ΑΠΟΦΑΣΗ
Kušić κ.α. κατά Κροατίας της 16.01.2020 (αριθ. προσφ. 71667/17),
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αναποτελεσματική έρευνα για ανθρωποκτονία. Εξάντληση εσωτερικών ένδικων μέσων.
Δύο συγγενείς των προσφευγόντων βρέθηκαν δολοφονημένοι. Διεξήχθησαν έρευνες, ωστόσο παρέμειναν ατελέσφορες. Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν στα εγχώρια Δικαστήρια για αναποτελεσματική έρευνα, ζητώντας αποζημίωση από το κράτος, όμως δεν άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου παρά το γεγονός ότι παρατηρήθηκε στροφή της νομολογίας και αυτές οι αγωγές γίνονται πλέον δεκτές.
Το Στρασβούργο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες όφειλαν να καταθέσουν προσφυγή ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, μια πιθανότητα που ήταν ακόμα ανοικτή σε αυτούς. Μετά τη λήξη της διαδικασίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ή αν αυτές οι διαδικασίες αδικαιολόγητα παρατείνονταν, παρέμεινε η δυνατότητα για τους προσφεύγοντες να προσφύγουν ενώπιον του ΕΔΔΑ. Υπό τις συνθήκες αυτές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχαν δώσει στο κράτος την ευκαιρία να ρυθμίσει το ζήτημα βάση του δικού του νομικού συστήματος. Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, Zdravka Kušić, Bojan Kušić και Martina Kušić, είναι πολίτες της Σερβίας που γεννήθηκαν το 1958, το 1987 και το 1990 αντίστοιχα και ζουν στο Kragujevac (Σερβία).
Οι συγγενείς των προσφευγόντων, Ν.Κ. και P.K, βρέθηκαν νεκροί από πυροβολισμό στην άκρη ενός δρόμου στο Petrovo Polje (Κροατία) στις 6 Φεβρουαρίου 1992. Η αστυνομία κάλεσε έναν δικαστή καθώς και έναν εισαγγελέα υπηρεσίας και πραγματοποιήθηκε έρευνα στον τόπο του εγκλήματος. Μετά από αυτοψία διαπιστώθηκε ότι οι N.K. και P.K. είχαν πυροβοληθεί στο κεφάλι και στο σώμα. Η αστυνομία υπέβαλε την δικογραφία στο Γραφείο του Εισαγγελέα του Sisak για ανθρωποκτονία κατά αγνώστων.
Ακολούθησε έρευνα και η αστυνομία αρχικά πραγματοποίησε πολυάριθμες καταθέσεις, κυρίως δύο ανδρών που ζούσαν με την οικογένεια Kušić και γειτόνων που κατέθεσαν ότι οι Ν.Κ. και P.K. είχαν απαχθεί από άνδρες οι οποίοι φορούσαν στολές καμουφλάζ. Οι δολοφονίες χαρακτηρίστηκαν ως εγκλήματα πολέμου το 2006 και περαιτέρω καταθέσεις πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 2008 και στις αρχές του 2009 και στη συνέχεια από το 2016 έως το 2018.
Η έρευνα παραπέμφθηκε στις αρχές του Osijek το 2010 και, πιο πρόσφατα, τον Μάρτιο του 2019, στις αρχές του Ζάγκρεμπ, αλλά μέχρι σήμερα εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Πρώτον, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι μόλις οι κρατικές αρχές είχαν ενημερωθεί για το θάνατο ενός προσώπου υπό ύποπτες συνθήκες, έπρεπε να διενεργήσουν αποτελεσματική επίσημη αυτεπάγγελτη έρευνα. Δεν ήταν δουλειά του συγγενή να υποβάλει επίσημη καταγγελία ή να λάβει την ευθύνη για τη διεξαγωγή οποιασδήποτε διαδικασίας έρευνας.
Στην περίπτωση των προσφευγόντων, η αστυνομία υπέβαλε αίτημα λίγο αφ’ ότου έλαβε γνώση της δολοφονίας και επακολούθησε έρευνα. Εντούτοις, οι προσφεύγουσες θεώρησαν την εν λόγω έρευνα αναποτελεσματική.
Το κύριο ερώτημα που έπρεπε να εξετάσει το Δικαστήριο ήταν αν, όπως υποστήριξε η κυβέρνηση, η συνταγματική καταγγελία ήταν αποτελεσματική εγχώρια προσφυγή για καταγγελίες που αφορούσαν αναποτελεσματικές έρευνες και κατά πόσον οι προσφεύγοντες έπρεπε να έχουν υποβάλει μια τέτοια καταγγελία πριν από την υποβολή της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου.
Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο συνήθως απέρριπτε τις καταγγελίες αυτές ως αβάσιμες βασιζόμενοι σε πέντε αποφάσεις μεταξύ του 2012 και του 2016 σχετικά με συνταγματικές καταγγελίες σχετικά με αποφάσεις του αστικού δικαστηρίου που απορρίπτουν αξιώσεις κατά του κράτους για αποζημίωση για βίαιο θάνατο.
Το Δικαστήριο επισήμανε, ωστόσο, ότι οι ημερομηνίες των αποφάσεων αυτών αντιστοιχούσαν σε μεταβατική περίοδο όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο εδραίωνε τη νομολογία του σχετικά με το παραδεκτό των καταγγελιών σχετικά με αναποτελεσματικές έρευνες βάσει των άρθρων 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Πράγματι, η νομολογία του αρχικά αναπτύχθηκε μετά από απόφαση του Νοεμβρίου 2014 σχετικά με ισχυρισμό περί κακομεταχείρισης. Η απόφαση αυτή, αναφερόμενη στα πρότυπα αποτελεσματικής έρευνας σύμφωνα με την νομολογία του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 3 της Σύμβασης, απονέμοντας αποζημίωση στον καταγγέλλοντα και διέταξε τις εισαγγελικές αρχές να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα. Οι πιο πρόσφατες αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου το 2019 εφάρμοζαν εκτενώς τα κριτήρια που καθόριζε το Δικαστήριο όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των ερευνών.
Έτσι, μετά από πολλά χρόνια όταν η Κροατία δεν εξέταζε τις καταγγελίες σχετικά με την έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας και δεκάδων αιτήσεων που κατατέθηκαν εναντίον της χώρας αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου, το Συνταγματικό Δικαστήριο έδινε τώρα τη δυνατότητα στους διαδίκους η αποτελεσματικότητα της έρευνας βάσει των άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης να εξετάζεται εκ νέου, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου ως βάση της αξιολόγησής του.
Υπό τις συνθήκες αυτές και τονίζοντας τον επικουρικό χαρακτήρα του ρόλου του, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες όφειλαν να υποβάλλουν συνταγματική καταγγελία, μια πιθανότητα που ήταν ακόμα ανοικτή σε αυτούς, δεδομένου ότι η έρευνα για το θάνατο των συγγενών τους ακόμα διεξάγονταν, υπό την προϋπόθεση ότι η περίοδος κατά την οποία εκκρεμούσε η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν θα λαμβάνονταν υπόψιν. Μετά τη λήξη της διαδικασίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ή αν αυτές οι διαδικασίες αδικαιολόγητα παρατείνονταν, παρέμεινε η δυνατότητα για τους προσφεύγοντες να προσφύγουν ενώπιον του Δικαστηρίου αν εξακολουθούσαν να θεωρούνται θύματα παραβίασης της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχαν δώσει στο κράτος την ευκαιρία να ρυθμίσει το ζήτημα βάση του δικού του νομικού συστήματος. Το Δικαστήριο επομένως, απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη