρ. 1 και 585 ΚΠολΔ), για τον αναγγελθέντα δικαιούχο της απαιτήσεως, ανεξαρτήτως της δικονομικής θέσης του στη δίκη της ανακοπής, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κυρίας ή παρεμπιπτούσης αιτήσεως για δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ. Για την πληρότητα της περιγραφής της αναγγελλομένης απαιτήσεως αρκεί η μορφολογική εξατομίκευσή της ως προς το είδος και το προνόμιο κατατάξεώς της, μπορεί δε να συμπληρώνεται με παραπομπή σε άλλο, συνυποβαλλόμενο έγγραφο (βλ. ΑΠ 194/2018, ΑΠ 1580/2013, ΕφΠατρ 325/2018, ΕφΛαρ 93/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση ΜΠρΑλεξ 1/2019