Ενα νέο κεφάλαιο ξεκίνησε την Παρασκευή στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς ύστερα από περίπου τριάμισι χρόνια προετοιμασίας η Βρετανία τερμάτισε τη σχέση της με την Ε.Ε. Οπως, όμως, συμβαίνει σε κάθε διαζύγιο, τα δύο μέρη οφείλουν να θέσουν όρια και να κλείσουν τους ανοιχτούς λογαριασμούς, πόσο μάλλον σε αυτή την περίπτωση που η σχέση διήρκεσε σχεδόν μισόν αιώνα. Τα ερωτήματα που έχουν μείνει αναπάντητα για το πώς θα διαμορφωθεί η σχέση Ευρωπαϊκής Ενωσης και Βρετανίας είναι αμέτρητα, ενώ η αυστηρή και σύντομη προθεσμία που έχει θέσει ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον για λήξη του θέματος στο τέλος του έτους, έχει αφήσει περισσότερο τη βρετανική και λιγότερο την ευρωπαϊκή αγορά μετέωρη. Αλλά, όπως σχολίασε τις πρώτες ημέρες του έτους ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας Λίο Βαράντκαρ, «όσον αφορά το Brexit βρισκόμαστε μόνο στο ημίχρονο».
Το δεύτερο ημίχρονο λοιπόν ξεκινά με το δύσκολο, ή ακόμη και ανέφικτο όπως πολλοί το έχουν χαρακτηρίσει, έργο της διαμόρφωσης εμπορικής συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020. Στην περίπτωση που ο Τζόνσον παραμείνει ανένδοτος και δεν παρατείνει την εξαιρετικά περιορισμένη προθεσμία, πολλοί μιλούν για τη σύναψη μιας απολύτως βασικής συμφωνίας, η οποία θα περιέχει τα άκρως απαραίτητα για την εμπορική «συμβίωση» των δύο. Σε κάθε περίπτωση, αμφότεροι είναι προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο ενός σκληρού Brexit, σενάριο το οποίο επανέρχεται στο τραπέζι εδώ και τρία χρόνια.
Η έκταση της ενδεχόμενης ζημίας ενός σκληρού Brexit στο εμπόριο μπορεί να φανεί με τα εξής στοιχεία: Κατά μέσον όρο, τα τελευταία πέντε χρόνια το 47% των βρετανικών εξαγωγών κατέληγε στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ενώ και αντίστροφα, το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών εξαγωγών κατέληγε στη Βρετανία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg, περισσότερα από τα μισά προϊόντα που εισάγονταν στη Βρετανία από το 2013 προέρχονταν από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Βάσει στοιχείων που είχε δημοσιεύσει πέρυσι η βρετανική κυβέρνηση, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα στατιστικά σχετικά με το βρετανικό εμπόριο, προκύπτει ότι στην περίπτωση σκληρού Brexit ενδέχεται να επιβληθούν δασμοί σε εισαγωγές προϊόντων αξίας 47,3 δισεκατομμυρίων ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ενωση στη Βρετανία. Πρόκειται για το 16% της συνολικής αξίας εισαγωγών, η οποία το 2018 ανερχόταν σε 301,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι εισαγωγές θα επιβαρυνθούν συνολικά κατά 5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Επιμερίζοντας τον λογαριασμό, στην περίπτωση ενός σκληρού Brexit περισσότερο και με διαφορά θα επιβαρυνθεί η Γερμανία, η οποία το 2018 εξήγαγε στη Βρετανία προϊόντα συνολικής αξίας 76,4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Από αυτά τα 17,5 δισ. ήταν αυτοκίνητα ή εξοπλισμός αυτοκινήτων, δηλαδή προϊόντα στα οποία θα επιβληθούν κατά πάσα πιθανότητα δασμοί. Σε αυτή την περίπτωση, οι γερμανικές εξαγωγές αυτοκινήτων στη Βρετανία θα επιβαρυνθούν κατά 10% έως 16% ή άλλως κατά 1,8 δισ. ευρώ.
Εκτός, όμως, από τις εισαγωγές των αυτοκινήτων, στην περίπτωση κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων μεταξύ Βρυξελλών και Βρετανίας αναμένεται πως θα επιβαρυνθούν επιπλέον τομείς. Συγκεκριμένα, οι εισαγωγές κρεάτων και γαλακτοκομικών προϊόντων αξίας 5,3 δισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς και οι εισαγωγές υφασμάτων και κεραμικών αξίας 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ. Υπενθυμίζεται πως πρόκειται αποκλειστικά για προϊόντα τα οποία εισάγονται από χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αντιθέτως, η εμπορική συμφωνία που θα συνάψει η Βρετανία με τις ΗΠΑ αποτελεί μία τελείως ξεχωριστή περίπτωση, την οποία θα κληθεί σύντομα να αντιμετωπίσει ο Βρετανός πρωθυπουργός.
Το Σίτι του Λονδίνου δεν είναι πλέον το κορυφαίο οικονομικό κέντρο του κόσμου
Η αβεβαιότητα που επικρατεί στο οικονομικό περιβάλλον της Βρετανίας έχει ήδη εκθρονίσει το Λονδίνο από τη θέση του ως κορυφαίου οικονομικού κέντρου. Σύμφωνα με έκθεση της εταιρείας συμβούλων Duff και Phelps, περισσότερα από τα μισά ανώτατα στελέχη σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θεωρούν ότι πλέον το νέο οικονομικό κέντρο του κόσμου είναι η Νέα Υόρκη. Οταν οι ερωτηθέντες της δημοσκόπησης αυτής κλήθηκαν να προβλέψουν ποιος θα κατέχει τη θέση σε πέντε χρόνια, σίγουρα οι δύο μητροπόλεις παρέμειναν ως ισχυρές επιλογές. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί από αυτούς θεωρούσαν πως το επόμενο παγκόσμιο οικονομικό επίκεντρο θα είναι το Δουβλίνο, η Φρανκφούρτη ή το Λουξεμβούργο. Φαίνεται, λοιπόν, μία τάση του χρηματοπιστωτικού κλάδου να αντικαταστήσει το Λονδίνο με ένα άλλο οικονομικό κέντρο εντός της Ευρώπης.
Με την αποχώρηση της Βρετανίας υπολογίζεται πως το μερίδιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο παγκόσμιο ΑΕΠ θα μειωθεί από 22,1% στο 18,8%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης Μέι, η οποία προετοιμαζόταν για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση τον Μάρτιο του 2019, ένα άτακτο Brexit θα άφηνε στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020 κενό ύψους 16,6 δισεκατομμυρίων ευρώ ή 0,066% του συνολικού εισοδήματος από τις 27 χώρες της Ευρωζώνης. Πλέον, το νούμερο είναι ακόμη πιο δύσκολο να υπολογιστεί. Η Βρετανία θα συνεχίσει να πληρώνει εισφορές στην Ε.Ε. μέχρι το ποσό των 33 δισεκατομμυρίων στερλινών. Επομένως, τα «27» πλέον μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα βιώσουν τον οικονομικό αντίκτυπο του Brexit σε βάθος χρόνου. Στη Σύνοδο Κορυφής της 20ής Φεβρουαρίου, οπότε τα κράτη-μέλη θα διαπραγματευθούν για το χρηματοπιστωτικό πλαίσιο της επόμενης επταετίας, το θέμα του Brexit ενδέχεται να προκαλέσει περαιτέρω αναστάτωση.
Για τη βρετανική οικονομία το κόστος της αποχώρησης έχει ανέλθει περίπου στα 170 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ αναμένεται ότι μέχρι το τέλος του 2020, δηλαδή μέχρι την ολοκλήρωση της μεταβατικής περιόδου, η οικονομία της χώρας θα επιβαρυνθεί κατά περίπου 91,5 δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον. Το κόστος της εξόδου πρόκειται να αντισταθμιστεί με επιπλέον μέτρα επεκτατικής πολιτικής και ορισμένες μειώσεις φορολογίας. Συνεπώς, τα πρώτα σημάδια που θα φανούν στη βρετανική οικονομία θα είναι η αύξηση του δημοσίου χρέους, ενώ η ανάπτυξη προβλέπεται πως θα παραμείνει σε αξιοπρεπή επίπεδα. Αντιθέτως, όπως προβλέπει η επενδυτική τράπεζα Berenberg, η ανάπτυξη θα υποχωρήσει σε βάθος χρόνου, θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περαιτέρω δημοσιονομικά εμπόδια στη βρετανική κυβέρνηση.